Η αλλαγή Γενικού Γραμματέα και «πηδαλιούχου» του προεκλογικού αγώνα είναι μια μάλλον απεγνωσμένη προσπάθεια αλλαγής, όχι τόσο πορείας, όσο του κλίματος μέσα στο κόμμα.
Η αποχώρηση του άλλοτε πολλά υποσχόμενου Κέβιν Κούνερτ από την θέση του Γενικού Γραμματέα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταχρονολογημένη αντίδραση του κόμματος στα τραγικά του αποτελέσματα, τόσο στις δημοσκοπήσεις, όσο και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις της 1ης Σεπτεμβρίου στην ανατολική Γερμανία.
Ο 35χρονος Κoύνερτ επικαλέστηκε λόγους υγείας για την απόφασή του, αλλά η γενικότερη εκτίμηση είναι ότι με αυτή την παραίτηση επιχειρείται να σηματοδοτηθεί ένα είδος νέου ξεκινήματος για το κόμμα του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, που διανύει αναμφίβολα περίοδο βαθιάς κρίσης και συνολικότερης αμφισβήτησης.
Ένας δηλωμένος αριστερός
Ο διάδοχος του Κούνερτ, ο 55χρονος Ματίας Μιρς, έμπειρο στέλεχος με εικοσάχρονη κοινοβουλευτική θητεία βρέθηκε εξαιρετικά γρήγορα, κάτι που δείχνει ότι προφανώς είχαν υπάρξει τις τελευταίες εβδομάδες οι αναγκαίες προεργασίες.
Ο γερμανικός Τύπος ερμηνεύει αυτή την αλλαγή προσώπων ως μια σαφή προσπάθεια της ηγεσίας του SPD να κινηθεί σε πιο αριστερή πορεία, όχι απαραιτήτως στρίβοντας, αλλά «βγάζοντας φλας», για να προσπεράσει τα κόμματα που φαίνεται να έχουν πάρει προβάδισμα απέναντί του.
Στις πιο επίκαιρες δημοσκοπήσεις το SPD βρίσκεται με ποσοστά γύρω στο 16-17% πολύ πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες και συχνά είναι οριακά τρίτο, πίσω και από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Όμως για τις προσπεράσεις δεν αρκεί το φλας.
Χρειάζεται ο κινητήρας να μπορεί να ανταπεξέλθει στην απαίτηση επιτάχυνσης.
Εδώ υπάρχουν αμφιβολίες για τη δυναμική, που μπορεί να ανακαλύψει εντός του ένα κόμμα σχετικά γερασμένο και φθαρμένο από τη συμμετοχή του, τόσο σε αυτή την κυβέρνηση, όσο και στην προηγούμενη.
Σε αναζήτηση εμψυχωτή και σχεδιαστή
Ο Ματίας Μιρς καλείται λοιπόν να αναλάβει ταυτόχρονα ρόλο εμψυχωτή της βάσης, σχεδιαστή της στρατηγικής, αλλά και «κράχτη» για ένα ευρύτερο κοινό.
Θεωρείται εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας, σε αντίθεση με τον Όλαφ Σολτς, με τον οποίο θα πρέπει όχι απλώς να συνυπάρξει, αλλά και να συνεργαστεί αρμονικά προκειμένου να πετύχουν το θαύμα, που ο καγκελάριος επιμένει ότι είναι εφικτό.
Να κερδίσουν δηλαδή τις εκλογές.
Για να γίνει αυτό η σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να πείσει ότι έχει στις σημαίες της κάτι περισσότερο από την τάση στον κυβερνητισμό.
Να προτείνει κάτι διαφορετικό από αυτά με τα οποία έχει ταυτιστεί τα τελευταία χρόνια.
Πού θα βρει συμμάχους;
Θα αντιμετωπίσει όμως και ένα απολύτως πρακτικό πρόβλημα, σε μια εποχή που ακριβώς έτσι, δηλαδή πρακτικά ψηφίζει μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος, υπολογίζοντας τις πιθανές εναλλακτικές κυβερνητικών συμμαχιών.
Το SPD μοιάζει να πάσχει από σοβαρή έλλειψη δυνητικών συμμάχων.
Οι σημερινοί του εταίροι στην τρίχρωμη κυβέρνηση δεν μοιάζουν πλέον ούτε φερέγγυοι, ούτε διαθέσιμοι.
Σύμμαχοι πιο αριστερά του δεν υπάρχουν.
Ακόμα και αν καταφέρει να έρθει πρώτο, δεν θα διαθέτει πλειοψηφία.
Απομένει ως όχι και τόσο συναρπαστική επιλογή μια συνεργασία, από όσο δυνατόν καλύτερη θέση με τους Χριστιανοδημοκράτες. Αυτό δηλαδή που κάποτε αποκαλούσαν «μεγάλο συνασπισμό».
Oτι υπήρχε δηλαδή μέχρι το 2021 με αντικαγκελάριο τον Σολτς και στο οποίο οφείλει σε μεγάλο βαθμό την ανέλιξή του ο Κέβιν Κούνερτ, ως μεγάλος πολέμιος αυτού του συνασπισμού, ζητώντας διαρκώς από το κόμμα του να τον καταγγείλει και να αποχωρήσει.
Θα μοιάζει με χιούμορ της ιστορίας το 2026 να βρει την Γερμανία με κυβέρνηση… από τα παλιά και τον Κούνερτ συνταξιούχο της πολιτικής πριν τα σαράντα του.