Το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες στη Γερμανία θεωρείται πλέον κάτι αυτονόητο.
Ωστόσο, ο δρόμος μέχρι την κάλπη ήταν για τις Γερμανίδες μακρύς και δύσβατος, γράφει η Deutshe Welle.
Όταν η σοσιαλδημοκράτης βουλευτής Μαρί Γιούχαζ πήρε τον λόγο στην Εθνοσυνέλευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στις 19 Φεβρουαρίου 1919, οι άνδρες στην αίθουσα φάνηκαν να το διασκεδάζουν.
Κανείς από αυτούς δεν φάνηκε να παίρνει και πολύ στα σοβαρά την πρώτη γυναίκα βουλευτή που μίλησε ενώπιον ενός γερμανικού κοινοβουλίου.
Αυτό δεν αποθάρρυνε πάντως τη Μαρί Γιούχαζ, η οποία επισήμανε τότε ότι «οι γυναίκες κατέχουν σήμερα το καθεστώς του πολίτη που δικαιούνται».
Οι γυναίκες έπρεπε να αγωνιστούν επί δεκαετίες για να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου πριν από 100 χρόνια.
Στις 12 Νοεμβρίου 1918 η τότε επαναστατική συγκυβέρνηση SPD και USPD (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) αποφάσισε ότι το γενικό και ισότιμο εκλογικό δικαίωμα θα ίσχυε στο εξής τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Η επανάσταση στη Γερμανία με στόχο την κατάργηση της μοναρχίας στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέστησε εφικτό κάτι που μέχρι πρότινος έμοιαζε αδιανόητο.
Ήδη από τη γερμανική επανάσταση του 1848 οι γυναίκες στη Γερμανία είχαν αρχίσει να διεκδικούν ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες.
Γυναικείες πολιτικές ενώσεις και γυναικεία περιοδικά ιδρύθηκαν τότε. «Όπου αναφέρεστε στον λαό, δεν συμπεριλαμβάνονται οι γυναίκες», τόνισε διαμαρτυρόμενη η γνωστή αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών Λουίζε Ότο-Πέτερς.
Ωστόσο, οι γυναίκες δεν βρήκαν ευήκοα ώτα. Αντιθέτως, μετά την επανάσταση επιβλήθηκαν νόμοι που έκαναν ακόμη δυσκολότερη τη συμμετοχή των γυναικών στο πολιτικό γίγνεσθαι. Δεν επιτρεπόταν να έχουν ούτε εκδοτική ούτε οποιαδήποτε άλλη πολιτική δράση.
Βαθμιαία οργάνωση αλλά και εσωτερικές διαφωνίες
Τη δεκαετία του 1870 ορισμένες γυναίκες, όπως η φεμινίστρια και συγγραφέας Χέντβιχ Ντομ, έσπασαν αυτόν τον αποκλεισμό.
Εκτός από μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, η Ντομ έγραψε αιχμηρές πολιτικές πραγματείες. Ωστόσο, αυτή και άλλες αντίστοιχες προσπάθειες δεν είχαν άμεσο αντίκτυπο.
Το κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών άρχισε να αποκτά πιο οργανωμένη δομή από το 1890.
Το 1894 ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Γερμανικών Ενώσεων Γυναικών (BDF), ο οποίος έμελλε να γίνει ο πιο ισχυρός οργανισμός εκπροσώπησης του γυναικείου κινήματος.
Στα προπολεμικά χρόνια ο παγγερμανικός αυτός σύνδεσμος φιλοξενούσε υπό τη σκέπη του 2.200 ενώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών.
Πάντως υπήρξαν και διχογνωμίες στους κόλπους του γυναικείου κινήματος. Γυναίκες με σοσιαλιστικές πολιτικές πεποιθήσεις αρνούνταν να ενταχθούν στον αστικό σύνδεσμο BDF.
Κατά τη γνώμη τους ο μόνος τρόπος να αποκτήσουν οι γυναίκες ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες ήταν να επαναστατήσουν.
Επιπλέον ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος φάνηκε να προκαλεί διαιρέσεις ανάμεσα στα μέλη του γυναικείου κινήματος.
Ο σύνδεσμος BDF στήριξε τους γερμανούς στρατιώτες στο μέτωπο της μάχης, την ώρα που κορυφαίες εκπρόσωποι του σοσιαλιστικού ρεύματος, όπως η Κλάρα Τσέτκιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η Ανίτα Άουγκσπουργκ τάχθηκαν ξεκάθαρα κατά του πολέμου.
Προς το τέλος του πολέμου πάντως γυναίκες σε πολλές γερμανικές πόλεις συμμετείχαν στην αναδιοργάνωση των κομμάτων, εξηγεί η ιστορικός Ντοροτέ Λίνεμαν, επιμελήτρια της επετειακής έκθεσης «Γυναικεία Ψήφος» στο Ιστορικό Μουσείο της Φραγκφούρτης.
Όπως λέει η ίδια όμως, μόλις 50 γυναίκες κατάφεραν να γίνουν μέλη τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών που ιδρύθηκαν σε 28 πόλεις της Γερμανίας μετά την επανάσταση στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Αυτό οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι οι γυναίκες εξακολουθούσαν να αποκλείονται από τους ανδροκρατούμενους πολιτικούς μηχανισμούς».
Λόγω των δυσχερειών και των αντιστάσεων από τους εκπροσώπους μιας ανδροκρατούμενης πολιτικής, η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες στις 12 Νοεμβρίου 1918 ήταν επομένως για πολλές γυναίκες κάτι σαν θαύμα.