Σε μια κλωστή κρέμονται οι ιταλικές τράπεζες με την πίεση να αυξάνεται από τα 360 δισ. ευρώ σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι μετοχές τους έχουν υποστεί σφυροκόπημα φέτος, ιδιαιτέρως μετά το δημοψήφισμα στη Βρετανία.
Από την πλευρά του ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας Ινιάτσιο Βίσκο επεσήμανε την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν κρατικά κεφάλαια για να στηριχθούν οι προβληματικές τράπεζες της Ιταλίας, σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που «είναι γεμάτο κινδύνους» ύστερα από το Brexit.
Οι ιταλικές τράπεζες βαρύνονται με περίπου 360 δισεκ. ευρώ κόκκινων δανείων και οι μετοχές τους έχουν υποστεί σφυροκόπημα φέτος, ιδιαιτέρως μετά το δημοψήφισμα στη Βρετανία.
Ο Βίσκο είπε ότι οι τρέχουσες συνθήκες της αγοράς είναι «γεμάτες κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα» και ότι ένας κρατικός μηχανισμός ασφαλείας για τη στήριξη των τραπεζών είναι απαραίτητος και δεν απαγορεύεται από τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Η Ιταλία βρίσκεται σε συνομιλίες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εκπόνηση ενός σχεδίου ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών της με κρατικά κεφάλαια, περιορίζοντας τις ζημίες για τους επενδυτές των τραπεζών.
«Είμαστε αισιόδοξοι ότι με μια κοινή δέσμευση θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις τρέχουσες δυσκολίες», δήλωσε ο Βίσκο σε συνέδριο με Ιταλούς τραπεζίτες.
Ενδεχόμενες συστημικές επιπτώσεις
Ο Βίσκο, που είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προειδοποίησε για ενδεχόμενες συστημικές επιπτώσεις μια τραπεζικής κρίσης στα μεμονωμένα κράτη-μέλη της ΕΕ και το σύνολο της ευρωζώνης. Δήλωσε, πάντως, ότι μεγάλο μέρος των κόκκινων δανείων στην Ιταλία βρίσκεται στα χέρια τραπεζών που είναι σε υγιή οικονομική κατάσταση.
«Είναι λάθος να μιλάμε για το πρόβλημα των κόκκινων δανείων ως μια έκτακτη κατάσταση για το συνολικό τραπεζικό σύστημα», δήλωσε.
Ο Βίσκο δήλωσε ότι στην παρούσα κατάσταση είναι απαραίτητο οι αξιωματούχοι που είναι υπεύθυνοι για τη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής να είναι έτοιμοι «να περιορίσουν τις εντάσεις στην αγορά, να διασφαλίσουν τη ρευστότητα, να ενδυναμώσουν το τραπεζικό σύστημα και να στηρίξουν την εμπιστοσύνη».
Προειδοποίησε επίσης ότι η πολύ αυστηρή εφαρμογή των κανόνων τραπεζικής εποπτείας δεν θα πρέπει «να αποτελέσει από μόνη της πηγή έντασης».