Η χολέρα έχει προκαλέσει τον θάνατο 15 ανθρώπων, ενώ 547 έχουν ασθενήσει στην πρωτεύουσα της Ζάμπια, Λουζάκα και ο αριθμός των κρουσμάτων αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, καθώς αρχίζει η εποχή των βροχών, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Η επιδημία ξέσπασε στις 28 Σεπτεμβρίου, ωστόσο φάνηκε να εξασθενεί στις 20 Οκτωβρίου, με λιγότερα από πέντε κρούσματα μόλυνσης την εβδομάδα μέχρι τις 5 Νοεμβρίου.
Στη συνέχεια όμως τα κρούσματα αυξήθηκαν και την εβδομάδα που ξεκίνησε στις 26 Νοεμβρίου έφθασαν τα 136.
Περισσότερο έχουν πληγεί οι πυκνοκατοικημένες συνοικίες της Λουζάκα, η Τσιπάτα και η Κανιάμα, όπου οι πλημμελείς συνθήκες υγιεινής ευνοούν την εξάπλωση της νόσου, ανακοίνωσε αργά το βράδυ της Δευτέρας ο ΠΟΥ.
«Η έλευση της περιόδου των βροχών σε συνδυασμό με την ανεπαρκή προμήθεια πόσιμου νερού και τις πλημμελείς συνθήκες υγιεινής αυξάνουν τον κίνδυνο επιδημίας στην Λουζάκα και σε άλλα τμήματα της χώρας», ανακοίνωσε ο διεθνής οργανισμός.
Επίσης υψηλός είναι ο κίνδυνος ξεσπάσματος της νόσου στον καταυλισμό προσφύγων της Ζάμπια, Ντσελένγκε, ο οποίος απέχει περισσότερα από 1.000 χιλιόμετρα από την Λουζάκα και φιλοξενεί τουλάχιστον 60.000 πρόσφυγες, κυρίως από την ΛΔ Κονγκό, όπου επίσης υπάρχει έξαρση της νόσου.
Η χολέρα μεταδίδεται στον άνθρωπο από μολυσμένα κόπρανα.
Σωματίδια κοπράνων εισέρχονται στο στόμα από νερό ή τροφή που έχει μολυνθεί με το βακτήριο Vibrio cholerae.
Η νόσος προκαλεί υδαρή διάρροια και παρότι οι περισσότεροι πάσχοντες δεν εμφανίζουν συμπτώματα ή έχουν ήπια συμπτώματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν με ενδοφλέβια ενυδάτωση, η ασθένεια εξαπλώνεται γρήγορα και μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο μέσα σε λίγες ώρες εάν δεν χορηγηθεί θεραπεία.