O Guardian «σφάζει» τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Όπως γράφει η εφημερίδα, ο Τούρκος πρόεδρος πέρασε από τον πόλεμο δια αντιπροσώπων σε μετωπική σύγκρουση με τον Ασσάντ και έχει αποξενώσει όλους τους συμμάχους του.
Οι ατίθασοι, εκτός ελέγχου, απολυταρχικοί ηγέτες -κι εδώ αναφέρουμε και τον Τούρκο πρόεδρο Ρεζέπ Ταγίπ Ερντογάν- τείνουν να πιστεύουν πως έχουν δίκιο σε κάθε περίσταση, ενώ είναι αρνητικοί σε κάθε κριτική εναντίον τους.
Είναι αυτή ακριβώς η ύβρις που έφερε την Τουρκία στο χείλος του γκρεμού στη Συρία μετά από εννέα χρόνια κομπασμών, απειλών, πολέμου δια αντιπροσώπων και άμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης.
Ο Ερντογάν βρίσκεται τώρα απομονωμένος από όλες τις πλευρές και στα μαχαίρια με όλους τους σημαντικούς παίχτες στη Συριακή Κρίση.
Αφού έστειλε άλλες 7,000 και τεθωρακισμένα μέσα στην Ιντλίμπ για να ενισχύσουν τους ήδη υπάρχοντες θύλακες, η Τουρκία βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Επιτέθηκε σε αεροδρόμια και θέσεις ραντάρ πολύ μακρυά από τη “ζώνη πυρός” και διακήρυξε πως όλες οι θέσεις και δυνάμεις του καθεστώτος είναι πλέον στόχοι.
Πίσω στα μέσα του 2011, όταν οι επαναστάσεις της Αραβικής Άνοιξης μόλις ξεσπούσαν, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, τότε υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας, είχε συναντηθεί με τον Άσσαντ και τον είχε εκλιπαρήσει να συζητήσει τα αιτήματα των εξεγερμένων. ο Άσσαντ αρνήθηκε.
Ο Νταβούτογλου αργότερα μου είχε πει πως ο Σύρος πρόεδρος απλά δεν άκουγε τίποτα. Η ευκαιρία χάθηκε. Καθώς ο Άσαντ κατέρρεε, ο Ερντογάν βοήθησε με κάθε τρόπο τους επαναστάτες, περιλαμβανομένων και των ισλαμιστών.
Όμως αυτό που συμβαίνει στην Συρία σήμερα δεν είναι πλέον πόλεμος αντιπροσώπων αλλά ανοιχτός πόλεμος μεταξύ δύο βαριά οπλισμένων γειτονικών κρατών που απειλεί να βυθίσει την Τουρκία βαθύτερα σε μια στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία, που είναι ο βασικότερος σύμμαχος του Άσσαντ.
Την προηγούμενη Πέμπτη, ο εκπρόσωπος του Ερντογάν είπε πως το χτύπημα στην αυτοκινητοπομπή που σκοτώθηκαν 33 Τούρκοι στρατιώτες ήταν ευθύνη του συριακού καθεστώτος.
Είναι δύσκολο να το εξακριβώσουμε, δεδομένης της καταπίεσης της ελεύθερης δημοσιογραφίας στην Τουρκία του Ερντογάν, αλλά σύμφωνα με τον Metin Gurcan, στρατιωτικό αναλυτή που γράφει για το έγκυρο al-Monitor, τα θύματα μπορεί να ήταν περισσότερα, φτάνοντας τα 55 ή ακόμα και τα 100 αν πιστέψουμε τοπικά μέσα.
Το σημαντικότερο είναι πως το χτύπημα δεν φαίνεται να προήλθε από συριακά αλλά από ρωσικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς.
Ο Ερντογάν απέφυγε να κατηγορήσει τους Ρώσους και η Μόσχα να αναλάβει την ευθύνη αλλά τα γεγονότα μιλούν μόνα τους.
Οι Τούρκοι άνοιξαν πυρ σε ρωσικά μαχητικά πάνω από την Ιντλίμπ ενώ τουρκικά πυρά από φορητούς αντιαεροπορικούς πυραύλους απείλησαν ακόμα και τη ρωσική βάση στο Khmeimim. Έξαλλοι Ρώσοι διοικητές ή εντολές απευθείας από τη Μόσχα δείχνουν να το πήραν απόφαση μετά από αυτό.
Οι βομβαρδισμοί έγιναν το απόγευμα της ίδιας μέρας. Σαν κερασάκι στην τούρτα, οι Ρώσοι αρνήθηκαν το τουρκικό αίτημα να αφήσουν τα τουρκικά ελικόπτερα να πετάξουν πάνω από την Ιντλίμπ και να εκκενώσουν τους τραυματίες.
Ήταν πρόθεση του Πούτιν να δώσει ένα μάθημα στον Ερντογάν; Αν ναί, φαίνεται πως τα κατάφερε. Ο Ερντογάν τρέχει τώρα στη Μόσχα για να μιλήσει προσωπικά με τον Ρώσο πρόεδρο για ανακωχή στο συριακό μέτωπο, αφού ο Πούτιν βρήκε χρόνο στο πρόγραμμά του να τον δεχθεί.
Όμως ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί να μην ενδιαφέρεται τόσο. Χρειάζεται να δώσει ένα τέλος στον πόλεμο στη Συρία, μια ιστορία που τραβάει πέντε χρόνια τώρα και του στοιχίζει πολύ σε χρήμα και σε αίμα.
Θέλει να δώσει ένα δώρο στον σύμμαχό του, Άσαντ στο τελευταίο προπύργιο των ανταρτών παίρνοντας κι αυτός το έπαθλό του και θέλει να κερδίσει μια στρατηγική νίκη έναντι της Δύσης και ιδιαίτερα, των ΗΠΑ.
Ο Πούτιν μπορεί να ζητήσει σαν αντάλλαγμα την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Συρία, την Ινλίμπ, την περιοχή δυτικά του Ευφράτη ακόμα και τις κουρδικές περιοχές στα βορειοανατολικά της χώρας, μερικώς ή ολικώς.
Ο Ερντογάν εισέβαλε τον περασμένο Φθινώπορο σε αυτές τις περιοχές χωρίς ιδιαίτερο λόγο, μόνο και μόνο για να δημιουργήσει κάποιες “ασφαλείς ζώνες” εντός συριακού εδάφους στο οποίο θεωρητικά οι πρόσφυγες του πολέμου που κατέφυγαν στην Τουρκία θα μπορούσαν να επιστρέψουν.
Ωστόσο, η στρατηγική αυτή που χτίστηκε πάνω στην άμμο, καταρρέει ως αποτέλεσμα της εγγενούς αδυναμίας των ισλαμιστών εξτρεμιστών που υποστηρίζει η Τουρκία να αντισταθούν στην προέλαση των δυνάμεων της Ρωσίας και του Ασσάντ.
Από την άλλη, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το ΝΑΤΟ αρνούνται να βοηθήσουν ουσιαστικά τον Ερντογάν αρκούμενες σε εκδηλώσεις στήριξης και αναγνωριστικές πτήσεις.
Για άλλη μια φορά ο Ερντογάν θερίζει ό,τι έσπειρε. Επανειλημμένα εξαπάτησε και κατηγόρησε το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους ηγέτες, χρησιμοποιώντας καυστικούς και περιφρονητικούς όρους. Αγόρασε και εγκατέστησε ένα ρωσικό πυραυλικό σύστημα παρά τις αντιδράσεις των ΗΠΑ.
Υπονόμευσε τις προσπάθειες της Δύσης ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος επιτιθέμενος στους Κούρδους της Συρίας και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ως όπλο την προσφυγική κρίση της Συρίας για να κάμψει τις αντιστάσεις της Ε.Ε. στις απαιτήσεις του με αποτέλεσμα το τωρινό χάος και δυστυχία στα Ελληνο-Τουρκικά σύνορα.
Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, που η αντιπολίτευση στο εσωτερικό της χώρας του αυξάνεται, εντεινόμενη από την κινούμενη άμμο της Συρίας.
Καθώς η κρίση στην Ιντλίμπ κλιμακωνόταν, ο Ερντογάν διακήρυξε πως ήθελε απλά μια ανακωχή στα πρότυπα του 2018 και την αποτροπή άλλης μιας κρίσης προσφύγων.
Λογικοί στόχοι αλλά οι τακτικές βίας και η επιθετική ρητορική του τον κατανίκησαν. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι εκριζώθηκαν και οι κάτοικοι της Ιντλίμπ σε λίγο θα είναι ανυπεράσπιστοι στα χέρια του καθεστώτος του Άσαντ.
Η ταπείνωση της Τουρκίας φαίνεται σαν Θεία Δίκη αλλά δεν είναι λόγος για θριαμβολογίες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι στόχοι της Τουρκίας ήταν ανέκαθεν στόχοι της Δύσης στην Συρία: να σταματήσει τις συγκρούσεις, να προστατεύσει τους πολίτες και να πετύχει μια ειρήνη που να διαρκέσει. Το να αφεθεί αποκλειστικά στον Ερντογάν ήταν λάθος και πάνω από τις δυνάμεις του.
Οι δυτικές δημοκρατίες έχουν μια ευκαιρία τώρα να κάνουν το σωστό στη Συρία: να στήσουν και να επιβάλουν έναν δίκαιο και ανθεκτικό συμβιβασμό μεταξύ των εμπολέμων και να πουν στον Πούτιν και στα βομβαρδιστικά του να πάνε σπίτι.