Περισσότερο από ικανοποιημένος ήταν ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι από την Σύνοδο των ευρωμεσογειακών χωρών στην Αθήνα, σύμφωνα με την εφημερίδα Corriere della Sera, δηλώνοντας ότι «επιτέλους ο Ολάντ είναι μαζί μας, ξεπέρασε την αναποφασιστικότητα. Τώρα είμαστε πολλοί, μπορούμε να κινητοποιηθούμε».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο Ρέντσι υπογράμμισε ότι επιτέλους το Παρίσι υπέγραψε μια διακήρυξη η οποία συμπίπτει με τις πολιτικές οι οποίες προωθούν η Ιταλία και οι άλλες πέντε χώρες που συναντήθηκαν στην Αθήνα.
Παράλληλα, συνομιλώντας με τους δημοσιογράφους, τόνισε: «Τώρα είμαστε πολλοί και μπορούμε να ενοχλήσουμε». Για τον λόγο αυτό, γράφει η εφημερίδα του Μιλάνου, είναι πεπεισμένος ότι «στο μέλλον, οι συσχετισμοί δυνάμεων πρόκειται να αλλάξουν».
Σε ό,τι αφορά την Γερμανία ο επικεφαλής της κυβέρνησης της Ρώμης αναφέρθηκε και στα προβλήματα του Βερολίνου:
«Και η Μέρκελ, σπίτι της, έχει τα δικά της προβλήματα. Έχει ένα πλεόνασμα 80 με 90 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο δεν επενδύει, όπως προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες. Είναι κάτι που θα έδινε ανάσα ανακούφισης στην οικονομία μας και όχι μόνον», πρόσθεσε ο Ιταλός κεντροαριστερός πρωθυπουργός, σύμφωνα με τον οποίο -αναφέρει η Κορριέρε- «είναι λανθασμένο να μην σέβεται, κανείς, κάποιους κανόνες, και αμέσως μετά να είναι άκαμπτος με τους άλλους, σε ότι αφορά την ευελιξία».
H εφημερίδα La Repubblica αναφέρεται, επίσης, στην Σύνοδο των Αθηνών, τονίζοντας ότι «παρά την σκληρή στάση του Βερολίνου, ο Ματέο Ρέντσι δήλωσε πολύ ικανοποιημένος από την συνάντηση, εξηγώντας πως όλες μαζί, οι χώρες αυτές, αντιπροσωπεύουμε πάνω από το 50% της Ένωσης και ότι το συγκεκριμένο στοιχείο είναι κάτι που βαραίνει.
«Δημιουργήθηκε κινητικότητα και η Ιταλία έχει ρόλο κεντρικής σημασίας», είπε ο Ρέντσι.
Στην Αθήνα, ο «αντάρτης» Αλέξης Τσίπρας, με την σύνοδο αυτή των ευρωμεσογειακών χωρών, κατάφερε να σπάσει την απομόνωση, προσθέτει.
«Ο Έλληνας πρωθυπουργός θέλησε να καταστήσει σαφές ότι η σύνοδος αυτή δεν θέλει να αποτελέσει μια ακόμη διχαστική πρωτοβουλία, αλλά μια θετική συνεισφορά στον διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης», γράφει η εφημερίδα της Ρώμης Il Messaggero.
Υπογραμμίζει ότι την θέση του Ματέο Ρέντσι υπέρ της επιστροφής στις μεγάλες αξίες που επέτρεψαν στην Γηραιά Ήπειρο να μεγαλουργήσει, με έμφαση στα ιδεώδη και στην κοινωνική διάσταση.
«Μπορεί να διαπιστώσει, κανείς, ότι η πολιτική πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα πέτυχε τον στόχο της», γράφει η αριστερή εφημερίδα Il Manifesto.
«Απέδειξε- συνεχίζει- ότι δεν υπάρχει, πλέον αποκλειστικά και μόνο η νεοφιλελεύθερη σκέψη, κατάφερε να προτείνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες (όπως την ενίσχυση του σχεδίου Γιούνκερ) και να μετατρέψει την συνάντηση των ηγετών της Νότιας Ευρώπης, σε σταθερή πολιτική πρωτοβουλία. Όσο για τις γερμανικές αντιδράσεις, η Μανιφέστο θεωρεί πως «πρόκειται για ακραίες αντιδράσεις, οι οποίες δείχνουν ότι στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα επικρατεί μεγάλος εκνευρισμός».
Επέλεξε η Γαλλία πλευρά;
Στις αρχές Αυγούστου το ινστιτούτο Stratfor έγραψε σχετικά με την επικείμενη (τότε) Σύνοδο του Νότου στην Αθήνα. Για το Stratfor το κύριο εμπόδιο στο να μπει η Γερμανία στη θέση της ήταν η Γαλλία, που ήθελε να είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.
Το TRIBUNE ήταν το μόνο ενημερωτικό Μέσο στην Ελλάδα που δημοσίευσε την έκθεση του Stratfor [διαβάστε εδώ: Τι σκαρώνουν Τσίπρας και Κοτζιάς 8-9 Σεπτεμβρίου – Η Ελλάδα γεωπολιτικός παίκτης], το οποίο είναι παγκοσμίως γνωστό ότι απηχεί αναλύσεις των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Το Stratfor μεταξύ άλλων ανέφερε:
Η μεγαλύτερη γεωπολιτική επιταγή της Γαλλίας είναι να κρατά τη Γερμανία υπό έλεγχο [σ.σ. ή τουλάχιστον έτσι θέλει να νομίζει, αφού η Γερμανία έχει περάσει χαλινάρι στη Γαλλία].
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό σήμαινε στενές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με το Βερολίνο μέσω του σχηματισμού της ΕΟΚ.
Μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, η εισαγωγή του κοινού νομίσματος έδεσε ακόμα περισσότερο τη Γαλλία και τη Γερμανία, αναγκάζοντας τις δύο χώρες να συντονίζουν πολιτικές και να συμβιβάζονται μεταξύ τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το Παρίσι είναι ικανοποιημένο με την παρούσα κατάσταση στην Ευρώπη.
Το ευρώ στέρησε από τη Γαλλία τη δυνατότητα μιας εθνικής νομισματικής πολιτικής για να αντιμετωπίσει την κρίση, ενώ η υποτονική οικονομική ανάπτυξη της χώρας, οι ανεπαρκείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικοί περιορισμοί ανέδειξαν τη Γερμανία ως τον πιο ισχυρό παίκτη της Ένωσης.
Αλλά το Παρίσι δεν είναι ακόμα πρόθυμο να συνταχθεί με το στρατόπεδο των πολιτικών και των οικονομολόγων που μιλάνε για διάσπαση της Ευρωζώνης στα δύο, ένα βόρειο μισό υπό γερμανική ηγεσία και ένα νότιο μισό υπό τη Γαλλία. Μια πρόταση που έχει πέσει στο τραπέζι από την αρχή της κρίσης, σχεδόν πια μια δεκαετία, σημειώνει το Strafor και «καρφώνει» τη Γαλλία ότι εξαιτίας εκείνης, που δεν ξέρει τι θέλει και δεν έχει αποφασίσει τι να κάνει, έχει «μπλοκάρει» όλος ο ευρωπαϊκός νότος στη γερμανική λιτότητα.
Στη συνέχεια το Stratfor εξηγεί τα υπέρ και τα κατά για τη Γαλλία από τη διάσπαση της Ευρωζώνης.
«Σπάζοντας τη νομισματική περιοχή [Ευρωζώνη] σε δύο μικρότερες ομάδες [ζώνες] θα έδινε στο Παρίσι την ευκαιρία να υποτιμήσει το νόμισμά του, να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά του και να αναστρέψει το εμπορικό του έλλειμμα», σε ό,τι αφορά την οικονομία.
Τι συμβαίνει όμως σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική;
«Από μια γεωπολιτική οπτική, μια διάσπαση στην Ευρωζώνη θα ήταν πιο επικίνδυνη για τη Γαλλία ακόμα και από την πλήρη διάλυσή της. Αν και η Γαλλο-Γερμανική συμμαχία δεν θα κατέρρεε απαραίτητα, σίγουρα θα αποδυναμωνόταν καθώς η Γερμανία θα έστρεφε την προσοχή της στους εταίρους της στον βορρά. Το Βερολίνο θα είχε λιγότερη πιεστική ανάγκη να συνεργαστεί με το Παρίσι και με τον καιρό η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης και ο φόβος θα οικοδομούνταν ξανά μεταξύ τους. Την ίδια ώρα η Γαλλία θα έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη της μεσογειακής ηγεσίας, της οποίας τα κράτη ασταθή και σε οικονομική κρίση, το πιθανότερο είναι ότι θα χρειάζονταν επιπλέον οικονομική βοήθεια στην πορεία».
Αυτό το δίλημμα, αναφέρει το Stratfor, φαίνεται και στους διεκδικητές της γαλλικής προεδρίας των ερχόμενων εκλογών.
Το κεντροδεξιό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (του Σαρκοζί) είναι διχασμένο σε ό,τι έχει να κάνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κάποιες φράξιες προτείνουν να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέχρι εκεί που ορίζουν οι γαλλικοί όροι, ενώ άλλοι προτείνουν έναν σκληρό πυρήνα του ευρώ και οι υπόλοιπες χώρες μέλη της ΕΕ να επιστρέψουν στα εθνικά τους νομίσματα. Αμφότεροι όμως υπερασπίζονται τον γαλλογερμανικό άξονα ακόμα κι εάν αυτό σημάνει στο μέλλον την αποχώρηση κι άλλων κρατών από την ΕΕ.
Το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν, το δεύτερο κόμμα της Γαλλίας σε δημοφιλία, έχει διαφορετική προσέγγιση στα θέματα της ΕΕ.
Προτείνει τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων στη Γαλλία τόσο για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Ευρωζώνη, υποστηρίζοντας ότι η χώρα πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο του νομίσματός της και να προστατέψει τη βιομηχανία της με σύνορα στις εισαγωγές.
Ωστόσο, ούτε το Εθνικό Μέτωπο τολμά να προτείνει την αντικατάσταση της γαλλογερμανικής συμμαχίας με μια Ένωση των μεσογειακών εθνών.
Το κόμμα πιστεύει ότι η συνεργασία στην Ευρώπη πρέπει να γίνεται μεταξύ κυρίαρχων και ανεξάρτητων κρατών και όχι μιας ένωσης ή ομοσπονδίας, ακόμα και μιας μεσογειακής με παρόμοιους στόχους.
Στα ερχόμενα χρόνια η Γαλλία θα συνεχίσει να βασίζεται στις σχέσεις της με τους νοτιοευρωπαίους στο να διαμορφώνει πολιτικές μέσα στην ΕΕ και παράλληλα να κρατά το χέρι της Γερμανίας.
Αλλά αυτή η στρατηγική έχει κινδύνους, επισημαίνει το Strafor. Υπάρχουν δυνάμεις στη Γερμανία που θέλουν το Βερολίνο να γίνει πιο απομονωμένο και να συνεργάζεται μόνο με μια ομάδα αξιόπιστων εταίρων στον βορρά.
Αυτές οι δυνάμεις δεν θα επιτρέψουν στη Γαλλία να συνεχίσει να τα έχει καλά και με τον «αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ».
(…)
Ωστόσο, όσο οι εντάσεις μεταξύ των βορείων και νοτίων εταίρων σταθερά θα αυξάνονται, καταλήγει το Stratfor, η Γαλλία, τόσο μια βόρεια όσο και μεσογειακή χώρα, θα παγιδευτεί ανάμεσα.
Αλλάζει το παιχνίδι πλήρως
Εάν η δήλωση του Ματέο Ρέντσι «επιτέλους ο Ολάντ είναι μαζί μας, ξεπέρασε την αναποφασιστικότητα» αποδειχτεί και στην πράξη, η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη, με τις πολιτικές της ύφεσης και της λιτότητας, τελειώνει. Και η Γαλλία επιλέγει να μην “παγιδευτεί ανάμεσα” σε βορρά και νότο, επιλέγοντας τον νότο.
Το Stratfor επίσης έχει “προβλέψει” το τέλος της γερμανικής Ευρώπης εδώ και περισσότερο από ενάμιση χρόνο.
Το αμερικανικό ινστιτούτο προσπάθησε να κάνει μια προβολή του κόσμου μας στο μέλλον -δηλαδή, στο 2025.
Μια εκτίμηση η οποία κάνει λόγο για την ύπαρξη όχι μιας Ευρώπης, αλλά… τεσσάρων: της δυτικής, της ανατολικής, των σκανδιναβικών χωρών και των βρετανικών νήσων!
Πρόκειται, πάντα σύμφωνα με τους συντάκτες του Stratfor, για οικονομικές και πολιτικές ζώνες οι οποίες ναι μεν θα διατηρούν δεσμούς μεταξύ τους, ωστόσο αυτοί θα είναι πολύ πιο χαλαροί από ό,τι σήμερα, στο πλαίσιο της Ε.Ε. και της ζώνης του ευρώ.
Κι όλα αυτά, στο πλαίσιο ενός κόσμου ο οποίος, «σε δέκα χρόνια από σήμερα θα είναι ένα πολύ πιο επικίνδυνο μέρος για να ζει κανείς, με την αμερικανική ισχύ να εξασθενεί και άλλες χώρες με εξέχουσα θέση να αντιμετωπίζουν μια περίοδο χάους και αποδυνάμωσης».
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται να επιβιώσει, με κάποιο τρόπο, όμως σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο θα κυριαρχούν, πρωτίστως, οι διμερείς ή οι περιορισμένης έκτασης πολυμερείς σχέσεις, οι οποίες δεν θα καλύπτουν ευρύ φάσμα, ενώ δεν θα είναι δεσμευτικές (…) Ορισμένες χώρες είναι πιθανό να διατηρήσουν μια κάποια ιδιότητα μέλους σε μια ριζικά αλλαγμένη Ε.Ε., όμως δεν θα είναι αυτό που θα σφραγίζει την ταυτότητα της Ευρώπης».
Αυτά αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, το Stratfor στην πρόγνωσή του για την επόμενη δεκαετία, σημειώνοντας παράλληλα ότι «δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η ευρωπαϊκή ενότητα έμοιαζε να αντιπροσωπεύει μια ιστορική δύναμη την οποία δεν μπορούσε κανείς να ανακόψει».
Φαίνεται, όμως, ότι η κρίση που ξέσπασε το 2008 στον πλανήτη, με την κατάρρευση της αμερικανικής Lehman Brothers, για να συνεχιστεί φτάνοντας να πλήξει τους ίδιους τους πυλώνες της «ευρωπαϊκής ενοποίησης», έχει αλλάξει ριζικά τις ισορροπίες και έχει καταρρίψει μύθους και θέσφατα πολλών δεκαετιών. Η σημερινή εικόνα μοιάζει να είναι απολύτως προσωρινή και μεταβατική, προς ένα νέο σύστημα ισορροπιών, το οποίο κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει απολύτως πώς θα είναι. Ακόμη και οι ισχυροί και κυρίαρχοι δεν μπορούν να θεωρούν δεδομένη τη θέση τους -με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία.
Όπως σημειώνει, άλλωστε, το αμερικανικό ινστιτούτο, «αναμένουμε ότι η Γερμανία θα αντιμετωπίσει σοβαρές οικονομικές αναταράξεις και ανατροπές μέσα στην επόμενη δεκαετία», καθώς η εξαρτώμενη από τις εξαγωγές οικονομία της είναι η περισσότερο ωφελημένη από την ενιαία αγορά της Ευρώπης, όμως θα είναι και ο μεγάλος χαμένος από την επιδείνωση της κρίσης στην Ευρωζώνη και το εντεινόμενο ρεύμα του Ευρωσκεπτικισμού.
Από την άλλη, οι αναλυτές χαρακτηρίζουν την Πολωνία ως την αναδυόμενη ευρωπαϊκή δύναμη, η οποία «θα βρεθεί στο επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης, με παράλληλη διεύρυνση της πολιτικής της επιρροής».