Ηχηρή παρέμβαση του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, του ανθρώπου στον οποίο ο Ερντογάν έχει «χρεώσει» το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου κι όχι μόνο.
Ο Γκιουλέν με κείμενό του στην Washington Post, ζητά ακόμη και την παρέμβαση του ΝΑΤΟ για να επιστρέψει η δημοκρατία στην Τουρκία!
Ο Γκιουλέν γράφει ότι δεν αναγνωρίζει ποια την Τουρκία “που ήξερε” και επισημαίνει ότι η χώρα του έχει πέσει στα χέρια ενός Προέδρου που έχει συγκεντρώσει όλη την εξουσία στα χέρια του και υποτάσσει όποιον διαφωνεί.
“Η Δύση πρέπει να βοηθήσει την Τουρκία να επιστρέψει σε μια δημοκρατική πορεία. Η συνεδρίαση της Τρίτης και η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ την επόμενη εβδομάδα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως ευκαιρία για να προωθηθεί αυτή η προσπάθεια”, γράφει ο Γκιουλέν.
Και συνεχίζει: “Από τις 15 Ιουλίου, μετά από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διώκει συστηματικά αθώους ανθρώπους – συλλαμβάνοντας, φυλακίζοντας, πυροβολώντας και καταστρέφοντας τις ζωές περισσότερων από 300.000 Τούρκων πολιτών, είτε πρόκειται για Κούρδους, Αλεβίτες, αριστερούς, Ακαδημαϊκούς ή συμμετέχοντες στο Hizmet, το ειρηνικό ανθρωπιστικό κίνημα με το οποίο είμαι συνδεδεμένος”.
Ο Γκιουλέν επισημαίνει ότι έχει καταγγείλει δημόσια την απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά παρόλα αυτά ο Εντογάν χωρίς στοιχεία συνεχίζει να τον κατηγορεί.
Καταγγέλλει τις παράνομες φυλακίσεις κάνοντας αναφορά στους στρατιωτικούς που υπηρετούν στο ΝΑΤΟ, μιλά για τις απαγωγές κάνει το καθεστώς σ΄ όλο τον κόσμο.
Ο Γκιουλέν κάνει λόγο για το δημοψήφισμα αναφέροντας τις καταγγελίες για νοθεία και εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη του τουρκικού λαού.
“Δεν ξεκίνησε με αυτόν τον τρόπο το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) που το 2002 υποσχόταν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, καθώς πέρασε ο καιρός, ο Ερντογάν έγινε όλο και πιο ευαίσθητος στη διαφωνία.
Διευκόλυνε τη μεταφορά πολλών μέσων μαζικής ενημέρωσης στους συνεργάτες του μέσω κυβερνητικών οργανισμών. Τον Ιούνιο του 2013, συνέτριψε τους διαδηλωτές του πάρκου Gezi.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, όταν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου του ενεπλάκησαν σε έναν τεράστιο έλεγχο για σκάνδαλα, απάντησε με το να ελέγξει το δικαστικό σώμα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η “προσωρινή” κατάσταση έκτακτης ανάγκης εξακολουθεί να ισχύει. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, το ένα τρίτο όλων των φυλακισμένων δημοσιογράφων στον κόσμο βρίσκονται στις τουρκικές φυλακές”, γράφει ο Γκουλέν, σύμφωνα με το Militaire.gr.
«Ο διωγμός του λαού από τον Ερντογάν δεν είναι απλώς ένα εγχώριο ζήτημα. Η συνεχιζόμενη δίωξη της κοινωνίας των πολιτών, των δημοσιογράφων, των ακαδημαϊκών και των Κούρδων στην Τουρκία απειλεί τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της χώρας.
Ο τουρκικός πληθυσμός είναι ήδη έντονα πολωμένος από το καθεστώς του ΑΚΡ. Μια Τουρκία υπό δικτατορικό καθεστώς, που θα παράσχει καταφύγιο σε βίαιους ριζοσπάστες και θα ωθήσει τους Κουρδους πολίτες σε απελπισία, θα είναι ένας εφιάλτης για την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή.
Ο λαός της Τουρκίας χρειάζεται την υποστήριξη των ευρωπαίων συμμάχων και των Ηνωμένων Πολιτειών για να αποκαταστήσει τη δημοκρατία . Η Τουρκία ξεκίνησε πραγματικές πολυκομματικές εκλογές το 1950 για να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Ως απαίτηση της συμμετοχής της, το ΝΑΤΟ μπορεί και πρέπει να απαιτήσει από την Τουρκία να τιμήσει τη δέσμευσή της για τα δημοκρατικά πρότυπα της συμμαχίας.
Δύο μέτρα είναι κρίσιμα για την ανατροπή της δημοκρατικής παλινδρόμησης στην Τουρκία.
Πρώτον, ένα νέο πολιτικό σύνταγμα θα πρέπει να συνταχθεί μέσω μιας δημοκρατικής διαδικασίας που θα περιλαμβάνει εκπροσώπους όλων των τμημάτων της κοινωνίας και θα συμβαδίζει με τα διεθνή νομικά και ανθρωπιστικά πρότυπα, αντλώντας διδάγματα από την επιτυχία των μακροχρόνιων δημοκρατιών στη Δύση.
Δεύτερον, πρέπει να αναπτυχθεί ένα σχολικό πρόγραμμα σπουδών που να δίνει έμφαση στις δημοκρατικές και πλουραλιστικές αξίες και να ενθαρρύνει την κριτική σκέψη.
Κάθε φοιτητής πρέπει να μάθει τη σημασία της εξισορρόπησης των κρατικών εξουσιών με τα ατομικά δικαιώματα, τον διαχωρισμό των εξουσιών, τη δικαστική ανεξαρτησία και την ελευθερία του Τύπου, καθώς και τους κινδύνους του ακραίου εθνικισμού, την πολιτικοποίηση της θρησκείας και το σεβασμό του κράτους ή οποιουδήποτε ηγέτη», καταλήγει ο Γκιουλέν.