“Καλό Πάσχα” σε όλους τους χριστιανούς ευχήθηκε σήμερα, Κυριακή του Πάσχα και ημέρα του δημοψηφίσματος στην Τουρκία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
“Δίνουμε μεγάλη σημασία στη δυνατότητα των πολιτών μας να ζουν σύμφωνα με τη θρησκεία, την κουλτούρα και τις παραδόσεις τους ελεύθερα, οποιαδήποτε κι εάν είναι η πίστη, η θρησκεία, η σέχτα ή η εθνική τους καταγωγή μέσα στη χώρα μας”, αναφέρει ο Ερντογάν σε γραπτή του δήλωση.
Ο Ερντογάν τονίζει στην πασχαλινή “ευχή” του ότι λόγω της γεωγραφικής της θέσης η Τουρκία αντιμετωπίζει τις διαφορετικότητες ως μέρος της πλούσιας κληρονομιάς της.
Ο Ερντογάν δεν παρέλειψε να ευχηθεί η ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών θρησκειών και δογμάτων, που υπάρχει στην Τουρκία εδώ και εκατοντάδες χρόνια, να αποτελέσει παράδειγμα για όλο τον κόσμο.
Ο Πρόεδρος της Τουρκίας ευχήθηκε “καλό Πάσχα” στους χριστιανούς όχι μόνο της Τουρκίας αλλά και όλου του κόσμου.
“Καλό Πάσχα” ευχήθηκε και ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ, επίσης με γραπτή του δήλωση.
Ο Γιλντιρίμ αναφέρει ότι η Τουρκία υπήρξε σύμβολο ειρήνης και ανοχής για εκατοντάδες χρόνια και ότι οι εκκλησίες, οι συναγωγές και τα τζαμιά της συνυπάρχουν στους ίδιους δρόμους.
Προφανώς και οι παραπάνω δηλώσεις είναι εξωφρενικές, εάν αναλογιστεί κανείς τις γενοκτονίες των χριστιανών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εκατομμύρια Έλληνες, Αρμένιοι και Ασσύριοι σφάχτηκαν από τους κεμαλικούς.
Πέρα όμως από τις σφαγές και τις γενοκτονίες χριστιανών, εκατομμύρια χριστιανοί για να σωθούν αναγκάστηκαν είτε να εξισλαμιστούν είτε να φύγουν πρόσφυγες.
Αρχαίοι λαοί όπως οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι είτε εξοντώθηκαν συστηματικά είτε εξισλαμίστηκαν για να αποτελέσει το “κράμα” τους το σημερινό τουρκικό έθνος, που δεν έχει καμία συγγένεια με τους κανονικούς Τούρκους (Μογγόλους) της κεντρικής Ασίας και της βορειοδυτικής δυτικής Κίνας, αλλά είναι απόγονοι εξισλαμισμένων και εκτουρκισμένων γηγενών λαών της Μικράς Ασίας.
Από τα εκατομμύρια χριστιανών που κατοικούσαν στην “ανεκτική” και “ειρηνική” Τουρκία έχουν απομείνει από την πολύ “ανοχή” 150.000, από τους οποίους μόλις 3.500 Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη κι ακόμα 15.000 Έλληνες-Ελληνορθόδοξοι αραβόφωνοι στην Αντιόχεια.
Οι Τούρκοι εκδίωξαν τους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη στα Σεπτεμβριανά του 1955 και όσοι απέμειναν απελάθηκαν το 1964-65. Διωγμοί Ελλήνων της Πόλης έγιναν και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αποδείξεις της τουρκικής “ειρήνης” και “ανεκτικότητας”
To 1927, τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως περιοριζόταν στις 100.000 περίπου άτομα, συν άλλες 26.000 Έλληνες πολίτες, ενώ κατά το 1924, μερικούς μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης ο ελληνικός πληθυσμός της ευρύτερης Κωνσταντινουπόλεως υπολογιζόταν σε 298.000 άτομα.
Όσοι Έλληνες παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη υποτίθεται ότι προστατεύονταν από διάφορες πρόνοιες της συνθήκης.
Από την επομένη όμως της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης η Τουρκία άρχισε να περιορίζει τα δικαιώματα που παρείχε στους Έλληνες η συνθήκη, καταπατώντας με απροκάλυπτο τρόπο διάφορα άρθρα της και ασκώντας με παντοιοτρόπως ποικίλες πιέσεις στους μειονοτικούς και στο ίδιο το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.
Και όλα αυτά χωρίς να υπάρξει ουδεμία αντίδραση από το ελληνικό κράτος, πλην ελαχίστων περιπτώσεων.
Ενδεικτικώς και πολύ περιληπτικώς αναφέρονται μερικά μόνον από τα μέτρα που έλαβε το τουρκικό κράτος κατά των Ελλήνων μειονοτικών: κατά καιρούς αυθαίρετες απελάσεις ομογενών και δη σημαινόντων προσώπων, απαγόρευση εξασκήσεως πολλών επαγγελμάτων σε Έλληνες, κατασχέσεις περιουσιών, επεμβάσεις στις εκλογές των ομογενειακών ιδρυμάτων, παρεμβολή διαφόρων προσκομμάτων στην ομαλή οργάνωση και λειτουργία των εκπαιδευτηρίων και ένα σωρό άλλα.
Αποκορύφωμα της τουρκικής εχθρικής πολιτικής κατά της ελληνικής μειονότητος ήταν η στρατολόγηση είκοσι κλάσεων ομογενών, ηλικίας 25 – 45 ετών, το 1941 και η αποστολή τους σε νέα «τάγματα εργασίας» (amele taburlarι) προς πραγματοποίηση εκχιονισμών, εκβραχισμών και έργων οδοποιίας στα βάθη της Τουρκίας, υπό άθλιες καιρικές συνθήκες.
Όλα αυτά μετά την πλήρη επιβολή της τριπλής γερμανο-ιταλο-βουλγαρικής κατοχής στην Ελλάδα.
Τέλος, το εξοντωτικότερο μέτρο κατά της ομογενείας υπήρξε η περιβόητη «φορολογία περιουσίας» (varlιk vergisi) – “βαρλίκι” για τους ντόπιους Κωνσταντινουπολίτες.
Σύμφωνα μ’ αυτόν το νόμο, οι τουρκικές Αρχές, με αυθαίρετο τρόπο, όρισαν για τους μειονοτικούς φόρο που έφθανε να είναι διπλάσιος ή και τριπλάσιος της συνολικής αξίας της περιουσίας τους.
Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν κατέβαλλε τον φόρο εντός δεκαπέντε ημερών, οι έφοροι είχαν δικαίωμα να κατάσχουν κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία του.
Αργοπορία τριάντα ημερών σήμαινε τον εκτοπισμό των “οφειλετών” σε ειδικά στρατόπεδα και εκτέλεση καταναγκαστικών έργων.
Αποτέλεσμα αυτού του νόμου υπήρξε η δήμευση πολλών περιουσιών (αφού οι ομογενείς εκλήθησαν να πληρώσουν μέχρι και δεκαπλάσια από τα νομίμως αναλογούντα σ’ αυτούς – σε αντίθεση με τους Τούρκους, που πλήρωναν συμβολικά ποσά) ή η πώλησή τους σε Τούρκους έναντι ποσών ευτελεστάτων.
Επίσης, πάρα πολλοί Έλληνες οδηγήθηκαν στην Ανατολία για καταναγκαστικά έργα.
Πολλοί εξ αυτών πέθαναν από τις κακουχίες, ενώ όσοι σώθηκαν επέστρεψαν σε άθλια κατάσταση στις αρχές του 1944, και όταν πλέον άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βάσει αυτού του νόμου η ελληνική ομογένεια, αν και αποτελούσε λιγότερο από το 0,5% του συνολικού πληθυσμού της Τουρκίας, εκλήθη να πληρώσει το 20% του συνολικού ποσού του φόρου.
Γενικώς, η τουρκική κυβέρνηση, με τα μέτρα που έλαβε εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως έπληξε καίρια τους κοινωνικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς θεσμούς της ελληνικής μειονότητος.
Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδίως μετά το 1947, η Τουρκία αναγκάστηκε να χαλαρώσει τα μέτρα κατά της ελληνικής μειονότητας, καθώς η Ελλάδα βρέθηκε με το μέρος των νικητών του πολέμου, ενώ η Τουρκία είχε τηρήσει ευμενή ουδετερότητα προς την ναζιστική Γερμανία και ευρίσκετο σε πολύ δύσκολη θέση, ιδίως έναντι της Σοβιετικής Ένωσης.
Εξάλλου, μετά την δημιουργία του ΝΑΤΟ και την ένταξη της Τουρκίας και της Ελλάδος στον οργανισμό αυτό το 1952, οι σχέσεις των δύο χωρών έγιναν αρκετά πιο φιλικές.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1955 η γυναίκα του Τούρκου Προξένου στην Θεσσαλονίκη κάλεσε Έλληνα φωτογράφο και του ζήτησε να φωτογραφήσει τον περίβολο του Προξενείου, το οποίο στεγάζεται δίπλα σε παλιό σπίτι, στο οποίο υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Τις φωτογραφίες τις ζήτησε ως “ενθύμιο”, διότι την επομένη επρόκειτο να αναχωρήσει για την Τουρκία.
Τα μεσάνυκτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου εξερράγη βόμβα στον κήπο του τουρκικού Προξενείο, η οποία προκάλεσε μικρές μόνον ζημιές σε υαλοπίνακες στην παρακείμενη “οικία του Κεμάλ”.
Η βόμβα, όπως εξακριβώθηκε από τις έρευνες που διεξήγαγαν οι ελληνικές Αρχές και όπως απεδείχθη αργότερα στην δίκη των πρωταιτίων των γεγονότων το 1961 στην νήσο Yassιada (Πλάτη), μεταφέρθηκε από την Τουρκία από Τούρκο πράκτορα (Έλληνα υπήκοο από την Κομοτηνή) και τοποθετήθηκε από τον Τούρκο κλητήρα του Προξενείου.
Στις 4:00 το απόγευμα η τουρκική εφημερίδα İstanbul Ekspres κυκλοφόρησε σε έκτακτη έκδοση και δημοσίευσε τις φωτογραφίες της συζύγου του Τούρκου Προξένου φρικτά παραποιημένες, εις τρόπον ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι στο σπίτι του πατέρα των Τούρκων είχε σημειωθεί μια τεράστια έκρηξη από βόμβα που είχαν τοποθετήσει οι Έλληνες.
Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για την έναρξη των πρωτοφανούς αγριότητος οργανωμένων ανθελληνικών ταραχών στην Κωνσταντινούπολη, γνωστών με το όνομα «Σεπτεμβριανά του 1955».
Μόλις δόθηκε το σύνθημα, ο μαινόμενος τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης και άρχισε να λεηλατεί κάθε τι το ελληνικό.
Ασφαλώς, όμως, οι “αγανακτισμένοι” Τούρκοι πολίτες δεν έδρασαν αυθόρμητα.
Το σχέδιο είχε σχεδιαστεί προσεκτικότατα και με απόλυτη μυστικότητα.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι, ενώ πολλοί απλοί Τούρκοι ασφαλώς δεν ενέκριναν τα όσα διεπράχθησαν εναντίον των Ελλήνων, εν τούτοις, ουδείς Τούρκος πρόδωσε λεπτομέρειες του σχεδίου σε Ρωμιό φίλο του, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπου γενικώς και αορίστως ανέφεραν για «κάτι άσχημο που επρόκειτο να συμβεί εκείνες τις ημέρες».
Το σχέδιο είχε αρτιότατα οργανωθεί, αφού μέρες ή και εβδομάδες πριν στρατολογήθηκαν άτομα από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη – εκτός των Κωνσταντινουπολιτών Τούρκων, μεταφέρθηκαν με σιδηροδρόμους, ταξί, λεωφορεία και πλοία, εφοδιάστηκαν με ρόπαλα, αξίνες, λοστούς, βενζίνη, δυναμίτιδα, ενώ παρεσχέθη στους επίδοξους ταραχοποιούς τροφή και κατάλυμα για μία ή δύο ημέρες.
Ακόμη συντάχθηκαν οι κατάλογοι των επικείμενων στόχων σε κάθε συνοικία και σημαδεύτηκαν την κατάλληλη στιγμή τα ελληνικά κτήρια.
Τέλος, εκπαιδεύτηκαν οι αστυνομικοί και στρατιώτες με πολιτικά που θα ελάμβαναν μέρος στη λεηλασία και θα κατηύθυναν το πλήθος, ενώ αργότερα θα έπαιζαν τον ρόλο των ειρηνοποιών.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της 12 Αυγούστου 2008 της εφημερίδας Ραντικάλ, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης είχαν οργανωθεί από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου (Özel Harp Dairesi), το οποίο αποτελούσε τον μηχανισμό, που είχε στηθεί από το ΝΑΤΟ για την αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου.
Οι πρώτες συγκεντρώσεις και ομιλίες ξεκίνησαν κατά τις 4:30 το απόγευμα, ενώ οι πρώτες ταραχές πρέπει να ξεκίνησαν γύρω στις 5:30.
Φυσικά, η ώρα ενάρξεως των τουρκικών επιθέσεων εποίκιλλε από συνοικία σε συνοικία.
Επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων και των περιουσιών τους έλαβαν χώρα και στην ευρωπαϊκή και στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και στις νήσους Χάλκη και Πρίγκηπο, από Τούρκους που μεταφέρθηκαν εκεί με πλοιάρια.
Με στρατιωτική πειθαρχία κινούμενος ο τουρκικός όχλος, ο οποίος ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες άτομα, κινήθηκε κατά παντός του ελληνικού.
Μέσα σε εννέα περίπου ώρες (διότι σε πολλά σημεία οι βανδαλισμοί συνεχίστηκαν και μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου μετά τα μεσάνυκτα) καταστράφηκαν ολοσχερώς 1004 σπίτια, ενώ άλλα περίπου 2500 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές.
Καταστράφηκαν επίσης 4348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις 3 εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλήθηκαν πάρα πολλοί τάφοι σε 2 κοιμητήρια, καθώς και οι τάφοι των πατριαρχών στην Μονή Βαλουκλή.
Επίθεση δέχτηκαν και ένας μικρός αριθμός αρμενικών και εβραϊκών περιουσιών, ορισμένες αρμενικές εκκλησίες και μια εβραϊκή συναγωγή.
Τουλάχιστον 30 Έλληνες σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι κακοποιήθηκαν βάναυσα.
Σε δύο περίπου χιλιάδες υπολογίζονται από τους κύκλους της ομογενείας οι βιασμοί, αν και επισήμως καταγγέλθηκαν μόνο 200.
Ιδιαίτερο μίσος επεδείχθη κατά των ιερωμένων, αφού πολλοί απ’ αυτούς ξυλοκοπήθηκαν αγριότατα, άλλοι γυμνώθηκαν και διαπομπεύθηκαν, εξαναγκαζόμενοι να φωνάζουν: «Η Κύπρος είναι τουρκική», ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι σε κάποιο ιεροδιάκονο έγινε αναγκαστική περιτομή.
Ο Επίσκοπος Παμφίλου Γεράσιμος και ο ηλικιωμένος μοναχός Χρύσανθος Μαντάς ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου, ενώ ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος παρεφρόνησε από τους ξυλοδαρμούς και ύστερα από λίγο χρόνο απεβίωσε.
Η κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού, τον Μάρτιο του 1964, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της διάλυσης της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης.
Τα προηγούμενα σχέδια αφανισμού είχαν αποτύχει να εκριζώσουν στην ολότητα τον ελληνισμό της Πόλης, κορυφαία των οποίων ήταν η απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων (νόμος 2007/1932), η επιστράτευση το 1941 στα τάγματα εργασίας όλων των ανδρών 18-45 ετών της ελληνικής, της αρμενικής και της εβραϊκής μειονότητας, ο Φόρος Ευμάρειας (Βαρλίκι, 1942-44) με σκοπό την οικονομική καταστροφή των μειονοτήτων και ακόμα η Νύκτα Τρόμου της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα κεραυνοβόλο σχέδιο καταστροφής του ελληνισμού της Πόλης, που προετοιμάστηκε από τη Διοίκηση Ανορθόδοξου Πολέμου της Τουρκίας με τη συνεργασία της τότε κυβέρνησης.
Το έτος 1964 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων ήταν 12.000 σε σύνολο 90.000 ομογενών στην Πόλη.
Οι απελάσεις του 1964 επέφεραν καίριο πλήγμα για τον ελληνισμό της Πόλης, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε από 90.000 σε 30.000 σε διάστημα ενός έτους.
Η ανακοίνωση της έναρξης των απελάσεων γίνεται τη 16η Μαρτίου 1964 και αρχίζει αμέσως η ανακοίνωση καταλόγων Ελλήνων υπηκόων και παράλληλα η πρόσκληση αυτών σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας στο 4ο Τμήμα Ασφαλείας Κωνσταντινουπόλεως με αντιμετώπιση αυτών ως εγκληματιών του ποινικού δικαίου.
Κορυφαία πράξη βίας υπήρξε ο εξαναγκασμός να υπογράψουν δήλωση που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν ότι δήθεν είχαν διενεργήσει βλαβερές ενέργειες κατά της Τουρκίας.
Παράλληλα τα καταπιεστικά μέτρα επεκτείνονταν σε όλα τα μέλη και ιδρύματα της ομογένειας.
Αρκεί να αναφέρουμε τον έντονο οικονομικό αποκλεισμό που οργανώθηκε με την ανοχή της κυβέρνησης της Τουρκίας από τις δεξιές και αριστερές εθνικιστικές φοιτητικές οργανώσεις, αρχίζοντας τον Απρίλιο του 1964, αλλά και την τρομοκράτηση γενικότερα του ελληνικού πληθυσμού περί επικείμενης βίας, συνεχή προπαγάνδα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κυβερνητικές δηλώσεις και δημοσιεύσεις του κατευθυνόμενου Τύπου.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ανακριτικής έρευνας κατά της διοίκησης του μείζονος Ιδρύματος Βαλουκλί, αρχές του 1964, με αφορμή τη δωρεά που είχε στείλει η Παγκόσμια Ενωση Εκκλησιών, μιας κεντρικής μονάδας θέρμανσης για το νοσοκομείο, με την κατηγορία ότι περιείχε οπλισμό.
Ειδικός στόχος των διωγμών υπήρξαν τα σχολεία με τον διορισμό «υποδιευθυντών» με απόλυτες εξουσίες και αποστολή να καταστρέψουν τα σχολεία με προφανή σκοπό τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της ομογένειας.