Τη λανθασμένη εκτίμηση του Ερεβάν, όπως και ορισμένων γεωπολιτικών αναλυτών, ότι η Μόσχα παραμένει το τελευταίο προπύργιο της Δύσης ενάντια στο Ισλάμ, επισημαίνει ο πανεπιστημιακός και ειδικός στο Ισλάμ Olivier Roy στην εφημερίδα Le Monde, αναλύοντας το ρόλο της Ρωσίας στη σύγκρουση Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν, αλλά και τη σχέση της με την Τουρκία.
Υπογραμμίζει τη στρατιωτική υπεροχή του Αζερμπαϊτζάν και την ενίσχυση από τις συμφωνίες με την Άγκυρα, αλλά και την πώληση στρατιωτικού υλικού από το Ισραήλ.
Τονίζει ότι στην παγκόσμια αγορά όπλων το Αζερμπαϊτζάν παραμένει ένας έξοχος πελάτης, ενώ η σταθερότητα του καθεστώτος του επιτρέπει να αναπτύσσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, σε αντίθεση με την Αρμενία, όπου πέραν της δημογραφικής παρακμής, ο στρατιωτικός της προϋπολογισμός παραμένει στάσιμος και πάνω απ’ όλα παρακωλύεται σε μεγάλο βαθμό από τη διαφθορά και την επικράτηση αξιωματούχων, ενισχυμένων από την πολιτική αστάθεια.
Επιπλέον, όπως σημειώνει, είναι γνωστό εδώ και δεκαπέντε χρόνια, ότι το Αζερμπαϊτζάν εξοπλιζόταν για να πάρει πίσω αυτό που θεωρεί έδαφος του, και ότι ο Πρόεδρος Ilham Aliev, ανυπόμονος να αποστασιοποιηθεί από τον πατέρα του, Heydar Aliev, τον πρόεδρο της ήττας, το είχε αναγάγει σε προσωπικό θέμα.
Κατά τη γνώμη του, δεν υπήρξε καμία έκπληξη στην επίθεση του Αζερμπαϊτζάν, καθώς η ένταση αυξανόταν για δύο χρόνια στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός και οι Ρώσοι, καλά εδραιωμένοι και στις δύο χώρες, φυσικά δεν το αγνοούσαν.
Για τον ίδιον, αυτό που είναι παράδοξο, είναι προσδοκία από την Αρμενική πλευρά για ακλόνητη υποστήριξη της Ρωσίας κατά της «τουρκικής» και της μουσουλμανικής απειλής.
Υποστηρίζει, ότι η Ρωσία επέτρεψε συνειδητά και σκόπιμα τη συντριβή της Αρμενίας, καθώς, όπως αναφέρει, όλα δείχνουν, ότι οι Ρώσοι όχι μόνο γνώριζαν για την επίθεση, αλλά πιθανώς είχαν συζητήσει τα όρια της με το Μπακού και είχαν καθορίσει εκ των προτέρων τις κόκκινες γραμμές (μην περάσετε τα σύνορα της Αρμενίας και να αρκεσθείτε στην ανάκτηση εδαφών που, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, είναι του Αζερμπαϊτζάν).
«Αυτή η εικόνα μιας «χριστιανικής» Ρωσίας, αναδεύεται εδώ και είκοσι χρόνια από δυτικούς γεωπολιτικούς, συχνά κοντά στην ακροδεξιά, που θέλουν να συνδέσουν το ζήτημα της μετανάστευσης με τη γεωστρατηγική, υποστηρίζοντας, ότι η Δύση, απειλούμενη τόσο στο εσωτερικό όσο και έξωθεν από το Ισλάμ, θα είχε τη Ρωσία ως τελευταίο αμυντικό.
Εξ ου και ένα θέμα που ακούγεται συχνά σε στρατιωτικούς κύκλους: κάναμε λάθος ως προς τους εχθρούς, έπρεπε να ήμασταν στο πλευρό των Σέρβων στη Βοσνία και στο πλευρό του Άσαντ στη Συρία», αναφέρει ο Olivier Roy, και θεωρεί, ότι «τίποτα δεν έχει γίνει κατανοητό από το ρωσικό όραμα, το οποίο βασίζεται πρωτίστως σε μία πραγματική πολιτική ισορροπίας ισχύος και σε μια συγκεκριμένη ρωσική και πολύ λίγο «δυτική» (και ακόμη λιγότερο χριστιανική) αντίληψη της γεωστρατηγικής».
Για τον ίδιον, οι μουσουλμάνοι δεν αποτελούν εμπόδιο στο σχέδιο της Ρωσίας να ανακτήσει την περιοχή της, αλλά ένα χαρτί μεταξύ άλλων, το οποίο έπαιξε για να υποβαθμίσει τη Γεωργία (υποστήριξη των Αμπχαζίων και των Αζέρων) και να πάρει πίσω τον έλεγχο της Τσετσενίας, η οποία, όπως παρατηρεί, είναι αναμφισβήτητα το μόνο έδαφος του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου επιβάλλεται ο νόμος της Σαρία, με την ευλογία, κατά τη γνώμη του, του «Τσάρου της Ρωσίας».
Αυτό, φυσικά, δεν εμποδίζει όλους τους Σταθμούς του Ραδιοφώνου της Μόσχας ανά τον κόσμο, να γελάνε με τον εξισλαμισμό των γαλλικών προαστίων, ακόμη και όταν ο Τσετσένος δικτάτορας δείχνει την κατανόησή του για τον νεαρό συμπατριώτη του, δολοφόνο του Samuel Paty.
Σήμερα, είναι το Αζερμπαϊτζάν που βοηθά στην επαναφορά της Αρμενία στη ρωσικό καλούπι.
«Η Τουρκία δεν είναι πλέον ο κληρονομικός εχθρός, που ήταν κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία για τη Ρωσία, και εάν ο Erdogan παίζει τον χαλίφη, οι πολιτικές του είναι λιγότερο οθωμανικές από ό,τι ο ίδιος.
»Σε τρία μέτωπα (Συρία, Λιβύη, Αζερμπαϊτζάν), οι τουρκικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους συνυπάρχουν με τις ρωσικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους, και ποτέ δεν ξέρεις σε ποια πλευρά βρίσκονται.
»Οι απώλειες, που μερικές φορές προκαλούν ο ένας στον άλλον, αντιμετωπίζονται ως ατυχή ατυχήματα ή απλά ως μήνυμα, που πρέπει να σταλεί στον άλλον.
»Αυτό που έχει σημασία είναι ο ρεαλισμός, ακόμη και μια μεγάλη δόση κυνισμού», υποστηρίζει ο Roy, και καταλήγει:
«Εάν θέλουμε να μιλήσουμε για στρατηγική, θα έπρεπε ίσως να επιστρέψουμε σε μια θεώρηση περί συγκρούσεων λιγότερο πολιτιστική και πιο ορθολογική, το οποίο ο ρωσικός κυνισμός μπορεί να μας βοηθήσει ή να μας αναγκάσει να το κάνουμε».