Ένας Ελβετός ο οποίος έχει μετεγκατασταθεί και ζει στο Μαρόκο συνελήφθη το Σάββατο, καθώς φέρεται να συνδέεται με κάποιους από τους υπόπτους για την πρόσφατη δολοφονία δύο νεαρών Σκανδιναβών τουριστριών στο νότιο τμήμα της χώρας, ανακοίνωσε η Κεντρική Υπηρεσία Δικαστικών Ερευνών (BCIJ) του βασιλείου.
Ο άνδρας αυτός, ο οποίος έχει επίσης την ισπανική υπηκοότητα και είχε λάβει άδεια παραμονής στο Μαρόκο, φέρεται να έχει προσηλυτιστεί στην «εξτρεμιστική ιδεολογία» και να είχε δώσει σε «κάποια από τα πρόσωπα από συνελήφθησαν» εργαλεία «επικοινωνίας νέας τεχνολογίας» καθώς και να τα είχε εκπαιδεύσει στη «χρήση πυροβόλων όπλων», κατά την ίδια πηγή, όπως μεταδίδουν το Γαλλικό Πρακτορείο και το Reuters και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η έρευνα που διενεργείται αποκάλυψε ότι ο άνδρας αυτός είχε «ανάμιξη στη στρατολόγηση Μαροκινών και πολιτών χωρών της υποσαχάριας Αφρικής για τη διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών στο Μαρόκο, εναντίον ξένων στόχων (αλλά) και μελών των δυνάμεων ασφαλείας για να τους αποσπάσουν τα υπηρεσιακά τους όπλα», συνέχισε το BCIJ, το οποίο είναι αρμόδιο για τον αντιτρομοκρατικό αγώνα στο βασίλειο.
Η Λουίζα Βεστάγκερ Γέσπερσεν, 24 ετών, από τη Δανία, και η φίλη της Μάρεν Γιούλαντ, 28 ετών, από τη Νορβηγία, δολοφονήθηκαν τη νύχτα της 16ης προς 17η Δεκεμβρίου στο νότιο Μαρόκο, όπου πέρναγαν τις διακοπές τους.
Τα πτώματά τους βρέθηκαν σε ερημική περιοχή κοντά στο χωριό Ιμλίλ, στον Άνω Άτλαντα, όρος που εκτιμούν ιδιαίτερα πολλοί ερασιτέχνες πεζοπόροι οι οποίοι επισκέπτονται το Μαρόκο. Τα θύματα είχαν αποκεφαλιστεί.
Οι μαροκινές αρχές έχουν συλλάβει 18 ανθρώπους που φέρονται να συνδέονται με αυτή τη διπλή δολοφονία, την οποία η Ραμπάτ θεωρεί «τρομοκρατική» ενέργεια.
Οι τέσσερις βασικοί ύποπτοι, που συνελήφθησαν στο Μαρακές τις ημέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία των νεαρών γυναικών, φέρονται να ανήκαν σε έναν πυρήνα εμπνεόμενο από την ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους, πάντως «χωρίς επαφή» με κάποιο από τα στελέχη της οργάνωσης στη Συρία ή στο Ιράκ, είχε δηλώσει την Δευτέρα στο Γαλλικό Πρακτορείο ο επικεφαλής της μαροκινής αντιτρομοκρατικής Αμπντελχάκ Χιάμ.
Ο ένας από αυτούς, ο Αμπντεσαμάντ Ετζούντ, ένας πλανόδιος έμπορος 25 ετών, πιστεύεται πως είναι ο επικεφαλής αυτού του «τρομοκρατικού πυρήνα».
Αυτός μιλάει στο βίντεο που γυρίστηκε μία εβδομάδα πριν από τους φόνους των τουριστριών, στο οποίο οι τέσσερις βασικοί ύποπτοι ορκίζονται πίστη στον Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, τον ηγέτη του Ισλαμικού Κράτους.
Ο Μπουμπακέρ Σαμπίκ, εκπρόσωπος της υπηρεσίας εσωτερικής ασφαλείας και πληροφοριών, περιέγραψε προ ημερών την τετράδα των φερόμενων ως δραστών με την έκφραση «μοναχικοί λύκοι»:
«Το έγκλημα δεν διαπράχθηκε σε συντονισμό με το Ισλαμικό Κράτος», τόνισε.
«Οι μοναχικοί λύκοι δεν χρειάζονται την έγκριση του ηγέτη τους», πρόσθεσε.
Η υπόθεση συγκλόνισε την κοινή γνώμη στη Νορβηγία, στη Δανία αλλά και στο ίδιο το Μαρόκο.
Ένα βίντεο που κυκλοφόρησε σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης και καταγράφει την εκτέλεση του ενός από τα δύο θύματα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη χώρα όπου διαπράχθηκαν οι δολοφονίες.
Το βίντεο θεωρείται από τις Αρχές πως είναι αυθεντικό, κατά μια πηγή προσκείμενη στην έρευνα που διενεργείται.
Συγκριτικά με άλλα κράτη της βόρειας Αφρικής, το βασίλειο του Μαρόκου έχει υποστεί αισθητά λιγότερες επιθέσεις τζιχαντιστών.
Η πιο πρόσφατη είχε διαπραχθεί τον Απρίλιο του 2011, όταν 17 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε βομβιστική επίθεση με στόχο εστιατόριο στο Μαρακές.
Το 2017 και το 2018, οι Αρχές του Μαρόκου ανακοίνωσαν ότι εξαρθρώθηκαν 20 τζιχαντιστικοί πυρήνες που φέρονται να σχεδίαζαν να διαπράξουν νέες επιθέσεις στη χώρα.
Η χώρα αυτή της βόρειας Αφρικής είχε θρηνήσει δεκάδες θύματα στη σειρά βομβιστικών επιθέσεων του 2003 στην Καζαμπλάνκα: ο απολογισμός της είχε ανέλθει στους 33 νεκρούς, χωρίς να υπολογίζονται οι 12 βομβιστές αυτοκτονίας μιας τοπικής οργάνωσης τζιχαντιστών που συνδεόταν με την Αλ Κάιντα.