«Eπί χρόνια, παρασκηνιακές δυνάμεις έχουν κατ’ επανάληψιν προσπαθήσει να σιγήσουν τη φωνή μου να σκάψουν τον πολιτικό μου τάφο.
»Από την ώρα που διέρρευσε η έρευνα, πριν από περίπου ένα χρόνο, υπήρξε μια ενεργή εκστρατεία δυσφήμισης από ανώνυμες πηγές και υπονοούμενα για να δημιουργήσουν μία ατμόσφαιρα ανομίας, που όμως δεν υπάρχει» τονίζει ο Αμερικανός Δημοκρατικός γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ, που μαζί με τη σύζυγό του κατηγορούνται για αδικήματα δωροδοκίας σε σχέση με τις επαφές τους με τρεις επιχειρηματίες του Νιου Τζέρσεϊ.
«Η υπερβολή των εισαγγελέων είναι προφανής.
»Έχουν παραποιήσει την κανονική εργασία που κάνει ένα γραφείο Γερουσιαστή.
»Και σαν μην έφτανε αυτό, ανικανοποίητοι από τους ψευδείς ισχυρισμούς εναντίον μου, επιτέθηκαν και στη σύζυγό μου για μακροχρόνιες φιλίες που είχε πριν καν γνωριστούμε», προσθέτει ο Μενέντεζ.
Τους χαλάω τα σχέδια
«Αυτοί που βρίσκονται πίσω από αυτήν την εκστρατεία δεν μπορούν να δεχτούν ότι ένας Λατινοαμερικανός πρώτης γενιάς με ταπεινή καταγωγή θα μπορούσε να γίνει Γερουσιαστής των ΗΠΑ και να υπηρετεί την πατρίδα με τιμή. Ακόμη χειρότερα, με βλέπουν ως εμπόδιο στους ευρύτερους πολιτικούς τους στόχους.»
»Με έχουν κατηγορήσει ψευδώς στο παρελθόν επειδή αρνήθηκα να υποχωρήσω στις υπάρχουσες δυνάμεις έτσι ώστε και οι πολίτες του Νιου Τζέρσεϊ να μπορέσουν να δουν μέσα από τα ψεύδη και να αναγνωρίσουν ότι ήμουν αθώος.
»Εργάστηκα καθημερινά για να ανταποδώσω την εμπιστοσύνη τους παλεύοντας για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας, την ανανέωση των υποδομών και τη μείωση του κόστους για τις οικογένειες του Νιου Τζέρσεϊ.
»Έχω επίσης σταθεί ακλόνητος απέναντι σε δικτάτορες σε όλο τον κόσμο –είτε στο Ιράν, την Κούβα, την Τουρκία ή αλλού– παλεύοντας ενάντια στις δυνάμεις του κατευνασμού και στηρίζοντας αυτούς που υπερασπίζονται την ελευθερία και τη δημοκρατία.
»Παραμένω προσηλωμένος στη συνέχιση αυτής της σημαντικής δουλειάς και δεν θα αποσπάσω την προσοχή μου από αβάσιμους ισχυρισμούς.
»Από τους υποστηρικτές μου, τους φίλους μου και την ευρύτερη κοινότητα, σας ζητώ να θυμηθείτε τις άλλες φορές που οι εισαγγελείς έκαναν λάθος και να επιφυλαχθείτε για την κρίση σας».
«Είμαι βέβαιος ότι αυτό το ζήτημα θα επιλυθεί επιτυχώς μόλις παρουσιαστούν όλα τα στοιχεία και οι συμπολίτες μου στο Νιου Τζέρσει θα διαπιστώσουν αυτό ακριβώς» καταλήγει ο Μενέντεζ.
Ο Αμερικανός γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ και η σύζυγός του κατηγορούνται για αδικήματα δωροδοκίας που αφορούν τη σχέση τους με τρεις επιχειρηματίες από το Νιου Τζέρσεϊ, όπως μεταδίδει το Reuters.
Η εισαγγελία των ΗΠΑ στο Μανχάταν τους κατηγόρησε ότι δέχθηκαν δωροδοκίες χιλιάδων δολαρίων με αντάλλαγμα τη χρήση της δύναμης και της επιρροής του Μενέντεζ ως γερουσιαστή ώστε να επιδιώξει την προστασία και να συνδράμει στην αύξηση του πλούτου των επιχειρηματιών, καθώς και πως ωφέλησε την κυβέρνηση της Αιγύπτου.
Οι εισαγγελείς δήλωσαν ότι οι δωροδοκίες περιλάμβαναν μετρητά, χρυσό, πληρωμές για υποθήκη σπιτιού, αποζημίωση για μια θέση εργασίας με ελάχιστες απαιτήσεις, ένα πολυτελές όχημα και άλλα αντικείμενα αξίας.
Ο Μενέντεζ και η σύζυγός του Ναντίν αντιμετωπίζουν από τρεις κατηγορίες ο καθένας: συνωμοσία για δωροδοκία, συνωμοσία για απάτη και συνωμοσία για εκβιασμό με τη χρήση επίσημου αξιώματος.
Ο Αμερικανός γερουσιαστής απέρριψε τις κατηγορίες εναντίον του, σημειώνοντας πως αποτελούν μέρος μιας συνεχιζόμενης εκστρατείας λάσπης και δήλωσε ότι οι αβάσιμες κατηγορίες δεν θα αποσπάσει την προσοχή του αλλά και ότι θα συνεχίσει το σημαντικό έργο του.
Οι εισαγγελείς ζητούν από τον Μενέντεζ να αποποιηθεί περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ των οποίων το σπίτι του στο Νιου Τζέρσεϊ, μια Mercedes-Benz του 2019 και περίπου 566.000 δολάρια σε μετρητά, ράβδους χρυσού και κεφάλαια από τραπεζικό λογαριασμό.
Ο Μενέντεζ, πρόεδρος της σημαίνουσας Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, είχε κατηγορηθεί στο παρελθόν στο Νιου Τζέρσεϊ για αποδοχή ιδιωτικών πτήσεων, προεκλογικών συνεισφορών και άλλων δωροδοκιών από πλούσιο δωρητή με αντάλλαγμα επίσημες χάρες, αλλά η δίκη του 2017 έληξε σε αδιέξοδο των ενόρκων. Βρίσκεται στη Γερουσία από το 2006.