Η νέα ευγένεια της διπλωματίας της ομάδας του Τζο Μπάιντεν δεν πρέπει να «κοιμίσει» την Ευρώπη, η οποία πρέπει να ξέρει πώς να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της ενάντια σε αυτό που παραμένει η κορυφαία δύναμη του κόσμου.
Αυτά υποστηρίζει, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Le Figaro, ο ειδικός στις διεθνείς σχέσεις Hadrien Desuin, υπεύθυνος για διεθνή θέματα του Ιδρύματος Pont-Neuf και συγγραφέας του «La France atlantiste, ou le Naufrage de la diplomatie» (εκδόσεις cerf).
Αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στο μελλοντικό ΥΠΕΞ, Άντονι Μπλίνκεν, και στον Τζέικ Σάλιβαν, τον επόμενο σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, σημειώνει, ότι «μιλούν γαλλικά, αλλά φαίνεται να αποτελούν μέρος του Wilsonian κλάδου της αμερικανικής διπλωματίας, ιδεαλιστικού και παρεμβατικού, της Χίλαρι Κλίντον», τονίζοντας ωστόσο, ότι ο ίδιος ο Μπάιντεν ήταν πιο κοντά στον Τζον Κέρι, κατά την διάρκεια της αντιπροεδρίας του, λίγο πιο ρεαλιστικός και επομένως λιγότερο παρεμβατικός.
«Ας πούμε, ότι η Αμερική θα προστρέξει να παρέμβει στους Ευρωπαίους σε περίπτωση κρίσης και οι τελευταίοι, κολακευμένοι να εισακουστούν, θα ακολουθήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες με όλο και περισσότερο ζήλο», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ως προς τον Μπάιντεν, επισημαίνει, ότι «καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας του, χρονοτριβούσε πολύ», ότι «είναι ένας κεντρώος, που μπορεί να κλίνει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με τα οφέλη του, την ευαισθησία του, το περιβάλλον του ή την πολιτική εξίσωση της στιγμής», τονίζοντας:
«Αλλά μην περιμένουμε τεράστιες αλλαγές. Η Αμερική του Μπάιντεν είναι κουρασμένη και άρρωστη».
Εκτιμά, ότι η αμερικανική διπλωματία θα επενδύσει εκ νέου σε μεγάλους πολυεθνικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών με τις συμφωνίες του Παρισιού, την UNESCO κ.λπ., θεωρεί, ότι δεν είναι άσχημα νέα, το γεγονός, ότι ο Μπάιντεν ανακοίνωσε επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας του Ιράν, που υπεγράφη από τον Ομπάμα, τον Κέρι και τον Σάλιβαν και πιστεύει, ότι δεν είναι άσχημα νέα για την Ευρώπη και τη Γαλλία, που χρειάζονται αυτά τα πολυμερή φόρα για να ακουστούν, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, όπως παρατηρεί, η γεωπολιτική αντιπαλότητα πραγματοποιείται επίσης στα παρασκήνια και μπορεί να κρυφτεί πίσω από τη φωτογραφία των διεθνών συνόδων κορυφής, με τις συναινετικές δηλώσεις τους και θεωρεί, ότι το πιο ενοχλητικό θα ήταν ένας δυτικοποιημένος «μικρό-μερισμός», τύπου ΝΑΤΟ, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιούσαν την Ευρώπη στις αντιπαλότητες τους με τη Ρωσία, την Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο.
Ωστόσο, έχει την αίσθηση, ότι ο Μπάιντεν, χαρακτήρας μάλλον πιο συναινετικός και λιγότερο πολεμοχαρής, θα είναι πιο κοντά στη διπλωματία των Κέρι-Ομπάμα, παρά σε αυτή των Κλίντον, το οποίο, κατά την γνώμη του, θα μπορούσε να μεταφραστεί στη Μέση Ανατολή σε μια μικρή εξισορρόπηση υπέρ του Κατάρ και της Τουρκίας, εις βάρος της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου, αλλά στην Ευρώπη, η Γερμανία θα παραμείνει ο προνομιούχος εταίρος της Ουάσιγκτον.
Ως προς τη θέση της Γαλλίας, εκτιμά, ότι θα πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση και να μην αφήσει «υπνωτιστεί» από μία αμερικανική διπλωματία πιο ευγενική από την προηγούμενη, αλλά που θα υπερασπιστεί πάνω απ’ όλα τα αμερικανικά συμφέροντα.
«Ας μάθουμε το πώς να υπερασπιστούμε την ανεξαρτησία μας από την κορυφαία δύναμη του κόσμου, η οποία θα είναι σε θέση να βασιστεί σε Ευρωπαίους εταίρους, που είναι πιο Ατλαντιστές από ποτέ.
»Επομένως, για να μην είναι η κυριαρχία μια κενή λέξη, προτείνω ως προς αυτό το θέμα μια έκθεση, που δημοσιεύτηκε στα τέλη Οκτωβρίου, “Γαλλία-Aμερική, ένα αποτυχημένο διαζύγιο» (France-Amérique, un divorce raté), γραμμένο από μια ομάδα εμπειρογνωμόνων στις διεθνείς σχέσεις».
Ως προς τις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας, εκτιμά, ότι θα είναι πιο ευγενικές και φιλικές, αλλά η αντιπαλότητα θα παραμείνει, ειδικά που η Δημοκρατική διοίκηση θα είναι πιο προσεκτική στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αναμένει εντάσεις με τη Ρωσία του Πούτιν στο ζήτημα της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας και με την Κίνα του Σι για το Θιβέτ, το Σιντζιάνγκ και το Χονγκ Κονγκ.
«Λάβετε υπόψη, ότι η αμερικανική διπλωματία αποτελεί επίσης ευθύνη του Κογκρέσου και ιδίως της Γερουσίας, η πλειονότητα των οποίων παραμένει στα χέρια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με το Κογκρέσο ακόμη πιο ευαίσθητο σε ζητήματα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
»Μια άλλη πτυχή που πρέπει να θυμάστε: η αμερικανική διπλωματία είναι πάνω απ’ όλα οικονομική.
»Η κοινή γνώμη και οι ελίτ προσανατολίζουν την αμερικανική διπλωματία, σύμφωνα με τα συμφέροντα των εταιρειών τους, των επιχειρήσεων και των φόρων τους.
»Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι απίθανο ένας πόλεμος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, καθώς θα είχε δυσβάστακτο κόστος.
»Τα δύο έθνη προτιμούν να ανταγωνίζονται έμμεσα στο εμπορικό τομέα», αναφέρει καταλήγοντας.