Στο τέλος της πιο θερμής χρονιάς στην ιστορία η διεθνής κοινότητα αποφασίζει να απομακρυνθεί από τα ορυκτά καύσιμα. Θα γίνει όμως πράγματι αυτή η στροφή;
Στις διασκέψεις για το κλίμα κατά τα τελευταία 30 χρόνια η διεθνής κοινότητα προσπαθεί να ελέγξει την υπερθέρμανση του πλανήτη. Παρ’ όλα αυτά μόλις τώρα κατονομάστηκε ο βασικός παράγοντας της κλιματικής κρίσης – τα ορυκτά καύσιμα.
Πρόκειται λοιπόν για «ημέρα χαράς», όπως είπε η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ;
Πολλοί πιστεύουν πως για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης χρειάζονται άλλα, συγκεκριμένα μέτρα.
Όλα τα κράτη έχουν θέσει ως στόχο την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα – όμως κατά τις δύο εβδομάδες που διήρκεσε η Διεθνής Διάσκεψη για το Κλίμα δεν καταρτίστηκε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για την εγκατάλειψη του άνθρακα, του πετρελαίου και του αερίου.
Αντιθέτως, έμειναν ανοιχτά πολλά παραθυράκια για αμφιλεγόμενες τεχνολογίες και διατυπώσεις που δίνουν στα κράτη πολύ μεγάλα περιθώρια κινήσεων.
Τα νησιωτικά κράτη νιώθουν προδομένα
«Δεν επιτεύχθηκε η αναγκαία διόρθωση πορείας», δήλωσε η εκπρόσωπος των Σαμόα, Άνε Ράσμουσεν, λίγα λεπτά αφ’ ότου ο πρόεδρος της διάσκεψης, ο υπουργός Βιομηχανίας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων Σουλτάν αλ-Τζαμπέρ, ανακοίνωνε το υποτιθέμενα ομόφωνο αποτέλεσμα.
Οι εκπρόσωποι των νησιωτικών κρατών δεν βρίσκονταν καν στην ολομέλεια εκείνη τη στιγμή.
«Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στα νησιά μας με το μήνυμα ότι προδοθήκαμε από τη διαδικασία», δήλωσε η Ράσμουσεν.
Κάποιοι εκπρόσωποι σηκώθηκαν όρθιοι αυθόρμητα και χειροκρότησαν. Μία κίνηση αλληλεγγύης, δίχως όμως αποτέλεσμα.
Ο αλ-Τζαμπέρ ευχαρίστησε για την τοποθέτηση, προσθέτοντας ότι τον προβλημάτισε.
Όμως ήταν πλέον πολύ αργά για οποιαδήποτε αλλαγή στο κείμενο της απόφασης.
Ανισότητα στις διαπραγματεύσεις
Το δραματικό τέλος στο Ντουμπάι ρίχνει φως σε ένα θεμελιώδες ζήτημα στις Παγκόσμιες Διασκέψεις για το Κλίμα.
Οι χώρες που πλήττονται πιο σοβαρά απ’ όλες από την κλιμακούμενη κρίση δεν έχουν ιδιαίτερη διαπραγματευτική δύναμη και συχνά απλώς παρακάμπτονται – ενώ υποφέρουν περισσότερο από τις ολοένα συχνότερες ξηρασίες, τους καύσωνες, τις καταιγίδες και τις πλημμύρες.
Ισχυρή ήταν αντιθέτως η παρουσία του λόμπι για τον άνθρακα, το πετρέλαιο και το αέριο.
Σύμφωνα με ακτιβιστές, στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών παρευρέθηκαν τουλάχιστον 2.456 εκπρόσωποι ομίλων που δραστηριοποιούνται στα ορυκτά καύσιμα – τέσσερις φορές περισσότεροι συγκριτικά με όσους βρέθηκαν πέρυσι στην Αίγυπτο.
Οι λομπίστες ήταν περισσότεροι από τους εκπροσώπους των 10 κρατών που πλήττονται περισσότερο από την υπερθέρμανση του πλανήτη: Σομαλία, Τσαντ, Νίγηρας, Γουινέα-Μπισάου, Μικρονησία, Τόνγκα, Ερυθραία, Σουδάν, Λιβερία και οι Νήσοι του Σολομώντα είχαν συνολικά 1.509 διαπιστευμένους.
Την ίδια στιγμή τα περίπτερα και οι αίθουσες ήταν πλημμυρισμένα από λομπίστες, διαμαρτύρεται η Λίλι Φουρ από την αμερικανική οργάνωση Center for International Environmental Law (Κέντρο για το Διεθνές Περιβαλλοντικό Δίκαιο).
Παρασκηνιακά ασκούνταν επίσης πιέσεις, όπως φαίνεται σε επιστολή του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών OPEC, την οποία αποκάλυψε ο Guardian: ζητούσε ευθέως να παρεμποδιστούν οι φιλόδοξες αποφάσεις για την εγκατάλειψη του άνθρακα, του πετρελαίου και του αερίου.
Ο αμφιλεγόμενος διττός ρόλος του οικοδεσπότη
Οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές υποψιάζονταν πως αυτό θα ήθελε και ο επικεφαλής της διάσκεψης αλ-Τζαμπέρ, ο οποίος ταυτοχρόνως είναι και επικεφαλής της πετρελαϊκής επιχείρησης Adnoc.
Η Adnoc σχεδιάζει επίσης να επενδύσει δισεκατομμύρια στα ορυκτά καύσιμα – σε ένα σχέδιο που «είναι απολύτως βέβαιο ότι θα επιταχύνει την κλιματική αλλαγή», σύμφωνα με αναφορά των οργανώσεων Urgewald, Lingo, Reclaim Finance και Banktrack.
Σύμφωνα με την ίδια την εταιρεία, αυτή πρόκειται να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου της κατά 25% έως το 2030.
Και τα πράγματα ακολουθούν την πεπατημένη: του χρόνου η Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα θα διεξαχθεί στο Αζερμπαϊτζάν – δηλαδή ξανά σε μία πετρελαϊκή χώρα, η οποία επιπροσθέτως αντιμετωπίζει και σημαντικά προβλήματα διαφθοράς.
Μία κατάσταση «άκρως προβληματική», όπως τη χαρακτήρισε ο Κρίστοφ Μπαλς, πολιτικός διευθυντής της περιβαλλοντικής οργάνωσης Germanwatch.