Οι δοκιμές ενός φθηνού και δυνητικά πολύ αποτελεσματικού εμβολίου κατά του κορωνοϊού ξεκίνησαν στη Βραζιλία, το Μεξικό, την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ, με τους επιστήμονες να ευελπιστούν ότι μπορεί να αλλάξει τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας παγκοσμίως.
Πρόκειται για το εμβόλιο NDV-HXP-S, το πρώτο σε κλινικές δοκιμές που χρησιμοποιεί ένα νέο μοριακό σχεδιασμό, χάρη στον οποίο αναμένεται να δημιουργεί περισσότερα ισχυρά αντισώματα κατά του κορωνοϊού, σε σχέση με την πρώτη γενιά εγκεκριμένων εμβολίων Covid-19.
Επιπλέον, το νέο εμβόλιο είναι χαμηλού κόστους και πολύ πιο εύκολο στην παραγωγή του, σύμφωνα με τους «Times της Νέας Υόρκης».
Τα υπάρχοντα εμβόλια, όπως της Pfizer/BioNTech ή της Johnson & Johnson, πρέπει να παραχθούν σε εξειδικευμένα εργοστάσια με χρήση ορισμένων δυσεύρετων συστατικών.
Αντίθετα, το νέο εμβόλιο μπορεί να παραχθεί μαζικά σε αυγά από κότες, όπως κάθε χρόνο παράγονται δισεκατομμύρια αντιγριπικά εμβόλια σε εργοστάσια ανά τον κόσμο.
Μάλιστα κάθε αυγό μπορεί να παράγει πέντε έως δέκα δόσεις του νέου εμβολίου, σε σχέση με μία έως δύο δόσεις αντιγριπικού εμβολίου.
Αν το νέο εμβόλιο NDV-HXP-S αποδειχθεί στις δοκιμές ασφαλές και αποτελεσματικό, οι παραγωγοί εμβολίων, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, θα μπορούν να παράγουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο δόσεις του ετησίως.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος που σήμερα αγωνίζονται να βρουν στις πλουσιότερες χώρες διαθέσιμα εμβόλια σε προσιτές τιμές.
Στο μέλλον πιθανώς θα μπορούν να παράγουν οι ίδιες το νέο εμβόλιο ή να το αποκτούν φθηνά από γειτονικές τους χώρες.
Η πρώτη φάση των κλινικών του νέου εμβολίου θα ολοκληρωθεί τον Ιούλιο και η τελική φάση μετά από μερικούς ακόμη μήνες.
Τα έως τώρα πειράματα σε ζώα (τρωκτικά) έχουν αφήσει πολλές υποσχέσεις για την αποτελεσματικότητα του.
Το συντονισμό για την ανάπτυξη του νέου εμβολίου από Αμερικανούς επιστήμονες έχει το Κέντρο PATH για την Καινοτομία και την Πρόσβαση στα Εμβόλια, με χρηματοδοτική υποστήριξη από το κοινωφελές Ίδρυμα Γκέιτς.
Ο εκπρόσωπος του Κέντρου δρ Μπρους Ίνις δήλωσε ότι «κατά τη γνώμη μου πρόκειται για ένα παγκόσμιας κλάσης εμβόλιο».