Το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας έχει προειδοποιήσει με έγγραφό του την κυβέρνηση ότι η επένδυση της κινεζικής Cosco στον έναν από τους τερματικούς σταθμούς του λιμανιού του Αμβούργου αυξάνει δυσανάλογα την εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα και θέτει σε κίνδυνο την επιτυχία των ευρωπαϊκών σχεδίων στις μεταφορές.
Η επένδυση «επεκτείνει δυσανάλογα την στρατηγική επιρροή της Κίνας στις γερμανικές και ευρωπαϊκές μεταφορικές υποδομές, καθώς και την εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα», αναφέρεται στη έκθεση που περιήλθε σε γνώση του Reuters.
Σε περίπτωση κρίσης, η επένδυση της Cosco θα δώσει την δυνατότητα στην Κίνα να εργαλειοποιήσει πολιτικά μέρος της στρατηγικής υποδομής της Γερμανίας, αλλά και της Ευρώπης, αναφέρεται στο σημείωμα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Κυβερνητική πηγή δήλωσε ότι το σημείωμα έχει την υποστήριξη όλων των υπουργείων της γερμανικής κυβέρνησης συνασπισμού που ελέγχονται από τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες.
«Μία τοποθέτηση, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αφελής»
Η γερμανική κυβέρνηση έδωσε την Τετάρτη την έγκρισή της για την συμμετοχή της Cosco στον τερματικό σταθμό του λιμανιού του Αμβούργου, με μερίδιο περιορισμένο από το 35%, που ήταν ο στόχος του κινεζικού κολοσσού, σε κάτω του 25%.
Για τον περιορισμό του μεριδίου της Cosco το Βερολίνο επικαλείται «την ασφάλεια και την δημόσια τάξη».
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας, η απόφαση αυτή «θα επιτρέψει την αποτροπή ανάληψης στρατηγικού μεριδίου» από την Cosco.
Η απόφαση αυτή, υπό μορφήν συμβιβασμού, έχει ως στόχο να κατευνάσει τις επικρίσεις κατά του καγκελαρίου Σολτς στην Γερμανία και την Ευρωπαϊκή για την υποστήριξή του προς την κινεζική επένδυση σε αυτήν την στρατηγική οικονομική υποδομή.
Σύμφωνα με τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, ο Ολαφ Σολτς, πρώην δήμαρχος του Αμβούργου, αρνήθηκε να μπλοκάρει την κινεζική επένδυση που υπήρξε αντικείμενο προκαταρκτικής συμφωνίας με την Cosco που συνομολογήθηκε πριν από έναν χρόνο.
Με την στάση του δέχθηκε τα πυρά έξι υπουργείων της κυβέρνησής του, ανάμεσά τους τα υπουργεία Οικονομίας, Εσωτερικών και Αμυνας, που εναντιώθηκαν στο σχέδιο.
Οποιαδήποτε απόπειρα του κινεζικού κολοσσού να αυξήσει την συμμετοχή του πέραν του ορίου του 25% θα τεθεί σε εξέταση από την κυβέρνηση, διευκρίνισε το υπουργείο Οικονομίας.
Επίσης, η Cosco δεν έχει την δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο επί της δραστηριότητας του τερματικού σταθμού του λιμανιού του Αμβούργου, διαπραγματευόμενη, για παράδειγμα, δικαιώματα βέτο επί των στρατηγικών αποφάσεων ή επί του προσωπικού.
Εν τέλει, η επένδυση της Cosco περιορίζεται σε «μία σαφώς οικονομική συμμετοχή», διαβεβαιώνει η ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομίας.
Το λιμάνι του Αμβούργου είναι το πρώτο σε μέγεθος εμπορικό λιμάνι της Γερμανίας και το τρίτο της Ευρώπης μετά το Ρότερνταμ (Ολλανδία) και την Αμβέρσα (Βέλγιο).
Οι υποστηρικτές της κινεζικής επένδυσης δηλώνουν ότι απόκτηση μεριδίων από κινεζικές εταιρείες «υπάρχει ήδη σε άλλα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης».
Η Αμβέρσα και το Ρότερνταμ, μεταξύ άλλων, έχουν συνομολογήσει κατά το παρελθόν τέτοιες συμφωνίες, γεγονός που δημιουργεί φόβους στο Αμβούργο ότι μειονεκτεί ως προς τους όρους του ανταγωνισμού.
Ομως στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι οι καιροί έχουν αλλάξει.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην προστασία στρατηγικών υποδομών μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η Γερμανία ειδικότερα επικρίνεται για το γεγονός ότι εκώφευσε στις προειδοποιήσεις σχετικά με την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Οι υπηρεσίες Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας της Γερμανίας είναι επίσης αρνητικές απέναντι στην προοπτική πώλησης στρατηγικών υποδομών, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης WDR και NRD.
«Είναι καλύτερο να πουλήσεις το 24,9% από το να πουλήσεις μερίδιο άνω του 30%, αλλά η απόφαση είναι κακή», δήλωσε ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Αντον Χόφράιτερ αντιδρώντας στην απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης.
Το επιχείρημα του καγκελαρίου και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος «σύμφωνα με το οποίο πρόκειται για ένα επιστημονικό σχέδιο θυμίζει τις δηλώσεις για την Ρωσία και τον αγωγό Nord Stream», δήλωσε ο Αντον Χόφράιτερ στα μέσα του ομίλου Funke προσθέτοντας ότι η τοποθέτηση «είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αφελής».