«Τα μέλη του ΕΣΡ, συνεχώς εγείρουν και νέες αξιώσεις. Έχουν παρέλθει 7 μήνες από τη συγκρότηση του φορέα κι ακόμη δεν έχουν “πιάσει μολύβι”. Παρά ταύτα, κόπτονται, σε καιρό οξύτατης κρίσης, συνεχώς για την “τσεπούλα” τους».
Αυτό δήλωσε ο πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος και ανεξάρτητος βουλευτής Νίκος Νικολόπουλος, επικαλούμενος δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία το ΕΣΡ ζήτησε να εξαιρεθούν τα μέλη του, που έχουν συνταξιοδοτηθεί, από την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού νόμου.
Ο κ. Νικολόπουλος ανέφερε στη δήλωσή του ότι «μόλις πριν τρεις μήνες η Κυβέρνηση ψήφισε τροπολογία που προέβλεπε επιπλέον αμοιβή για τα συνταξιούχα μέλη του ΕΣΡ, πέραν όσων λαμβάνουν μέχρι σήμερα, προκειμένου ν΄ αντισταθμισθούν οι απώλειες από την αναστολή της σύνταξής τους.
»Τώρα ζητούν να συμπεριληφθούν σε προνομιακή λίστα του ασφαλιστικού συστήματος, ενώ όλοι οι υπόλοιποι χειμαζόμενοι συνταξιούχοι, πολλών άλλων κλάδων, “ας πάνε να κουρεύονται”.
»Το πολιτικό σύστημα τους τίμησε και έχει κατοχυρώσει τον ρόλο τους, όμως τα μέλη του ΕΣΡ επιδεικνύουν μια ακατανόητη στάση. Κι όλα αυτά για 200 ευρώ, απ’ ότι πληροφορούμαι, που γι’ αυτούς είναι ποσό ασήμαντο, μπροστά στα 1.800- 4.500 ευρώ, που είναι οι αμοιβές τους, συν 500 ευρώ μηνιαίως ως έξοδα παράστασης!».
Ο κ. Νικολόπουλος αναρωτήθηκε αν «θα ασχοληθούν επιτέλους με το έργο το οποίο έχουν αναλάβει» και «γιατί κωλυσιεργούν» επισημαίνοντας ότι «κάποιοι κακόβουλοι συζητούν μάλιστα ότι ίσως εγείρουν αξιώσεις προκειμένου να μην προχωρήσει ο διαγωνισμός…».
Ο ανεξάρτητος βουλευτής τόνισε ότι τα μέλη του ΕΣΡ με τη συμπεριφορά τους «βλάπτουν και υπονομεύουν εξώφθαλμα τα συμφέροντα του Δημοσίου και συνακόλουθα ευνοούν σκανδαλωδώς τους καναλάρχες που δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη. Η ανοχή παρήλθε προ πολλού. Η απραξία των μελών του ΕΣΡ εξοργίζει. Ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους δεν συνάδει με το δημόσιο αίσθημα και δεν υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον».
Τέλος ο κ. Νικολόπουλος ανακοίνωσε ότι «ήδη το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδος έχει αποφασίσει να καταθέσει μηνυτήρια αναφορά, θέτοντας πρώτος την υπογραφή μου εγώ ως Πρόεδρος και καλώντας όσους συμπατριώτες επιθυμούν, να συνυπογράψουν, για να μην έχει ουδείς την αίσθηση σ’ αυτό τον τόπο ότι βρίσκεται υπεράνω των νόμων».