Έντονος είναι ο προβληματισμός που επικρατεί στη Γερμανία για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, μια εβδομάδα μετά το μακελειό στο Βερολίνο.
Η αιματηρή επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά στη γερμανική πρωτεύουσα, οι έρευνες της αστυνομίας και τελικά η εξουδετέρωση του Τυνήσιου τζιχαντιστή Ανίς Αμρί από Ιταλούς αστυνομικούς την περασμένη Παρασκευή, εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των γερμανικών ΜΜΕ και της κοινής γνώμης.
Ο χαρακτηρισμένος ως “επικίνδυνος” Ανίς Ανρί, για τον οποίο όμως οι αρχές δεν βρήκαν επιβαρυντικά στοιχείο ότι προετοιμάζει επίθεση και έπαψαν να τον παρακολουθούν, αξιοποίησε όλες τις αδυναμίες του κράτους δικαίου, όπως επισημαίνει ο γερμανικός Τύπος.
Τώρα η Γερμανία θα πρέπει να κάνει μια δύσκολη συζήτηση για το τι μέλλει γενέσθαι στα θέματα των προσφύγων και της πολιτικής ασφάλειας.
Η συζήτηση αυτή τις ερχόμενες εβδομάδες και τους προσεχείς μήνες είναι βέβαιο ότι θα κυριαρχήσει κατά την εκλογική χρονιά του 2017.
Η επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά του δυτικού Βερολίνου έριξε ένα πέπλο θλίψης πάνω στη γερμανική πρωτεύουσα και σε όλη τη χώρα.
Αυτό δεν εμπόδισε όμως τους Γερμανούς να γεμίσουν και πάλι τις χριστουγεννιάτικες αγορές, αντιδρώντας με αυτόν τον τρόπο κατά του φόβου. Επισκέφτηκαν ακόμα και εκείνην του τόπου του εγκλήματος δίπλα στην Εκκλησία της μνήμης “Gedachtniskirche”, η οποία ήταν και αυτή γεμάτη κατά τις χριστουγεννιάτικες λειτουργίες.
Ο ευαγγελικός ιερέας Μάρτιν Γκέρμερ απάντησε καταφατικά στο ερώτημα το οποίο του ετέθη από όλα τα γερμανικά ΜΜΕ για το αν μπορεί να γιορτάσει κανείς Χριστούγεννα μετά την αιματηρή επίθεση σαν μην συμβαίνει τίποτα, λέγοντας ότι “γιορτάζουμε τα Χριστουγεννα, επειδή ο Θεός ήλθε στον κόσμο όπως αυτός ακριβώς είναι, και με την βία, για να ενισχύσει την ελπίδα της ειρήνης”.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Δρέσδη, την πρωτεύουσα του κρατιδίου της Σαξονίας, νοτιότερα του Βερολίνου.
Είκοσι χιλιάδες πιστοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας της Δρέσδης (Frauenkirche), όπου γίνεται η μεγαλύτερη υπαίθρια χριστουγεννιάτικη λειτουργία της Γερμανίας.
Ο χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός του κρατιδίου της Σαξονίας Στάνισλαφ Τίλιχ κάλεσε τους συγκεντρωμένους πιστούς να επιδείξουν αλληλεγγύη και σεβασμό απέναντι σε άλλους ανθρώπους και διαφορετικούς πολιτισμούς.
“Ακριβώς τώρα χρειαζόμαστε την ειρηνική συνύπαρξη στη χώρα μας”, είπε στην ομιλία του μπροστά στον επιβλητικό ναό της Δρέσδης, της λεγόμενης και “Φλωρεντίας επί του (ποταμού) Έλβα”.
Ο προτεστάντης επίσκοπος της Σαξονίας ο οποίος χοροστάτησε, κάλεσε σε περισυλλογή και περίσκεψη, επίδειξη μέτρου στην κριτική και την οργή, και σε αυτοσυγκράτηση.
“Αυτός ο δρόμος οδηγεί στην κοινωνική ειρήνη και δεν θέτει σε κίνδυνο την ευημερία”, όπως είπε. Στο τέλος της υπαίθριας λειτουργίας, οι πιστοί κάθε εθνικότητας έδωσαν τα χέρια σε ένδειξη ειρηνικής συνύπαρξης και αγάπης μεταξύ των ανθρώπων.
Και ο Γιόακιμ Γκάουκ τόνισε στον τελευταίο του μήνυμα ως Πρόεδρου της Δημοκρατίας την ανάγκη “ακριβώς σε καιρούς τρομοκρατικών επιθέσεων να μη βαθύνουν τα ρήγματα στην κοινωνία, ούτε να γίνουν αντικείμενο υποψίας ολόκληρες ομάδες πολιτών”, είπε χαρακτηριστικά.
Ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας Ντε Μεζιέρ εκφράστηκε επαινετικά για την αντίδραση των πολιτών. “Είμαι εντυπωσιασμένος από το κοινό πένθος και την αποφασιστικότητα να μην αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας”, τόνισε στην Bild.
Ερωτηματικά
Το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα το οποίο πλανάται όμως στο Βερολίνο είναι γιατί δεν ελήφθησαν πρόσθετα προστατευτικά μέτρα για τις εξήντα χριστουγεννιάτικες αγορές του Βερολίνου, αφού και πληροφορίες υπήρχαν από την Interpol για ενδεχόμενη επίθεση στην Ευρώπη τα Χριστούγεννα και βέβαια το προηγούμενο της επίθεσης στη Νίκαια της Γαλλίας.
Στη διάσημη χριστουγεννιάτικη αγορά της Νυρεμβέργης είχαν τοποθετηθεί εμπόδια από μπετόν, στο Βερολίνο όμως όχι.
Το σημαντικότερο επιχείρημα είναι ότι δεν θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση τα ασθενοφόρα σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι…
Ο έρευνες για το αν ο Ανίς Αμρί είχε συνεργάτες συνεχίζονται, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει απάντηση.
“Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει το γεγονός ότι οι περισσότερες επιθέσεις των δύο τελευταίων ετών στην Ευρώπη έχουν γίνει από Μαροκινούς και Τυνήσιους ή καταγόμενους από την Τυνησία”, σύμφωνα με το γερμανικό “Ιδρυμα Επιστήμη και Πολιτική”.
Μπορεί όλοι να συμφωνούν στη Γερμανία με τη συνετή αντίδραση των πολιτών, οι γνώμες όμως διίστανται ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος στο εξής, και η σχετική συζήτηση θα βρεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης αμέσως μετά τις γιορτές.
Οι προτάσεις φτάνουν μέχρι τον περιορισμό της αναπτυξιακής βοήθειας προς χώρες οι οποίες αρνούνται να δεχτούν τους πολίτες τους, όπως έκανε η Τυνησία με τον Αμρί, ή προβάλλουν προσκόμματα, όπως έγινε επίσης στην προκειμένη περίπτωση δια της αρνήσεως να του χορηγηθεί διαβατήριο, αρνούμενες δηλαδή εμμέσως να δεχθούν πολίτες τους.
Αυτήν την πρόταση την υποστηρίζουν ο χριστιανοδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Τόμας Ντε Μεζιέρ, αλλά και ο πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Άλλοι πάλι, όχι άδικα, υποστηρίζουν ότι η φτώχεια είναι εκείνη η οποία σε αρκετές περιπτώσεις ρίχνει στην αγκαλιά του Ισλαμικού Κράτους τους δράστες.
Εξάλλου, αυξάνει η πίεση στους Πράσινους να χαρακτηρίσουν τις χώρες της Βόρειας Αφρικής ασφαλείς, ώστε να μπορούν να απελαύνονται οι πολίτες τους από τη Γερμανία, αφού δεν θα δικαιούνται πλέον άσυλο και αν μη τι άλλο θα επιταχυνθεί η διαδικασία μη παροχής ασύλου.
Επίσης προτείνεται όσοι χαρακτηρίζονται επικίνδυνοι να μένουν υπό κράτηση έως ότου απελαθούν και να μην κυκλοφορούν ελεύθεροι. Ζητείται επίσης η στενότερη συνεργασία των υπηρεσιών Ασφαλείας τη Ευρώπης, κάτι το οποίο δεν συνέβη στην περίπτωση του Αμρί μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας.
Από την πρώτη στιγμή οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας δια του προέδρου του κόμματος Χορστ Ζέεοφερ πρότειναν τη δημιουργία κέντρων τράνζιτ στα σύνορα της Γερμανίας, όπου οι πρόσφυγες θα ταυτοποιούνται πριν εισέλθουν στη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι γνωστό ποιος είναι ποιος, υποστηρίζουν διάφοροι πολιτικοί, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι σοσιαλδημοκράτες.