Είναι εκπληκτικό ότι τη στιγμή που καταρρέει το Ισλαμικό Κράτος στη Μέση Ανατολή και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, μετά την εκλογή Τραμπ, για συγκλίσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, που θα επιτρέψουν την εξάλειψή του, έρχεται στο προσκήνιο μια άλλη μορφή αντιπαραθέσεως, μεταξύ του Ισλάμ και των χριστιανικών ευρωπαϊκών χωρών.
Πρωταγωνιστής στη νέα αυτή αντιπαράθεση, που θυμίζει το οθωμανικό παρελθόν, είναι η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να καταδείξει τόσο έντονα τον δρόμο που έχει διανυθεί στην εσωτερική πολιτική ζωή της Τουρκίας και την αναστροφή είναι που έχει συντελεσθεί.
Το ιδεολογικό θεμέλιο του καθεστώτος του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ο εξευρωπαϊσμός και ο παραμερισμός του Ισλάμ ως προτύπου και ως ιδεολογίας πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως.
Ο προσανατολισμός αυτός οδήγησε στη δημιουργία ενός αυταρχικού καθεστώτος, πίσω από μια βιτρίνα δημοκρατικών θεσμών, με θεσμικό εγγυητή τον Στρατό.
Ο Ερντογάν και το κόμμα του (ΑΚΡ/ Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) ανήλθαν στην εξουσία με αμερικανική ανοχή και ενθάρρυνση.
Είχαν ήδη μεσολαβήσει μια σειρά παράγοντες, που άλλαξαν καταλυτικά τα δεδομένα:
Η εσωτερική φθορά και απαξίωση του Κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, η οποία επανέφερε στο προσκήνιο το μέλλον των μουσουλμανικών πληθυσμών της πρώην ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με έναν νέο γεωπολιτικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Ευρασίας.
Η άνοδος διεθνώς του ριζοσπαστικού Ισλάμ, ιδιαίτερα μετά τον πρώτο πόλεμο του Αφγανιστάν και την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν.
Το αυξημένο βάρος που απέκτησαν στον αραβικό κόσμο οι έντονα ισλαμικές αραβικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σε συνδυασμό με τον επίσης έντονο γεωπολιτικό ανταγωνισμό με το σιιτικό Ιράν.
Οι χώρες αυτές με τις τεράστιες χρηματικές δυνατότητες, κατά πρώτο λόγο η Σαουδική Αραβία, απεμακρύνθησαν σταδιακά από την πολιτική εσωστρέφειας που τις χαρακτήριζε μέχρι προσφάτως και ανέλαβαν ενεργό ρόλο παρεμβάσεων στον αραβικό κόσμο και επηρεασμού των γεγονότων.
Η εξωστρεφής δράση τους, λόγω καθεστωτικής ιδεολογίας έγινε συνώνυμη με την υποστήριξη ακραίων ισλαμικών δράσεων και γενικώς της ισλαμικής πολιτικής ιδεολογίας.
Ορόσημο στην εξωστρεφή αυτή μεταστροφή της Σαουδικής Αραβίας έγινε η άνοδος στην εξουσία των σιιτών στο γειτονικό Ιράκ μετά την αμερικανική επέμβαση και την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν.
Η Σαουδική Αραβία αντιμετώπισε την εξέλιξη αυτή ως άμεση απειλή και επικίνδυνη γεωπολιτική ανατροπή υπέρ του ανταγωνιστικού σιιτικού Ιράν.
Η αμερικανική πολιτική, με αφετηρία την Τουρκία, εγκατέλειψε σταδιακά το δόγμα της αναχαιτίσεως του Ισλαμισμού και υιοθέτησε σταδιακά το δόγμα της ανοχής και της υποστηρίξεως ενός ήπιου Ισλάμ, το οποίο θα μπορούσε να είναι «δημοκρατικό», φιλοδυτικό και αναπτυξιακό.
Η Τουρκία, με το ΑΚΡ και τον Ταγίπ Ερντογάν, θα μπορούσε να γίνει το πρότυπο και η πρωτοπορία ενός τέτοιου Ισλάμ, το οποίο στη συνέχεια θα διαδιδόταν ευρύτερα και θα επηρέαζε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο.
Προέκταση και μετεξέλιξη της αμερικανικής αυτής πολιτικής έγινε η περιβόητη «αραβική άνοιξη», που άρχισε στην Τυνησία και, μετά τις δραματικές αλλαγές στη Λιβύη και την Αίγυπτο, κατέληξε στον πόλεμο της Συρίας και στη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους.
Η χρεοκοπία της αμερικανικής αυτής πολιτικής έγινε καταφανής και στη Λιβύη και στην Αίγυπτο.
Στη Συρία όμως ανεδείχθη με τραγικό τρόπο μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει μια πολιτική που, με στρατηγική «μυωπία», μικρόνοια και ανευθυνότητα, επενδύει στο ακραίο Ισλάμ, αναδεικνύοντάς το σε πολιτική δύναμη.
Το Ισλαμικό Κράτος αυτονομήθηκε από τους αρχικούς χειραγωγούς του και έθεσε ως φιλόδοξο στόχο τη δημιουργία Χαλιφάτου.
Οι δε σουνιτικές χώρες Σαουδική Αραβία, Κατάρ και Τουρκία, που είχαν πρωτοστατήσει στο σενάριο ανατροπής του Άσαντ, με υβριδικό πόλεμο και με κύρια δύναμη τους ακραίους ισλαμιστές, επίσης αυτονομήθηκαν από την αμερικανική πολιτική και επεδίωξαν στο πεδίο της μάχης τους δικούς τους στόχους, με κοινό ιδεολογικό παρονομαστή το Ισλάμ.
Ο αυτοεγκλωβισμός των ΗΠΑ σε μια πολιτική που τις ταύτιζε με το ακραίο Ισλάμ τις οδήγησε σε στρατηγικό αδιέξοδο, το οποίο άνοιξε τον δρόμο στη ρωσική επέμβαση στη Συρία και σε αναδιάταξη των στρατηγικών συσχετισμών στην περιοχή.
Ο «σουλτάνος» αναβιώνει τον θρησκευτικό ανταγωνισμό
Ο Ερντογάν κινήθηκε σε πρώτη φάση στο πλαίσιο της πολιτικής του ήπιου Ισλάμ, υποστηρίζοντας την πολιτική του ευρωπαϊκού προσανατολισμού ως αντίβαρο στην εχθρότητα του στρατιωτικού κατεστημένου, που παρέμενε προσηλωμένο στον θεσμικό ρόλο του Στρατού, σύμφωνα με τις υποθήκες του Κεμάλ.
Όταν όμως κατόρθωσε να αναλάβει την πραγματική εξουσία, άρχισε να διαμορφώνει και καθαρότερα την πολιτική της αποκαταστάσεως και της προβολής του οθωμανικού παρελθόντος.
Τομή από την άποψη αυτή αποτέλεσε ο πόλεμος στη Συρία.
Η Τουρκία του Ερντογάν βρήκε στην αμερικανική πολιτική Ομπάμα – Κλίντον την ευκαιρία να εκδηλώσει, από κοινού με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, μια απροκάλυπτη ισλαμική πολιτική, με την προσδοκία μεγάλων γεωπολιτικών κερδών στην περίπτωση ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ αλλά και παγιώσεως μιας νέας ισλαμικής δυνάμεως στην περιοχή, με ηγέτη την Τουρκία.
Η ρωσική παρέμβαση στη Συρία ανέτρεψε τις προοπτικές αυτές.
Η αμερικανική πολιτική, ακόμη και επί Ομπάμα – Κλίντον, αναγκάσθηκε ν’ αναδιπλωθεί ενώπιον της πρωτοφανούς ισλαμικής βαρβαρότητας και της μετεξελίξεως του Ισλαμικού Κράτους σε διεθνή ισλαμική τρομοκρατική απειλή.
Η εκλογή Τραμπ, με τη σαφώς διακηρυγμένη πολιτική για συντριβή του ISIS, άλλαξε περαιτέρω το σκηνικό.
Η Άγκυρα επεχείρησε τώρα να αντιστρέψει τους ρόλους και να εμφανισθεί από στυλοβάτης των ακραίων ισλαμιστών στη Συρία ως δήθεν πολέμιός τους.
Η μεταστροφή έγινε υπό το βάρος της συγκρούσεως με τη Ρωσία, μετά την κατάρριψη του ρωσικού Σουχόι Su-24, αλλά κυρίως του εφιάλτη της Τουρκίας, που ανέκυψε ως παράπλευρη συνέπεια των επεμβάσεών της στη Συρία: της δημιουργίας, δηλαδή, στα νότια σύνορά της μιας νέας Αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής.
Το θέμα αυτό αντιμετωπίζεται από την Άγκυρα ως ύψιστη εθνική απειλή, γιατί η τελευταία το θεωρεί ως το πρώτο βήμα για τη δημιουργία παρόμοιας Αυτόνομης Περιοχής και στο τουρκικό Κουρδιστάν.
Πολύ περισσότερο όταν στην περίπτωση της Συρίας το κουρδικό κόμμα (PYD) και οι μάχιμές του δυνάμεις (YPG) έχουν στενούς πολιτικούς δεσμούς με το ΡΚΚ του τουρκικού Κουρδιστάν.
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρωταρχικός στόχος της τουρκικής πολιτικής έγινε η αποτροπή της δημιουργίας της Αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής στη Συρία και ειδικότερα η αποτροπή της συγκλίσεως Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Στο πνεύμα αυτό, η Άγκυρα ανέλαβε την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» με στόχο να διαλύσει ουσιαστικά την Αυτόνομη Κουρδική Περιοχή, καταλαμβάνοντας αρχικά την Αλ Μπαμπ και σχεδιάζοντας, στη συνέχεια, την προέλαση προς τη Μανμπίζ (Ιεράπολη) και τη Ράκα (Καλλίνικη).
Ο Ταγίπ Ερντογάν, παρά τους διπλωματικούς ελιγμούς του και το παιχνίδι ισορροπίας και επαμφοτερισμού μεταξύ των δύο μεγάλων, ανεκάλυψε γρήγορα τα όρια των φιλοδοξιών του προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι ρωσικές δυνάμεις, σε συνεργασία με τον συριακό Στρατό, υπερφαλάγγισαν από τον Νότο την Αλ Μπαμπ και προωθήθηκαν προς την Ιεράπολη.
Οι Αμερικανοί, σε συνεργασία με τους Κούρδους, προωθήθηκαν επίσης από τον Βορρά προς την Ιεράπολη.
Απέρριψαν ταυτοχρόνως το δίλημμα που τους έθεσε η Άγκυρα -ή με εμάς ή χωρίς εμάς- και επέλεξαν τους Κούρδους ως συμμάχους για την προέλαση προς τη Ράκα.
Η κατάσταση αυτή έφερε σε δεινή θέση την Άγκυρα.
Οι διακηρύξεις της, ότι θα προελάσει προς την Ιεράπολη και τη Ράκα, βρίσκονται τώρα αντιμέτωπες με τις δύο υπερδυνάμεις.
Η ισλαμική πολιτική που ακολούθησε στη Συρία και στο Ιράκ καταλήγει σήμερα στην πληρωμή ενός πολύ υψηλού τιμήματος και σε στρατηγικό αδιέξοδο.
Η εξέλιξη αυτή δεν ανακόπτει όμως τον ισλαμικό ζήλο του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος με την πολιτική της αποκαταστάσεως του Οθωμανισμού, αποκαθιστά επίσης τον κινητήριο ρόλο του Ισλάμ ως κρατικής ιδεολογίας.
Πρώτος στόχος του καθεστώτος του είναι να επιτευχθεί η νίκη στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου.
Η τελευταία, εάν τελικά επιτευχθεί, θα καταστήσει τον Ταγίπ Ερντογάν κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού για μια ολόκληρη νέα περίοδο.
Θα μεταλλάξει επίσης σε σταθερή βάση, το πολιτικό καθεστώς της Τουρκίας, πάνω σε μια μονοκρατορική ισλαμική βάση, που θα προσομοιάζει σε πολλά με το οθωμανικό αυτοκρατορικό παρελθόν.
Απροκάλυπτα επεκτατική λόγω οθωμανικής παλινδρόμησης
Η παλινδρόμηση στο οθωμανικό παρελθόν δεν εξαντλείται, προφανώς, στο φολκλόρ της επιστροφής στις ιστορικές οθωμανικές ενδυμασίες μέχρι τις στρατιωτικές στολές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενέχει μεγάλες φιλοδοξίες αναβιώσεως του οθωμανικού μεγαλείου και ανακτήσεως παλαιών οθωμανικών εδαφών και ζωνών επιρροής.
Στο πνεύμα αυτό, ο πρωταγωνιστής της οθωμανικής και της ισλαμικής αποκαταστάσεως, Ταγίπ Ερντογάν, απορρίπτει ως πρότυπο αναφοράς τον Κεμάλ Ατατούρκ και τη Συνθήκη της Λωζάννης πάνω στην οποία στηρίχθηκε η δημιουργία της Τουρκίας ως εθνικού και κοσμικού κράτους.
Αναφέρεται στην οθωμανική παράδοση και στο ορόσημο της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η τελευταία εορτάζεται επί Ερντογάν μεγαλοπρεπώς, με αναπαραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις.
Η πολιτική οθωμανικού μεγαλείου περιλαμβάνει, προφανώς, φιλοδοξίες αναδείξεως της Τουρκίας σε μεγάλη δύναμη και επαναφοράς υπό τουρκικό έλεγχο παλαιών οθωμανικών εδαφών, προς κάθε κατεύθυνση.
Το στρατηγικό αδιέξοδο στη Συρία και στο Ιράκ αντιμετωπίζεται ως μια προσωρινή κατάσταση που μπορεί στο μέλλον να αλλάξει κάτω από την πίεση της ανερχόμενης τουρκικής ισχύος.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος και εφιάλτης στην περίπτωση αυτή είναι οι Κούρδοι.
Η Τουρκία έχει, βεβαίως, μεγάλες φιλοδοξίες και στα δυτικά, κατ’ αρχήν σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου αλλά και σ’ ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων.
Οι φιλοδοξίες αυτές συμπίπτουν με μια νέα περίοδο διαφαινόμενης μεγάλης αστάθειας και κρίσεως στα Βαλκάνια.
Ένα πρώτο επίκεντρο είναι τα Σκόπια, σε συνδυασμό με τις αλβανικές φιλοδοξίες.
Η Αλβανία του Έντι Ράμα προωθεί στενές σχέσεις με την Άγκυρα σε όλους τους τομείς και προσβλέπει στην «προστασία» της Τουρκίας σε συνδυασμό με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών και του NATO.
Ένα δεύτερο επίκεντρο είναι το Κοσσυφοπέδιο, η ηγεσία του οποίου προωθεί τη δημιουργία τακτικού στρατού, κατά παραβίαση των Συνθηκών με βάση τις οποίες αναγνωρίσθηκε η αυτονόμηση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία.
Ένα τρίτο επίκεντρο είναι η Βοσνία. Η επιβολή ενός καθεστώτος «τριζωνικής ομοσπονδίας», με βάση τις Συμφωνίες του Ντέιτον, έχει φτάσει σε οριακό σημείο και μια νέα κρίση μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή.
Μπορεί να προσλάβει, μάλιστα, χαρακτήρα μεγάλης θρησκευτικής συγκρούσεως, με την παρεμβολή φανατικών ισλαμιστών απ’ όλο τον κόσμο, που αναζητούν νέο πεδίο δράσεως μετά τη Συρία.
Η επέμβαση του NATO τη δεκαετία του ’90 δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει το αντίπαλο δέος μιας Σοβιετικής Ενώσεως ή της σημερινής Ρωσίας του Πούτιν.
Τα πράγματα όμως σήμερα είναι πολύ διαφορετικά.
Δεν έχει επίσης αποσαφηνισθεί ακόμη εάν η αμερικανική πολιτική στα Βαλκάνια παραμένει αμετάβλητη και μετά την εκλογή Τραμπ.
Η βαθιά κρίση επίσης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως μειώνει καταλυτικά την επιρροή και τον ρόλο της ως παράγοντα σταθερότητας και προοπτικής στα Βαλκάνια.
Ήδη η Σερβία, ενώπιον των διαφαινομένων κινδύνων, απομακρύνεται από την πολιτική εντάξεως στην EE και συσφίγγει τους πολιτικούς και αμυντικούς της δεσμούς με τη Ρωσία.
Στο στόχαστρο τα κοιτάσματα από Καστελόριζο μέχρι Κύπρο
Προσφάτως, η Αγκυρα έχει πολλαπλασιάσει τις προκλήσεις και τις Navtex για ασκήσεις και παράνομες έρευνες στον χώρο της ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου, ιδιαίτερα στην ευθεία γραμμή από το Καστελόριζο ως την Πάφο.
Είναι γνωστή η τουρκική εμμονή με το Καστελόριζο, το οποίο η Άγκυρα θέλει να αποκλείσει από οποιαδήποτε επήρεια στην ΑΟΖ της Ελλάδος, με την οποία η τελευταία προεκτείνεται ως την ΑΟΖ της Αιγύπτου.
Η Άγκυρα δραστηριοποιείται παραλλήλως στην κυπριακή ΑΟΖ, προβάλλοντας αδιανόητες διεκδικήσεις και θέλοντας να στείλει το μήνυμα ότι θα εμποδίσει οποιαδήποτε αξιοποίηση του φυσικού αερίου της Κύπρου πριν από τη «λύση» ή χωρίς την αποδοχή των τουρκικών όρων για ισότιμη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων.
Η ενδοτική πολιτική που ακολούθησαν οι δύο τελευταίοι πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας, Χριστόφιας και Αναστασιάδης, και οι αντίστοιχες ηγεσίες των κομμάτων τους, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, έχουν φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την κυπριακή πλευρά.
Το φιάσκο της Πενταμερούς Διασκέψεως στη Γενεύη ανέδειξε, για άλλη μια φορά, τα απίστευτα όρια της τουρκικής αδιαλλαξίας και αλαζονείας.
Η τουρκική πλευρά, παρά τις απαράδεκτες και αδιανόητες υποχωρήσεις στις οποίες προέβη ο πρόεδρος Αναστασιάδης, ανατρέποντας ουσιαστικά όλες σχεδόν τις «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής πλευράς, απάντησε με πλήρη αδιαλλαξία και νέες αξιώσεις.
Προέταξε το θέμα της αποδόσεως των τεσσάρων ευρωπαϊκών ελευθεριών σε όλους τους Τούρκους υπηκόους ως προϋπόθεση για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών.
Τις τελευταίες διέκοψε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Μουσταφά Ακιντζί, με πρόσχημα την απόφαση που υιοθέτησε η Κυπριακή Βουλή για τον εορτασμό στα σχολεία, ως ιστορικού γεγονότος, του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ανέλαβε, σε συνεργασία με την Άγκυρα, μια θορυβώδη εκστρατεία κατά της ελληνικής πλευράς, με καταγγελίες ότι δήθεν δεν παραιτήθηκε από τον στόχο της Ενώσεως και ότι τον καλλιεργεί ως ιδεολογία στη νέα γενιά.
Πραγματικός στόχος της τουρκικής πλευράς είναι, βεβαίως, η συγκάλυψη της τουρκικής αδιαλλαξίας, που οδήγησε σε αδιέξοδο τις διακοινοτικές συνομιλίες, και η επίρριψη των ευθυνών στην ελληνική πλευρά.
Η βρετανική διπλωματία, διά του εκπροσώπου του γενικού γραμματέα του OHE για το Κυπριακό, Έσπεν Μπαρθ Άιντα, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι εγκάθετος της βρετανικής και της αμερικανικής διπλωματίας, υπό τον μανδύα του OHE έσπευσε να προτείνει παζάρι μεταξύ των τεσσάρων ευρωπαϊκών ελευθεριών και των θέσεων της Τουρκίας για εγγυήσεις και παραμονή τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη «λύση».
Να γίνουν, δηλαδή, σιωπηρά αποδεκτές οι τουρκικές θέσεις για τις εγγυήσεις και την παραμονή στρατευμάτων έναντι παραιτήσεως της Τουρκίας από τις τέσσερις ελευθερίες ή εξευρέσεως μιας συμβιβαστικής φόρμουλας γι’ αυτές, κατά το πρότυπο Πορτογαλίας – Βραζιλίας.
Επαναφορά του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου
Η Κύπρος, με την ακολουθούμενη αυτοκαταστροφική πολιτική του Κυπρίου προέδρου και των ηγεσιών των δύο κομμάτων ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, έχει φτάσει κυριολεκτικά σε σημείο θανάσιμου κινδύνου, υπό τη μορφή μιας δήθεν «λύσεως» με την οποία, στην περίπτωση που αυτή καθίστατο δυνατή, ολόκληρη η Μεγαλόνησος θα περιερχόταν υπό τον στρατηγικό έλεγχο της Άγκυρας.
Η τελευταία, μέσω ακριβώς αυτής της «λύσεως», θα έθετε υπό τον άμεσο έλεγχό της και τα μεγαλύτερα ενεργειακά κοιτάσματα της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου.
Τα υπόλοιπα θα ήταν υπό τον «ισότιμο» έλεγχο των δύο συνιστώντων κρατών.
Η Αθήνα, με την ακολουθούμενη επί πολλά χρόνια πολιτική ότι «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», άφησε ελεύθερο το πεδίο στην Κύπρο για να ασκηθούν ασύδοτα ξένες επιρροές και να ποδηγετηθεί η κυπριακή ηγεσία σε απαράδεκτες, καταστροφικές πολιτικές.
Η κατακόρυφη άνοδος των τουρκικών απειλών σήμερα, από το Βόρειο Αιγαίο και το Καστελόριζο ως την Κύπρο, επιτάσσουν άμεση αναθεώρηση των πολιτικών αυτών και εθνική εγρήγορση.
Η επαναφορά του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου είναι στοιχειώδης πράξη φρονήσεως και αμυντικής προετοιμασίας για τους τουρκικούς εκβιασμούς που προδιαγράφονται στον ορίζοντα.
Η κυπριακή ΑΟΖ, όπως, άλλωστε, και αυτή της Ελλάδος, κρύβει στον βυθό της τεράστια ενεργειακά αποθέματα.
Πιθανολογείται ότι στην κυπριακή ΑΟΖ βρίσκεται ένα άλλο κοίτασμα «Αλ Zoρ», όπως αυτό στη γειτονική αιγυπτιακή ΑΟΖ, ένα από τα μεγαλύτερα του πλανήτη.
Θα ήταν τραγικό και ανάξιο να αφεθεί η Κύπρος ανυπεράσπιστη να κατολισθήσει σε μια αυτοκαταστροφική «λύση», που θα τη μετέτρεπε σε τουρκικό εφαλτήριο στη Μέση Ανατολή και θα επέτρεπε στην Άγκυρα ν’ αρπάξει το φυσικό της αέριο.
Σήμα κινδύνου από την ισλαμική μετεξέλιξη
Η σημερινή θεαματική αντιπαράθεση της Άγκυρας με την Ευρώπη, μ’ επίκεντρο την Ολλανδία, είναι εικόνα από το τουρκικό ισλαμικό μέλλον, στην περίπτωση που κατορθώσει να παγιώσει το καθεστώς του ο Ερντογάν και να του δώσει συνέχεια, αλλά επίσης εικόνα από το ευρωπαϊκό μέλλον.
Η Ευρώπη, υπό την επήρεια των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης, των ανοικτών συνόρων στη μετανάστευση και τη λαθρομετανάστευση και της προπαγάνδας για την περιβόητη «πολυπολιτισμική» κοινωνία, δέχθηκε στους κόλπους της εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, ξένους μετανάστες, στη μεγάλη τους πλειονότητα μουσουλμάνους.
Η υπόθεση της ομαλής εντάξεώς τους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και της «πολυπολιτισμικής» αρμονίας κατέρρευσε παταγωδώς, ιδίως μετά την έκταση που πήρε η επέλαση των μεταναστών και των προσφύγων από τη Μέση Ανατολή και η άνοδος, ως διεθνούς κινήματος, του ακραίου Ισλαμισμού.
Η αντίδραση σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είναι έντονη και εκφράζεται πολιτικά από την άνοδο εθνικιστικών και αντιμεταναστευτικών κινημάτων.
Οι τουρκικές μουσουλμανικές κοινότητες είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη και η πορεία της Τουρκίας προς έναν αυταρχικό Ισλαμισμό, με τον Ταγίπ Ερντογάν, έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις και στις κοινότητες αυτές αλλά και στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Η ισλαμική μετεξέλιξη της Αγκυρας και ο τουρκικός ζηλωτισμός υπέρ των μουσουλμάνων στην Ευρώπη θέτουν υπό μια νέα οπτική γωνία και υπό νέες προϋποθέσεις το θέμα της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που κυριάρχησε, κατά την προηγούμενη περίοδο, ως στόχος και πολιτικό ιδεολόγημα.
Η Τουρκία, με την πολιτική και τις φιλοδοξίες Ερντογάν, επιλέγει στην πράξη έναν άλλο ρόλο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιδιώκει στρατηγικές σχέσεις με την Ευρώπη για λόγους γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων.
Ο ρόλος αυτός παραπέμπει από πολλές απόψεις σε σχέσεις ισχύος που είχε στο παρελθόν η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την Ευρώπη.
Παραπέμπει επίσης σε σχέσεις θρησκευτικού ανταγωνισμού με την Ευρώπη, εφόσον το Ισλάμ επαναφέρεται ως επίσημη κρατική ιδεολογία.
Ποια είναι τα συμπεράσματα, τα οποία πρέπει να συναγάγει η Ελλάδα από τις εξελίξεις αυτές, που την αφορούν άμεσα;
Θα έλεγε, μάλιστα, κανείς ότι αυτά που είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για την Ελλάδα σημαίνουν σύγκρουση.
Ειδοποιός διαφορά των ελληνοτουρκικών εντάσεων είναι οι απροκάλυπτες τουρκικές εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος και ο στρατηγικός στόχος της υφαρπαγής του ενεργειακού πλούτου της ελληνικής ΑΟΖ, της διχοτομήσεως του Αιγαίου και της ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με την Κύπρο.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην αρχή μιας νέας περιόδου. Οι αυταπάτες που χρησιμοποιήθηκαν ως άλλοθι μιας ενδοτικής – κατευναστικής πολιτικής, ότι η Τουρκία θα εξευρωπαϊσθεί και θα ενταχθεί στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανόνων, δεν έχουν σήμερα κανένα έρεισμα και κανένα πρόσχημα.
Η Ελλάδα πρέπει να προετοιμάσει την άμυνά της σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Μόνη εγγύηση ειρήνης και ασφάλειας σήμερα είναι η ελληνική ικανότητα αποτροπής.
Η κρίσιμη αυτή περίοδος συμπίπτει με τη μεγάλη οικονομική κρίση που εξουθενώνει και αποδυναμώνει τη χώρα.
Θα πρέπει και στον τομέα αυτό να ληφθούν γρήγορα αποφάσεις.
Η ακολουθούμενη πολιτική είναι αδιέξοδη: η χώρα πρέπει να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία και την ικανότητα ασκήσεως εθνικής στρατηγικής και εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
Η κρίση στην Ευρώπη διευκολύνει την πολιτική αυτή, μειώνοντας το συνεπαγόμενο κόστος και τους πολιτικούς κινδύνους.
Διευκολύνεται επίσης από την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ και την απόρριψη της περιβόητης παγκοσμιοποίησης.
Η αμυντική θωράκιση της χώρας, έστω και υπό δυσμενέστατες οικονομικές συνθήκες, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτή.
Επιβάλλεται παραλλήλως ν’ αναθεωρηθούν και ν’ ανατραπούν τάχιστα οι ολέθριες πολιτικές που ακολουθούνται στα θέματα της λαθρομεταναστεύσεως, της παιδείας και της περιφρουρήσεως της εθνικής και πολιτιστικής συνοχής και ταυτότητας της χώρας.
Εάν οι Ολλανδοί, οι Δανοί και οι Γερμανοί αντιμετωπίζουν ως κίνδυνο για τη χώρα τους το Ισλάμ και την ανεξέλεγκτη μετανάστευση, τότε τι πρέπει να πει η Ελλάδα, που έχει σύνορα μ’ έναν επίβουλο μουσουλμάνο γείτονα με ιστορία αιώνων οθωμανικής κυριαρχίας και μισαλλοδοξίας;
Η κυβέρνηση πρέπει να εγκαταλείψει τις ιδεολογικές αυταπάτες και εμμονές σε σχέση με τα θέματα αυτά και ν’ αντιληφθεί ότι αναπόσπαστο μέρος ενός αμυντικού μετώπου απέναντι στις τουρκικές απειλές είναι το εθνικό φρόνημα και μια συνεκτική εθνική κοινωνία.
Τα «ορφανά» και οι «παλαιοημερολογίτες» της παγκοσμιοποίησης, που επιμένουν ακόμη και μετά την απόρριψη της παγκοσμιοποίησης από τις ΗΠΑ, που είναι το λίκνο και η αφετηρία της, πρέπει ν’ αντιληφθούν ότι τα πράγματα άλλαξαν.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει άμεση απειλή στην ασφάλειά της και δεν μπορούν κάποιοι να υποσκάπτουν τη συνοχή, την ταυτότητα και το φρόνημά της.
Ο ελληνικός λαός πρέπει να κινητοποιηθεί και να απαιτήσει να ισχύουν τα αυτονόητα, ιδιαίτερα για μια χώρα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των κινδύνων του τουρκικού επεκτατισμού…