Τηλεφωνική επικοινωνία με τον δήμαρχο Λέσβου, Σπύρο Γαληνό, είχε την Τρίτη ο ευρωβουλευτής και υποψήφιος για την Κεντροαριστερά, Νίκος Ανδρουλάκης, με αφορμή τη δραματική αύξηση των προσφυγικών ροών από τις αρχές Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, περισσότεροι από 2.400 πρόσφυγες και μετανάστες μετακινήθηκαν από τα τουρκικά παράλια προς τα νησιά του Αιγαίου τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, προκαλώντας έντονο προβληματισμό στις τοπικές αρχές.
Ο δήμαρχος εξέφρασε την ανησυχία του για την αύξηση των ροών, ειδικά στη Λέσβο η οποία δέχεται το μεγαλύτερο κύμα από την Τουρκία.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης θέτει τρία κρίσιμα ζητήματα, κρούωντας τον κώδωνα του κινδύνου ενόψει του χειμώνα και του τρόπου που πρέπει να γίνει η διαχείριση του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού προσφύγων και μεταναστών:
1. Την προκλητική στάση και αναξιοπιστία της Τουρκίας η οποία ανοίγει ξανά τα σύνορα, καταπατώντας τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Την έλλειψη ετοιμότητας από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων και μεταναστών. Εκφράζονται φόβοι ότι θα επαναληφθούν οι εικόνες με σκηνές καλυμμένες από χιόνι. Η κυβέρνηση ερωτάται αν έχει εκπονήσει ευρύτερο σχέδιο αντιμετώπισης των διαρκώς αυξανόμενων ροών, ενόψει του χειμώνα, ειδικά στα νησιά του Βορείου Αιγαίου που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις.
3. Την πλήρη αποτυχία των προγραμμάτων μετεγκατάστασης προσφύγων αλλά και της επανένωσης οικογενειών. Συγκεκριμένα, τονίζεται πως σε ό,τι αφορά τη μετεγκατάσταση 63.302 προσφύγων από την Ελλάδα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μόλις 19.702 είχαν καταφέρει να φύγουν μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου. Κι αυτό ως αποτέλεσμα της άρνησης χωρών όπως η Αυστρία, η Πολωνία, η Ουγγαρία να εφαρμόσουν τη σχετική απόφαση, παραβιάζοντας τον κανονισμό.
Αναφορικά με την επανένωση οικογενειών επισημαίνεται ότι είναι σε ισχύ η άτυπη συμφωνία του υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής με τη Γερμανία ώστε να δέχεται μόλις 70 πρόσφυγες κάθε μήνα. Το αποτέλεσμα είναι ότι 2.500 πρόσφυγες βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα και θα περιμένουν έως και τρία χρόνια για να επανενωθούν με τις οικογένειές τους.
«Η κυβέρνηση δεν πρέπει να παρακολουθεί απαθής ένα πρόβλημα που διογκώνεται διαρκώς, ακόμη κι όταν δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας».