Δραματική είναι η κλιμάκωση στις σχέσεις ΗΠΑ–Ρωσίας στη Συρία, με τη Ρωσία να κατηγορεί ευθέως τις ΗΠΑ για υποστήριξη τρομοκρατών και από την άλλη πλευρά Αμερικανοί Γερουσιαστές να ζητούν “πράσινο φως” για επέμβαση του αμερικανικού στρατού στη Συρία.
Η Ρωσία κατηγόρησε την Τρίτη τον Διεθνή Συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για «συνέργεια με τους τρομοκράτες», μετά την κατάρριψη από αμερικανικό μαχητικό ενός οπλισμένου μη επανδρωμένου, τηλεκατευθυνόμενου εναέριου οχήματος των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων στη Συρία κοντά στη βάση Αλ Τανφ.
«Στη Συρία αυτού του είδους τα πλήγματα μοιάζουν με συνέργεια με την τρομοκρατία», δήλωσε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Ριάμπκοφ σε δηλώσεις του στο πρακτορείο ειδήσεων Interfax.
Το ιρανικής κατασκευής μη επανδρωμένο αεροσκάφος (UAV) Σαχίντ 129 καταρρίφθηκε τη νύχτα της Δευτέρας προς Τρίτη από ένα αμερικανικό αεροσκάφος F-15 Strike Eagle διότι «έδειξε εχθρικές διαθέσεις και κινήθηκε εναντίον δυνάμεων του Συνασπισμού», σύμφωνα με ανακοίνωση του Διεθνούς Συνασπισμού.
Η νέα εμπλοκή μεταξύ του Συνασπισμού και των δυνάμεων της Δαμασκού σημειώθηκε πριν συμπληρωθούν 48 ώρες από την κατάρριψη, την Κυριακή, ενός βομβαρδιστικού της συριακής Πολεμικής Αεροπορίας από ένα αμερικανικό καταδιωκτικό στην περιοχή της Ράκα, στη βόρεια Συρία.
Οι ΗΠΑ είχαν καταρρίψει άλλο ένα UAV των φιλοκαθεστωτικών δυνάμεων πριν από δύο εβδομάδας στην περιοχή Αλ Τανφ, μια πόλη κοντά στα σύνορα Συρίας, Ιράκ, Ιορδανίας, πάνω στον στρατηγικής σημασίας άξονα Δαμασκού-Βαγδάτης.
Εξάλλου, βομβάρδισαν επανειλημμένα δυνάμεις προσκείμενες στη Δαμασκό που πλησίασαν ένα στρατόπεδο που έχει δημιουργηθεί στην Αλ Τανφ, όπου μέλη των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων εκπαιδεύουν άνδρες συριακών ένοπλων οργανώσεων.
Μετά την κατάρριψη του συριακού αεροσκάφους η Ρωσία, σύμμαχος της Δαμασκού, ανακοίνωσε ότι αναστέλλει τη λειτουργία του διαύλου επικοινωνίας των ενόπλων δυνάμεών της με τις αμερικανικές για τις επιχειρήσεις στη Ρωσία.
Η Μόσχα προειδοποίησε επίσης ότι θα στρέψει τους πυραύλους της στα αεροσκάφη του Διεθνούς Συνασπισμού πάνω από τη Συρία αν κινηθούν δυτικά του Ευφράτη.
Γερουσιαστές επιθυμούν «πράσινο φως» για στρατιωτική επέμβαση στην Συρία
Αμερικανοί γερουσιαστές κάλεσαν την Τρίτη το Κογκρέσο να ασκήσει τον συνταγματικό του ρόλο και να καθορίσει κατά πόσον οι ΗΠΑ θα ξεκινήσουν πόλεμο, τονίζοντας ότι οι πρόσφατες αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές στην Συρία δεν καλυπτόταν από την υπάρχουσα νομοθεσία που επιτρέπει την ανάληψη στρατιωτικής δράσης.
Η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας ξεκίνησε να εξετάζει μια νομοθεσία που θα μπορεί να εγκρίνει την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στην Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Σομαλία, την Λιβύη και την Υεμένη ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, την Αλ Κάιντα και άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις.
«Πάντα πίστευα ότι είναι σημαντικό για το Κογκρέσο να ασκεί τον συνταγματικό του ρόλο (και) να δίνει έγκριση για ανάληψη στρατιωτικής δράσης», δήλωσε στα μέλη της Επιτροπής ο πρόεδρος της, Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Μπομπ Κόρκερ.
Ενώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ έχει διατάξει την ενίσχυση της στρατιωτικής δράσης στην Συρία, το Αφγανιστάν και αλλού, τα μέλη του Κογκρέσου επιθυμούν από τον Αμερικανό πρόεδρο να παρουσιάσει μια στρατηγική για την συντριβή του Ισλαμικού Κράτους και άλλων εξτρεμιστικών οργανώσεων.
«Είναι δύσκολο για μας να αναλάβουμε την ευθύνη εκτός αν γνωρίζουμε τι χρειάζεται ο επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων», δήλωσε ο Γερουσιαστής Μπεν Κάρντιν, επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Επιτροπή.
Η κυβέρνηση Τραμπ, όπως και η προηγούμενη κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, χρησιμοποιεί ως νομική βάση για μια ευρείας κλίμακα στρατιωτική δράση την Έγκριση περί Χρήσης Στρατιωτικής Δύναμης (AUMF), που είχε ψηφιστεί από το Κογκρέσο λίγο καιρό μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και αφορούσε την εκστρατεία εναντίον της Αλ Κάιντα και των παρακλαδιών της.
Αν και υπάρχει διακομματική στήριξη στο Κογκρέσο στην συζήτηση και την ψήφιση μιας νέας νομοθεσίας σαν αυτή της AUMF, το μέτρο εξακολουθεί να συναντά σθεναρή αντίσταση.
Πολλά μέλη του Κογκρέσου δεν επιθυμούν να ψηφίσουν οποιοδήποτε μέτρο που ενδεχομένως να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε ένα στρατιωτικό αδιέξοδο, όπου θα δαπανώνται χρήματα φορολογουμένων ή θα έχει αποτέλεσμα έναν μεγάλο αριθμό Αμερικανών θυμάτων.