Μετανάστες από τη Βιρμανία και το Μπανγκλαντές σφάχτηκαν μεταξύ τους με μαχαίρια, μασέτες (μεγάλα μαχαίρια σαν ξίφη) και σιδερένιες ράβδους πάνω σε σκάφος που πλέει ανοικτά της Ινδονησίας και κινδυνεύει να βυθιστεί.
Όπως αναφέρουν επιζήσαντες της φοβερής ανθρωποσφαγής οι νεκροί από το μακελειό ξεπερνούν τους 100.
Μετανάστες από τις δύο εθνότητες κάνουν λόγο για τρομερές και αιματηρές σκηνές πάνω στο υπερφορτωμένο πλοίο που εγκαταλείφθηκε την περασμένη εβδομάδα από το πλήρωμά του, με απελπισμένους μετανάστες να “σφάζουν” ο ένας τον άλλο για να βάλουν στο χέρι τα τρόφιμα που μειώνονται συνεχώς.
Οι μετανάστες αυτοί περιλαμβάνονται στους σχεδόν 3.000 από το Μπανγκλαντές και από τη Βιρμανία (μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας Ροχίνγκια), οι οποίοι αποβιβάσθηκαν τις τελευταίες ημέρες στις ακτές της νοτιοανατολικής Ασίας μετά τη σκλήρυνση της πολιτικής της Ταϊλάνδης έναντι των διακινητών ανθρώπων.
Εξαντλημένοι επιζώντες, το σώμα των οποίων είναι συχνά γεμάτο μώλωπες και κοψίματα, αφηγήθηκαν τη δοκιμασία τους στους προσφυγικούς καταυλισμούς της επαρχίας Άτσεχ, στη βορειοδυτική Ινδονησία, όπου βρήκαν καταφύγιο.
Πολλοί σκοτώθηκαν με ματσέτα, άλλοι έπεσαν στη θάλασσα για να ξεφύγουν από τη σφαγή, ενώ όσοι επέζησαν περισυλλέχθηκαν από ψαράδες που τους μετέφεραν στην ακτή. Οι δύο πλευρές αλληλοκατηγορύνται ότι η μία επιτέθηκε στην άλλη.
“Ξαφνικά οι Μπανγκλαντεσιανοί εμφανίσθηκαν στην πάνω γέφυρα του πλοίου και επιτέθηκαν σε όσους βρίσκονταν εκεί”, είπε η Ασίνα Μπεγκούν, μια 22χρονη Ροχίνγκια που βρίσκεται στη Λάνγκσα, όπως και πολλοί άλλοι μετανάστες.
“Όσοι ήθελαν να σώσουν τη ζωή τους υποχρεώθηκαν να πηδήξουν στη θάλασσα, αλλά ο αδελφός μου δεν τα κατάφερε. Όταν τον βρήκαν, τον ξυλοκόπησαν και τον έσφαξαν. Μετά τον πέταξαν στη θάλασσα”.
Οι Μπανγκλαντεσιανοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή. Κατηγορούν τους Ροχίνγκια ότι είχαν ευνοϊκή μεταχείριση από τον καπετάνιο του πλοίου, ο οποίος δεν μιλούσε παρά μόνο μια βιρμανική γλώσσα, και έδινε σε όλους τους νερό και τροφή. Υποστηρίζουν πως αυτοί ήταν που δέχθηκαν επίθεση από τους Ροχίνγκια, από τους οποίους ζητιάνευαν κάτι να φάνε.
Ο Μοχαμάντ Μουράντ Χουσέιν, ένας απ’ αυτούς τους Μπανγκλαντεσιανούς, αφηγείται πώς όλοι οι Ροχίνγκιας βρίσκονταν στην πάνω γέφυρα και οι Μπανγκλαντεσιανοί, που αποτελούσαν τον κύριο όγκο των επιβατών, ήταν στην κάτω γέφυρα.
Όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις, οι Ροχίνγκια επιχείρησαν να εμποδίσουν τους Μπανγκλαντεσιανούς να ανέβουν στην πάνω γέφυρα χτυπώντας τους με ματσέτες και ρίχνοντάς τους νερό με πιπέρι, υποστηρίζει ο Χουσέιν.
“Από εκεί ψηλά, μας έριχναν ζεστό νερό, νερό με πιπέρι, όσους ανέβαιναν τους χτυπούσαν με τσεκούρι”, λέει ο 30χρονος μετανάστης το σώμα του οποίου είναι γεμάτο πληγές.
“Στο τέλος καταλάβαμε ότι θα πεθαίναμε. Τότε αποφασίσαμε να πολεμήσουμε και να τους ρίξουμε στο αμπάρι μας”. Καθώς οι μάχες κλιμακώνονταν, το πλοίο έπαιρνε νερό και άρχιζε να βυθίζεται. Τότε ήταν που πολλοί απελπισμένοι πήδηξαν στη θάλασσα, θυμάται.
Ο Μοχάμαντ Αμίχ, ένας πρόσφυγας Ροχίνγκια, κατηγορεί από την πλευρά του τους Μπανγκλαντεσιανούς ότι επιτέθηκαν στα μέλη της κοινότητάς του όταν αυτά επέμειναν ότι το νερό που απέμενε έπρεπε να φυλαχθεί για τα παιδιά.
Ο Αμίχ αφηγείται πως μάταια προσπάθησε να κρυφτεί ανάμεσα στις γυναίκες που ήταν εκεί. “Με χτύπησαν στο κεφάλι και με πέταξαν στη θάλασσα. Μετά κολύμπησα μέχρι τα αλιευτικά”.