Σε πρόσφατη εμφάνιση στην εκπομπή Top Talk που προβάλλεται στον αλβανικό τηλεοπτικό σταθμό Top Channel, ο 75χρονος δικηγόρος Σπαρτάκ Νγκέλα (Spartak Ngjela), από πατέρα Έλληνα (γι’ αυτό τον ονόμασαν και Σπάρτακο) και μάνα Τουρκαλβανή, δήλωσε ότι η ελληνική πολιτική είχε συμφέρον να ασχοληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο με την υπόθεση του Φρέντη Μπελέρη, ο οποίος ήταν υποψήφιος δήμαρχος μιας μικρής πόλης στην Αλβανία, καθώς ο στόχος της Ελλάδας είναι η Χειμάρρα.
Σύμφωνα με τον Σπαρτάκ Νγκέλα (εδώ αρχίζει η αλβανική παράκρουση), αφού η Αλβανία έχασε το Σούλι και τους Σουλιώτες που είχαν έντονο πατριωτικό πνεύμα, μόνο το Κουρβελέσι και η Χειμάρρα παρέμειναν στο νότο [σ.σ. Βόρεια Ήπειρο] και, αν η Ελλάδα ασκήσει την εξουσία της και σε αυτές τις δύο περιοχές, ένα μεγάλο μέρος του Νότου [σ.σ. Βόρεια Ήπειρος] θα αποκοπεί από την Αλβανία.
Δήλωσε ότι αυτή η πληροφορία έχει επιβεβαιωθεί από τους ίδιους τους ηγέτες της Ομόνοιας, οι οποίοι στεναχωρημένοι του είπαν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν νοιάζεται γι’ αυτούς ως μειονοτικούς, αλλά πάντα στόχος της είναι η Χειμάρρα.
Ο Σπαρτάκ Νγκέλα, και στη συνέχεια ο δημοσιογράφος Αλεξάντερ Τσίπα (Aleksandër Çipa), υποστήριξαν το ψέμα ότι «στη δεκαετία του ’40 ο αριθμός των ατόμων που μιλούσαν ελληνικά στη Χειμάρρα ήταν μετρημένος στα δάχτυλα του χεριού, τόσο που ήταν αδύνατο να μιλήσουμε για άτομα ελληνικής εθνικότητας».
Σύμφωνα με τον Σπαρτάκ Νγκέλα, η Χειμάρρα είναι το κέντρο της Λαμπουριάς και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική μειονότητα.
Το λάθος, σύμφωνα με τον Σπαρτάκ Νγκέλα, είναι του Σαλί Μπερίσα (Sali Berisha) που τους ανακήρυξε μειονοτικούς, ενώ ποτέ δεν είχαν ζητήσει δικαιώματα ως μειονότητα.
Οι Αλβανοί εθνικιστές, ποντίκια που βρυχώνται, κάτι ποταπά ανθρωπάκια, διαστρεβλώνουν την αλήθεια προκλητικά.
Η Χειμάρρα ήταν από την αρχαιότητα και κατά τον μεσαίωνα πόλη ελληνική και οι κάτοικοί της ακραιφνείς και αδούλωτοι Έλληνες.
Αλλά επειδή οι προαναφερθέντες αναφέρθηκαν στο 1940 και υποστήριξαν ότι τότε δεν υπήρχαν Έλληνες στη Χειμάρρα, ας θυμηθούμε την πρόσφατη ιστορία.
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στις 5/18 Νοεμβρίου του 1912, η Χειμάρρα εξεγέρθηκε υπό τον ταγματάρχη Σπύρο Σπυρομήλιο που αποβιβάστηκε στην περιοχή με μικρή δύναμη Χειμαρριωτών και Κρητών εθελοντών υπό τους Γαλερό, Πολυξύγγη, Παπαγιαννάκη και Τζουλιάκη, χωρίς να συναντήσει αρχικά ιδιαίτερη αντίσταση, και εκδίωξε τις Οθωμανικές δυνάμεις για να ενωθεί με την Ελλάδα.
Η περιοχή παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Στρατού καθ’όλη τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και κήρυξε την αυτονομία της τον Φεβρουάριο του 1914, αντιδρώντας στην απόφαση των μεγάλων δυνάμεων να την εντάξουν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Την 28 Φεβρουαρίου προσχώρησε στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο.
Τον Μάρτιο του 1914 υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ίδρυε την Αυτόνομο Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, όπου εντάχθηκε και η Χειμάρρα, αν και η ίδια η Αυτόνομη Δημοκρατία παρέμενε τυπικά τμήμα του νεοϊδρυθέντος Αλβανικού κράτους.
Στα τέλη Ιουλίου 1914 συγκλήθηκε Πανηπειρωτική Διάσκεψη στο Δέλβινο, για να επικυρωθούν οι όροι του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας από τους Βορειοηπειρώτες εκπροσώπους.
Οι εκπρόσωποι της Χειμάρρας, παρ’όλες τις πιέσεις του Ελληνικής Κυβέρνησης για αποδοχή του Πρωτοκόλλου για αυτονομία εντός της αλβανικής επικράτειας, αποχώρησαν ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Χειμάρρα ήταν υπό Ελληνική διοίκηση (Οκτώβριος 1914 – Σεπτέμβριος 1916) και κατόπιν καταλήφθηκε από την Ιταλία.
Οι Ιταλοί χρησιμοποιώντας αιχμαλώτους πολέμου της Αυστροουγγαρίας για να κατασκευάσουν ένα δρόμο, που μείωσε σημαντικά την απομόνωση της περιοχής, που το 1921 πέρασε στον έλεγχο του Αλβανικού κράτους.
Οι ντόπιοι εξεγέρθηκαν το 1924 διαμαρτυρόμενοι για σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στον εξαλβανισμό τους και απαιτώντας τα ίδια προνόμια που απολάμβαναν πριν ενσωματωθούν στην Αλβανία.
Εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες ακολούθησαν επίσης το 1927 και το 1932, οι οποίες καταπνίγηκαν από τον βασιλιά Ζόγου.
Αργότερα η Χειμάρρα καταλήφθηκε πάλι από τους Ιταλούς κατά την Ιταλική εισβολή στην Αλβανία.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1940, κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η 3η Μεραρχία Πεζικού του Ελληνικού Στρατού μπήκε στη Χειμάρα για τρίτη φορά, μετά τη νικηφόρα μάχη κατά των Φασιστικών Ιταλικών δυνάμεων, που είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή.
Η πόλη επανενώθηκε για λίγο με την Ελλάδα μέχρι τη Γερμανική εισβολή το 1941.
Ενώ, αρχικά η περιοχή υπαγόταν στην αναγνωρισμένη μειονοτική ζώνη από τις αλβανικές Αρχές, το 1945 εξαιρέθηκε από αυτήν, με αποτέλεσμα να κλείσουν τα ελληνικά σχολεία.
Το 2006 επαναλειτούργησε ελληνικό σχολείο (υπό μορφή δίγλωσσου ιδιωτικού) μετά από 61 χρόνια, στο οποίο έχει απονεμηθεί και τιμητική διάκριση από το ελληνικό υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων.
Δημογραφικά
Ο πληθυσμός της Χειμάρρας είναι 11.257 κάτοικοι (2004) με την εθνολογική σύνθεση, τόσο της πόλης όσο και της περιοχής, κατά το πλείστον ελληνική.