Ο Επίτιμος Α/ΓΕΝ, ναύαρχος Κοσμάς Χρηστίδης, σε κείμενο του με τίτλο «Συνοπτική Παρουσίαση Ελληνοτουρκικών Θεμάτων- Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης για τον απλά σκεπτόμενο και προβληματισμένο Έλληνα», εξηγεί με σαφήνεια, γιατί η Τουρκία δεν θα πρέπει όχι απλά να ζητά αλλά ούτε να σκέφτεται αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών.
Την απάντηση έχει δώσει και ο πρώην ΥΠΕΞ Νίκος Κοτζιάς, ο οποίος έχει καλέσει τους Τούρκους να διαβάσουν τα πρακτικά της τουρκικής εθνοσυνέλευσης το 1936, για να διαπιστώσουν ότι έχουν απολύτως αποδεχτεί την κατάσταση.
Το απόσπασμα από την εργασία του Επίτιμου Α/ΓΕΝ Κοσμά Χρηστίδη:
Η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης, η οποία μαζί με την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των τουρκικών νησιών Ίμβρου (Gokceada), Τενέδου (Bozcaada) και Λαγουσών (Tavcan), αρχικώς προεβλέπετο στη Σύμβαση της Λωζάνης (άρθρο 4) για τα Στενά του 1923, καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936 (όπως ρητώς μνημονεύεται στο προοίμιό της).
Το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε στον Έλληνα Πρωθυπουργό στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής του.
Η Τουρκική Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Montreux, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, με τις εξής δηλώσεις του:
«Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάνης του 1923, επίσης, καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα» (Εφημερίδα των πρακτικών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τεύχος 12, Ιούλιος 31/1936, σελ. 309).
Επίσης, η Συνθήκη της Λωζάνης (άρθρο 13) προβλέπει, την μερική αποστρατιωτικοποίηση των νήσων Λέσβου, Ικαρίας, Σάμου και Χίου.
Ειδικότερα, το ανωτέρω άρθρο προβλέπει τα εξής:
«Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
»Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέργερσιν οχυρωματικού τινος έργου.
»Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοίαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας.
»Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις, θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοϊαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
»Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ ́ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην».
Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα «κατά πλήρη κυριαρχία» από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων, τον Απρίλιο του 1947.
Περαιτέρω, οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης (άρθρο 14) προβλέπουν την αποστρατικοποίηση των νήσων αυτών:
«Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι».
Στα Δωδεκάνησα υφίστανται δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της συμφωνίας CFE.
Στο σημείο αυτό (Δωδεκάνησα), τα επιχειρήματα της Τουρκίας είναι αδύναμα, καθώς η ίδια δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη των Παρισίων (1947), επομένως, αποτελεί «res inter alios acta» γι’ αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών (23 Μαΐου 1969), «μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες», εκτός των συμβαλλομένων.
Η Ελλάδα μέχρι σήμερα εφαρμόζει τις παραπάνω διατάξεις, σε αντίθεση με την Τουρκία της οποίας τα πολεμικά αεροσκάφη υπερίπτανται καθημερινά του ελληνικού εναερίου χώρου των εν λόγω ελληνικών νησιών.
Η Τουρκία, επίσης, αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε περιοχές και νησίδες του Αιγαίου, υποστηρίζοντας ότι οι διεθνείς συνθήκες δεν προσδιορίζουν ελληνική κυριαρχία σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ο αριθμός των «αμφισβητούμενων» περιοχών ανέρχεται σήμερα σε πολύ περισσότερα από 36 νησιά και νησίδες (Εγχειρίδιο Τουρκικής Στρατιωτικής Ακαδημίας), ενώ ειδικά για τα Ίμια (ΟΧΙ Σημαία, ΟΧΙ στρατεύματα, ΟΧΙ πλοία), η γειτονική χώρα υποστηρίζει πλέον με κάθε επισημότητα (ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του τουρκικού ΓΕΕΘΑ) την κυριαρχία τους θεωρώντας ότι οι Έλληνες ψαράδες παραβιάζουν τα χωρικά ύδατα της γειτονικής χώρας.
Ειδικότερα, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Το διεθνές νομικό πλαίσιο, ωστόσο, με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα κυριαρχίας στην περιοχή μετά τους Παγκοσμίους Πολέμους (Συνθήκες Λωζάνης 1923 και Παρισίων 1947) είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο.
Ειδικότερα το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 προβλέπει τα εξής:
«Η ληφθείσα απόφασις της 13ης Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαϊου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών) ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τα υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρο 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλίων της ασιαστικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν»
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάνης:
«Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου».
Παρά το σαφές και αδιαμφισβήτητο κατά τα ανωτέρω διεθνές νομικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίσθηκαν τα θέματα κυριαρχίας της Ελλάδος στην περιοχή του Αιγαίου, η Τουρκία το αμφισβητεί, προβάλλοντας και τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών».
Προφανώς κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω «θεωρίας», τουρκικές ακταιωροί συνεχίζουν να παραβιάζουν τα ελληνικά χωρικά ύδατα, τα οποία επιμόνως χαρακτηρίζουν ως «τουρκική επικράτεια», με κάθε ευκαιρία προκαλούν προσχεδιασμένα ναυτικά ατυχήματα, παρεμποδίζουν τον πλού των Ελληνικών ακταιωρών (ΛΣ) στις Ελληνικότατες θάλασσες κ.λ.π.
Στον αντίποδα οι Ελληνικές αντίστοιχες ακταιωροί εφαρμόζουν (με πολιτικές εντολές) τους κανόνες αποφυγής της ναυτικής τέχνης ή την «ναυτική τέχνη εθισμού της υποχωρήσεως» ή «αποφυγής» κατά το ηπιότερον.
Οι υπερπτήσεις, πλέον, δεν αφορούν κάποιες νησίδες ή βραχονησίδες για τις οποίες εγείρει διεκδικήσεις η Τουρκία στην βάση της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», αλλά και στον Έβρο και σε κατοικημένα μεγάλα νησιά.
Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι το τελευταίο καιρό έχουν ξανα-εμφανισθεί επίμονα δημοσιεύματα στην Τουρκία που συνδέουν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά με την υποτιθέμενη υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης τους.
Φαίνεται να επανέρχεται ένα μοντέλο άμεσης σύνδεσης της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, ακόμα κι αν πρόκειται για μεγάλα και κατοικημένα νησιά.
Πρόκειται για εξέλιξη ανησυχητική, η οποία προς το παρόν αντιμετωπίζεται μάλλον αμήχανα στη… «ρουτίνα» των υπερπτήσεων με τις οποίες η Άγκυρα επιδιώκει να υποστηρίξει τα επιχειρήματά της.
Η συνειδητή, από την Ελλάδα, αποφυγή της στρατιωτικοποίησης της κατάστασης δεν πρέπει να αναλύεται και να μεταφράζεται σε αποστρατικοποίηση και των Ενόπλων μας Δυνάμεων ούτε σε μη λειτουργία (διακοπή) των δίαυλων επικοινωνίας, γιατί εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους.
Η Τουρκία, με επίδειξη ισχύος, επιχειρεί να επιβάλει ένα καθεστώς «ρουτίνας» στην παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας ως πρώτο βήμα για μια μορφή «δορυφοροποίσης», όπως ταιριάζει στη βούληση του τοξικού «Σουλτάνου» για μετατροπή της Τουρκίας σε υπερ-περιφερειακή υπερδύναμη.
Η τουρκική πολιτική είναι επεκτατική, στηρίζεται στη φιλοσοφία του 19ου αρχές 20ου αιώνα, επιζητά τον επιθυμητό ζωτικό της χώρο (π.χ. Γερμανία προ Παγκοσμίου Πολέμου), επιδιώκει την ταπείνωση της Ελλάδας και την φιλανδοποίηση του Αιγαίου (ακύρωση της επαναστάσεως του 1821), ως πρώτο βήμα, πριν οδηγήσει την χώρα μας σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων, όπου ο ίδιος θα έχει θέσει την ατζέντα και θα υπαγορεύει τις λύσεις. Οι αντίθετες, στο Διεθνές Δίκαιο, τουρκικές πράξεις απέδειξαν ότι η Τουρκία εκτελεί με συνέπεια τους μακρόπνοους σχεδιασμούς της και ότι δεν θα σταματήσει με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις και τις ασθενείς επικλήσεις της διεθνούς νομιμότητας.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η Τουρκία διατηρώντας τις Οθωμανικές της δομές διατηρεί και τις ίδιες βλέψεις και χρησιμοποιεί τους Υδρογονάνθρακες για να εφαρμόσει τη πολιτική της.
Αν κάποιος αναλογιστεί ομοιότητες της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (π.χ. 1974 Κύπρος, 1976 Γιον Κιπούρ), με την ΕΕ και τις Μεγάλες Δυνάμεις να δείχνουν αδιάφορες και εσωστρεφείς για τους δικούς τους λόγους, το ενδεχόμενο ότι ο ηγέτης μίας χώρας που έχει αναθεωρητικές (επεκτατικές) τάσεις και αισθάνεται παντοδύναμος, ίσως, μπεί και στον πειρασμό να ακρωτηριάσει τον γείτονά του, όπως για παράδειγμα την Συρία, την Λιβύη κ.λ.π.
Στον αντίποδα, όσο επιτυχή και να είναι τα σχήματα συνεργασίας σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανά να υποκαταστήσουν την αναγκαία σκληρή ισχύ που, μερικώς, αμφισβητείται και η οποία θα αποσοβούσε την τουρκική απληστία.
Η σύναψη συμμαχιών με σεβαστά κράτη είναι θεμιτή και θετική, αλλά ουδέν εξ αυτών θα έχει τη πρόθεση να πολεμήσει υπέρ ημών, χωρίς αντίκρισμα. Αναμφισβήτητα, η παρούσα συγκυρία με την στήριξη της Γαλλίας (στην Ελλάδα) είναι η «όαση της ερήμου» στην διαχρονική υποχωρητικής μας προσέγγιση.