Η αίσθηση μου είναι ότι για να προσεγγίσουμε το θέμα της πραγμάτωσης της φιλοσοφίας, δηλαδή πώς μπορεί ο φιλοσοφικός λόγος να αναπτυχτεί σε ένα άνθρωπο και να γίνει τρόπος ζωής, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάμε πολύ πίσω στην έναρξη της φιλοσοφίας και να την δούμε από την σκοπιά μιας Φιλοσοφικής Σχολής.
Αυτοί οι πρωτεργάτες της φιλοσοφίας γιατί είχαν καταλήξει άραγε στο συμπέρασμα ότι η φιλοσοφία μπορεί να πραγματωθεί μονό στο πλαίσιο της ορισμένης κοινής ζωής σε μια Σχολή και στον διάλογο ανάμεσα σε μαθητές και καθηγητές;
Αυτό έγινε σχεδόν με την έναρξη της φιλοσοφίας και μετά τον θάνατο του Σωκράτη και εκτός από τον Πλάτωνα, Φιλοσοφικές Σχολές, για να υπηρετήσουν την φιλοσοφική Παιδεία, ίδρυσαν ο Αντισθένης, ο Μεγαρεύς Ευκλείδης, ο Αρίστιππος, ο Ισοκράτης και μετά ο Αριστοτέλης. Στην συνέχεια έχουμε την ίδρυση Σχολών στην Ελληνιστική περίοδο, στην εποχή της Αυτοκρατορίας και η Ιστορία αυτή τελειώνει με την επικράτηση του Χριστιανισμού και από τότε η φιλοσοφία πια ακολουθεί ένα άλλο δρόμο.
Σε όλες αυτές τις Σχολές πάντως, κοινή ήταν η πεποίθηση ότι ο ζωντανός λόγος και η κοινή ζωή είναι αυτά που πραγματώνουν την φιλοσοφική Παιδεία. Ο Σενέκας μας λέει κάπου ότι ο Μιτροφόρος, ο Έρματος, ο Πολύαιμος υπήρξαν σπουδαίοι άνθρωποι όχι τόσο γιατί παρακολούθησαν τα μαθήματα του Επικούρου αλλά από την ζωή που μοιραστήκαν μαζί του, γιατί μακρύς είναι ο δρόμος των συμβουλών αλλά σύντομος και αλάνθαστος ο δρόμος των παραδειγμάτων.
Έχουμε από αυτή την κοινή στάση και διάθεση ένα δεδομένο. Ότι κατ’ αρχήν η φιλοσοφική παιδεία είναι προφορική παιδεία και απαιτεί κοινή ζωή για να διαμορφώσει ένα τρόπο ζωής σύμφωνα με την φιλοσοφία.
Θα προσπαθήσω εδώ να περιγράψω για λίγο την Ακαδημία του Πλάτωνα κυρίως ως προς την μεθοδολογία της και έτσι να δούμε πως η πραγμάτωση της φιλοσοφίας, λόγος και ζωή ταυτίζονται.
Η Ακαδημία (Ακαδήμεια ήταν το πρώτο και σωστό όνομα) ουσιαστικά αποτέλεσε το πρότυπο όλων των μεταγενέστερων Σχολών αλλά και των σύγχρονων Πανεπιστημίων και Σχολείων.
Εκεί λοιπόν στην περιοχή της Ακαδημίας που είναι στον Κολωνό, εκεί στο ύψος του Σαρακάκη στην Λεωφόρο Αθηνών, απέναντι και πίσω, ήταν η Ακαδημία, σε ένα κτήμα του Πλάτωνα, που λειτούργησε για χίλια χρόνια. Η ανασκαφές λίγα πράγματα μας έχουν δώσει ως τώρα που είναι στάσιμες πολλές δεκαετίες τώρα. Αλλά ευτυχώς σώθηκε το πνεύμα της που βασιλεύει σε κάθε καλό Σχολείο και Πανεπιστήμιο ακόμα και στις Θεολογικές Σχολές, έτσι ως θεία δίκη, σε όλο τον κόσμο.
Ο Πλατών στη Ακαδημία συνδύασε το Σωκρατικό πνεύμα με την Πυθαγόρεια παράδοση. Από τον Σωκράτη πήρε την μέθοδο της έρευνας, τον τρόπο του διαλόγου, την εκπαιδευτική διαδικασία την ειρωνεία και από τους Πυθαγορείους την κοινοβιακή ζωή και την μαθηματική σκέψη και την δυνατότητα που αυτή σου δίνει για την έρευνα της φύσης και την αναβάθμιση του ανθρώπου. Ο σωκρατικός τρόπος ζωής και ο πυθαγόρειος ήσαν τα πρότυπα του.
Ο σκοπός του Πλάτωνα να προβεί σε αυτό το εγχείρημα ήταν καθαρά πολιτικός όπως και κάθε εγχείρημα των Ελλήνων γενικότερα. Ποτέ τα εγχειρήματα των Ελλήνων δεν έχουν ατομικό χαρακτήρα από την εποχή των Ομηρικών Επών ως την ημέρα που το αρχαίο πνεύμα έσβησε και το ιδανικό του μοναχισμού έγινε το πρότυπο, κάτι εντελώς βάρβαρο για κάθε Έλληνα.
Για τους Έλληνες η καταξίωση γίνεται στην πόλη, ο άνθρωπος γίνεται τέλειος όταν η πόλη του είναι καλή και η πόλη είναι καλή όταν οι πολίτες της είναι ενάρετοι. Ο Πλάτων το είδε αυτό μέσα από την φιλοσοφία. Δηλαδή η φιλοσοφία μπορεί να γεννήσει τέτοιους πολίτες και τέτοιες πόλεις. Είδε την φιλοσοφία σαν γνώση της δράσης, δράσης που στηρίζεται στον αυστηρό ορθολογισμό του Σωκράτη και των Πυθαγορείων αλλά και στο έρωτα για το καλό και την εσωτερική μεταστροφή.
Αλλά ας στραφούμε για να δούμε πως γινόταν η έρευνα και η εκπαίδευση στην Ακαδημία. Τι μάθαιναν και πως μάθαιναν την φιλοσοφία οι νεαροί υποψήφιοι πολιτικοί εκεί στην Ακαδημία. Κατ’ αρχήν να πούμε κάτι για τους Δάσκαλους που εκείνη την εποχή είχαν πάει να διδάξουν στην Ακαδημία.
Φυσικά ήσαν οι καλύτεροι καθηγητές του κόσμου εκείνης της εποχής. Σπεύσιπος, Ξενοκράτης, Εύδοξος, Ηρακλείδης ο Ποντικός, Αριστοτέλης, Θεαίτητος και πιθανολογούν όλοι ότι αν είχαμε έργα του Σπεύσιπου ή του Εύδοξου ή του Ξενοκράτη ίσως θα είχαμε μια άλλη εικόνα του Πλάτωνα.
Οι μαθητές ήσαν ίσως τα πιο καλά μυαλά από την νεολαία της Αθήνας αλλά και από αλλά μέρη της Ελλάδος και αναφέρονται και δυο μαθήτριες η Λασθενεία και η Αξιοθέα που και αυτές φορούσαν τον χιτώνα της σχολής ένα απλό μανδύα, συνήθεια που από τότε παρέμεινε στην εκπαίδευση, μαθητές και φοιτητές να φορούν ενδυμασία που τους διακρίνει από τους άλλους (εκτός από τα ελληνικά σχολεία). Οίκοθεν νοείται ότι γυμναζόντουσαν σε καθημερινή βάση και ασχολούνταν με όλα όσα στις Μούσες αντιστοιχούν. Αλλά στη εκπαίδευση που δινόταν το βάρος πρωταρχικά ήταν στις Επιστήμες και τα Μαθηματικά.
Δεν ασχολούνταν με τα μαθηματικά για να περιγράψουν την φύση αλλά με σκοπό επίσης ηθικό. Ήθελαν μέσω των μαθηματικών και της γεωμετρίας να καθάρουν το πνεύμα τους από τα μορφώματα των αισθήσεων. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα Μαθηματικά γεννηθήκαν στην Ακαδημία, οι έννοιες των αρχών, των αξιωμάτων, του ορισμού, του αιτήματος και του θεωρήματος που είναι προϋποθέσεις ορθών συλλογισμών. Όλα αυτά θα γίνουν αργότερα τα Στοιχεία του Ευκλείδη. Αυτά ας τα έχουμε κατά νου μια και τώρα θα δούμε την διαλεκτική που ήταν το μάθημα για ώριμους πια μαθητές της Σχολής.
Η διαλεκτική στην πιο απλή της έννοια συνιστά την συζήτηση μιας άποψης, αλλά αμέσως μετά είναι η τέχνη του συλλογισμού και του λογού. Ας αρχίσουμε από εδώ και να δούμε μια απλή άσκηση διαλεκτικής στην Ακαδημία.
Τίθεται μια θέση με μορφή ερωτηματική. Μπορεί να διδαχτεί η Αρετή; Ο ερωτών όπως ο Σωκράτης ήταν στην θέση του ουδέν οίδα και έθετε ερωτήσεις με σκοπό να καταρρίψει την άποψη του άλλου που ισχυριζόταν ας πούμε, ότι ήταν διδακτή η αρετή. Έτσι λοιπόν είχαμε μια επίθεση και μια άμυνα ταυτοχρόνως από τα δυο μέρη που έπρεπε να εξουδετερώνουν τις παγίδες που ο ένας έθετε στον άλλον.
Αλλά μην ξεχνάμε ότι και οι δυο οι συνομιλώντας είχαν μαθηματική παιδεία και έτσι η συζήτηση δεν εκτρεπόταν πως ο πιο ικανός θα επιβάλει την άποψη του, αλλά από την συζήτηση να ικανοποιηθούν πνευματικά και οι δυο, δηλαδή να ικανοποιήσουν την βαθύτατη λογική τους, να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του έλλογου λόγου, του αρχαιοελληνικού λόγου. Δεν μπορούσε ποτέ να υπάρξει αντιλογία χάριν της αντιλογίας (όπως κάνουν οι άθλιοι πολιτικοί μας) ή τοποθέτηση, εγώ αυτά είχα να πω τώρα εσύ κρίνε. Αυτό θα ήταν αδιανόητο.
Εκείνο που είναι βασικό στην διαλεκτική είναι η βαθιά επιθυμία των συνομιλητών να συζητήσουν. Έτσι, ενώ προσέρχονται στην συζήτηση όπως είναι, ο διάλογος τους επιβάλει να μπαίνει ο ένας στην θέση του άλλου και έτσι να υπερβαίνουν τους εαυτούς τους και να ανακαλύπτουν μέσα τους μια νέα αλήθεια που όταν προσήλθαν ούτε καν αυτοί γνώριζαν. Είναι η διαλεκτική με άλλα λόγια, μια κίνηση προς την καθολικότητα που ο λόγος επιβάλει.
Εδώ ας θυμηθούμε τον Σωκράτη που έλεγε ότι η γνώση γεννιέται από εμάς, από μέσα μας, με την σκέψη μας, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο σιωπηλός διάλογος της ψυχής μας με τον εαυτό της. Αυτή η ηθική αυτού του διάλογου δεν σημαίνει ότι πάντα κατισχύει ή ότι πάντα γεννά μια απόλυτη γνώση. Στην πραγματικότητα είναι μια συμφωνία δυο ανθρώπων που επιθυμούν να βρουν την αλήθεια και κάπου συμφωνούν σε ένα ανώτερο επίπεδο υπερβαίνοντας έτσι τις προσωπικές τους απόψεις που πριν είχαν.
Άλλωστε στην Ακαδημία οι διαφωνίες πάντα υπήρχαν ακόμα και προς τον Πλάτωνα αν σκεφτούμε πόσο διαφωνούσε ο Αριστοτέλης με τις ιδέες αλλά και άλλοι ή ακόμα ότι ο Εύδοξος θεωρούσε ως ύψιστο αγαθό την απόλαυση όπως ο Επίκουρος. Αυτό σηματοδοτεί την ακαδημαϊκή ελευθερία που είχε η Ακαδημία κάτι που από τότε ισχύει σε όλα τα Πανεπιστήμια Ιδρύματα.
Αν όμως δεχτούμε ότι υπήρχαν διαφωνίες τότε τι ένωνε αυτούς τους ανθρώπους στις φιλοσοφικέ σχολές της Ελλάδας; Τους ένωνε η αποδοχή της μορφής του διάλογου που ήταν και ο τρόπος ζωής. Ενώ δηλαδή προσέρχεσαι με δεδομένες απόψεις στον διάλογο στην πράξη του διάλογου υπερβαίνεις τον εαυτό σου από την γνώση αλλά και από τον θέληση για την αλήθεια.
Ακριβώς αυτή η ψυχική θέληση είναι ο πλατωνικός έρως. Λόγος και έρως μαζί επιφέρουν την μεταστροφή στο άτομο (αυτό ακριβώς έχουν πάρει και η χριστιανοί και μιλούν για μεταστροφή, ο λογος του Κυρίου και η αγάπη του μας μεταστρέφει, αλλά είναι άλλο πράγμα αυτό). Η άσκηση λοιπόν της έρευνας σε οδηγεί στην επιλογή του τρόπου ζωής που είναι ο φιλοσοφικός βιός, και για να μην ξεχάσω, κάνεις δεν μαθαίνει τίποτα παρά από εκείνο που αγαπά.
Αφού όμως παρεμβάλλεται ο έρωτας στην διαδικασία της γνώσης η γνώση δεν μπορεί ποτέ να είναι θεωρητική πρέπει να οδηγεί στην αλλαγή του εαυτού μας και άρα η γνώση είναι και συναίσθημα.
Αυτή είναι η μεγάλη προσφορά του Πλάτωνα στην ανθρωπότητα ότι η γνώση είναι πάντα ενδεδυμένη με την συγκίνηση. Οι καθηγητές δεν είχαν τότε γεννηθεί.
Ο Πλάτωνας στην εβδόμη επιστολή του ισχυρίζεται ότι δεν έγραψε και ούτε θα γράψει κανένα βιβλίο γι αυτή την γνώση που αναβλύζει στην ψυχή σε αυτούς που έχουν εξοικειωθεί με αυτή την δραστηριότητα. Τότε αυτοί οι διάλογοι που μας άφησε και που τους διάβαζε τα απογεύματα στην Ακαδημία τι είναι; Είναι βιβλία που είχαν σκοπό όχι να πληροφορήσουν αλλά να διαμορφώσουν για τους αναγνώστες μια οδό. Όποιος διαβάζει τον Πλάτωνα κα περιμένει να δει ένα ολοκληρωμένο σύστημα της πραγματικότητας είναι εντελώς ανόητος. Ο Πλατών απλά έχει σαν στόχο να εξοικειώσει κάποιον με τις απαιτήσεις του Ορθού Λόγου και την επιθυμία του κάλου και τίποτα πέραν αυτού.
Σε κανένα διάλογο δεν μας λέει τι είναι οι Μορφές, τι είναι ο Λόγος, τι είναι το Κάλλος τι είναι η Αρετή. Και πώς να μας το πει όταν αυτά διαφεύγουν πάντως γλωσσικού ιδιώματος και πάντως ορισμού και δεν είναι τίποτα άλλο στο τέλος παρά βιωμένη εμπειρία που γι αυτή δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Απλά την ζούμε.
Με αλλά λόγια μέσα από την επιθυμία και τον διάλογο δεν παράγεται θεωρητικός λόγος αλλά βιωματική εμπειρία αλλά ώσπου να φθάσεις στην σιωπή απαιτείται λόγος και έρως.