Με τις 5.226 νέες μολύνσεις κορωνοϊού εντός 24 ωρών που αναφέρθηκαν την Κυριακή για την Αυστρία από τα υπουργεία Εσωτερικών και Υγείας, ο αριθμός αυτός συνεχίζει να είναι «δραματικά υψηλός», και μάλιστα για ημέρα Κυριακή, επισημαίνει σε ανακοίνωσή του ο Αυστριακός υπουργός Υγείας Ρούντολφ Άνσομπερ.
Το ευχάριστο είναι, κατά την γνώμη του, ότι μετά από εβδομάδες έντονης ανόδου του, ο αριθμός των νοσηλευόμενων σε νοσοκομείο μειώθηκε ελαφρά για πρώτη φορά σε 4.458, μεταξύ αυτών και οι βαριά ασθενείς που χρήζουν εντατικής θεραπείας, και των οποίων ο αριθμός μειώθηκε κατά 14 σε 683, ενώ συνεχίζει να είναι πολύ υψηλός, ο αριθμός των νέων θανάτων, που ήταν 60 μέσα στο προηγούμενο εικοσιτετράωρο.
«Το μερικό lockdown, που ξεκίνησε πριν από δυόμισι εβδομάδες, έχει σαφώς φέρει μία σταθεροποίηση (σε δραματικά υψηλό επίπεδο), αλλά όχι σημαντική μείωση των νέων λοιμώξεων», προσθέτει, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα, ότι το «σκληρό lockdown» που ισχύει από την περασμένη Τρίτη, 17 Νοεμβρίου, δεν μπορεί ακόμη να έχει επιδράσει την έκτη ημέρα.
«Προς το τέλος της επόμενης εβδομάδας, ωστόσο, πρέπει να υπάρξουν σαφείς μειώσεις των νέων λοιμώξεων, και τώρα πρέπει να αποφεύγονται από όλους μας όλες οι επαφές που πραγματικά δεν είναι απαραίτητες», αναφέρει χαρακτηριστικά ο υπουργός Υγείας.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, ένα από τα μέτρα μετά το «σκληρό lockdown», που ισχύει μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου, θα είναι μαζικά τεστ του πληθυσμού, και τέτοια τεστ διενεργούνται αυτό το Σαββατοκύριακο στο Νότιο Τιρόλο, όπου έχει σταλεί εκπρόσωπος του αυστριακού επιτελείου αντιμετώπισης της κρίσης του κορωνοϊού.
«Φαίνεται ότι μπορούμε να μάθουμε πολλά από την εμπειρία από το Νότιο Τιρόλο – πάνω απ ‘όλα ότι η συνεχής ψηφιοποίηση, η συνεχής λειτουργικότητά της παρά την ακραία επιβάρυνση και η σωστή επικοινωνία είναι καθοριστικής σημασίας», τονίζει ο Ρούντολφ Άνσομπερ.
Στο μεταξύ, όπως έγινε την Κυριακή γνωστό, σε συνολικά 322.313 ανθρώπους (από τους 350.000 που είχαν προσκληθεί προς τούτο) διενεργήθηκαν μαζικά τεστ Covid-19, και, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που ανακοίνωσαν οι εκεί υγειονομικές υπηρεσίες, το ποσοστό των θετικών ήταν 0,9%, πολύ χαμηλότερο από εκείνο που θα περίμενε κανείς, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Την ίδια ώρα, πιθανές χαλαρώσεις, μετά την λήξη του δεύτερου «σκληρού lockdown, που ισχύει από την περασμένη Τρίτη, 17 Νοεμβρίου, και μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου, δεν θέλει να υποσχεθεί ο Αυστριακός αντικαγκελάριος και αρχηγός των συγκυβερνώντων Πράσινων Βέρνερ Κόγκλερ, καθώς «τίποτε δεν είναι σίγουρο σε τέτοιους καιρούς», όπως επισήμανε ο ίδιος σε σημερινή συνέντευξή του στη δημόσια Αυστριακή Τηλεόραση.
Προσωπικό του μέλημα, ωστόσο, είναι να ανοίξουν και πάλι πλήρως τα σχολεία και επίσης θέλει να υπάρξουν όσο το δυνατόν περισσότερες ημέρες λειτουργίας μέχρι τα Χριστούγεννα για το λιανικό εμπόριο.
Υποθέτει ότι θα επιτευχθεί ο στόχος, ανέφερε ο ίδιος σε σχέση με την επανάληψη των σχολικών μαθημάτων, και το εάν αυτό θα συμβεί από την 7η Δεκεμβρίου, όπως έχει προγραμματιστεί, εξαρτάται από τον αριθμό των λοιμώξεων και τη δυναμική της πανδημίας, που σημαίνει ότι ο αριθμός αναπαραγωγής θα πρέπει να είναι «αισθητά κάτω από το ένα για αρκετές εβδομάδες».
Ο αντικαγκελάριος υπεραμύνθηκε της απόφασης για το κλείσιμο όλων των σχολείων, νηπιαγωγείων και παιδικών σταθμών, παρατηρώντας πως αυτά μπορεί να μην είναι παράγοντες μόλυνσης όπως άλλα κοινωνικά γεγονότα, ωστόσο ο ιός μεταδίδεται επίσης και εκεί.
«Η εκπαίδευση είναι επίσης ένας σημαντικός οικονομικός παράγοντας», σημείωσε, και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πρέπει να γίνουν όλα για να μπορεί, «με πρόσθετα μέτρα ασφαλείας», τα σχολεία να ανοίξουν στις 7 Δεκεμβρίου.
Όπως είχε προαναγγείλει την περασμένη Κυριακή ο ομοσπονδιακός καγκελάριος και αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Σεμπάστιαν Κουρτς, το Σαββατοκύριακο της 5ης και 6ης Δεκεμβρίου, δηλαδή στο τέλος του «σκληρού lockdown», θα μπορούν να υποβληθούν σε τεστ και οι 200.000 εκπαιδευτικοί της χώρας, και, κατά την άποψή του Βέρνερ Κόγκλερ είναι «έξυπνο και σκόπιμο» να διενεργούνται τεστ σε συγκεκριμένες ομάδες.
Σύμφωνα με τον αντικαγκελάριο, η χαλάρωση που προσδοκά το εμπόριο θα πρέπει να επίσης να υπάρξει, ωστόσο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο «σταδιακά και προσεκτικά», και καλό θα ήταν, για παράδειγμα, να μπορούσαν να εξασφαλιστούν «όσο το δυνατόν περισσότερες ημέρες ανοίγματος» μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων, έτσι ώστε να μπορεί πραγματοποιηθεί ορισμένος διαχωρισμός του μεγάλου αριθμού των πελατών.