Η ελληνική οικονομία έχει συγκεκριμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα, σημαντικούς και ισχυρούς κλάδους και ένα υψηλής στάθμης ανθρώπινο δυναμικό που αποτελούν βασικούς και απαραίτητους παράγοντες στον επιδιωκόμενο μετασχηματισμό.
Η παρατηρούμενη μεταρρυθμιστική κόπωση, ενδεχομένως να δικαιολογείται εν μέρει λόγω της αντιμετώπισης των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας.
Κλείνοντας μια ιδιαίτερη χρονιά η παγκόσμια και η ελληνική οικονομία βρίσκονται αντιμέτωπες με προκλήσεις που απειλούν την ομαλή μετάβαση στην επόμενη ημέρα.
Σε διεθνές επίπεδο έχει ανοίξει η συζήτηση για πολλά κρίσιμα ζητήματα που θα καθορίσουν την μελλοντική πορεία όπως η μεταρρύθμιση του οικονομικού συστήματος, η κλιματική αλλαγή, η ασφάλεια, οι γεωπολιτικές εξελίξεις, το επίπεδο της δημοκρατίας και η απειλή επικράτησης ακραίων πολιτικών φαινομένων κ.α. Θέματα που δυστυχώς ελάχιστα απασχολούν την εγχώρια πραγματικότητα παρά την βέβαιη επίδραση τους στα ελληνικά δρώμενα τα επόμενα έτη.
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία η ανάκαμψη για το 2021 προβλέπεται να ανέλθει σε επίπεδα ανώτερα του 8,5%, καλύπτοντας έτσι το μεγαλύτερο ποσοστό απωλειών του 2021.
Οι κυριότεροι λόγοι της θετικής πορείας ήταν η σημαντική σε μέγεθος επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η αύξηση της κατανάλωσης και η καλύτερη του αναμενόμενου πορεία του τουρισμού.
Ειδικά στο σκέλος της δημοσιονομικής παρέμβασης πρέπει να τονισθεί ότι σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο οι συνολικές δαπάνες της Ελλάδας από την έναρξη της πανδημίας ως ποσοστό του κατ΄ κεφαλήν ΑΕΠ ήταν οι μεγαλύτερες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Το γεγονός ότι πέρυσι καταγράφηκε η δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση και φέτος προβλέπεται ο δεύτερος μεγαλύτερος ρυθμός ανάπτυξης δείχνει ότι η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων δεν ήταν η βέλτιστη.
Ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι το συνολικό δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ, ανεβάζοντας πλέον τη χώρα στη 2η θέση παγκοσμίως με το μεγαλύτερο ποσοστό χρέους.
Η πρώτη αβεβαιότητα αφορά λοιπόν τη διαχείριση χρέους, καθώς είναι θέμα που θα αντιμετωπίσουμε από το επόμενο έτος.
Το ζήτημα της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας είναι ιδιαίτερης σημασίας για την Ελλάδα, καθώς τα μελλοντικά περιθώρια άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής θα καθορίσουν την ισορροπία μεταξύ της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής, της βιωσιμότητας του χρέους και της επίτευξης σταθερών και υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Η έναρξη ενός δημόσιου, ανοιχτού διαλόγου μπορεί να συνεισφέρει στην χάραξη μιας κοινής γραμμής, μιας εθνικής θέσης, για την συμμετοχή στην διαβούλευση που ήδη έχει εκκινήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Δεύτερο στοιχείο αβεβαιότητας είναι η επανεμφάνιση του φαινομένου του πληθωρισμού και οι επιδράσεις του στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Η πλειονότητα των αναλυτών συμφωνεί ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχιστούν στο μεγαλύτερο διάστημα του 2022 και ως πρώτη συνέπεια θα είναι η αύξηση των επιτοκίων της αγοράς.
Ήδη ορισμένες κεντρικές τράπεζες αποφάσισαν να ανεβάσουν τα ονομαστικά επιτόκια ενώ κοινή ήταν η απόφαση μείωσης των προγραμμάτων επαναγοράς ομολόγων.
Η ΕΚΤ δεν συγκαταλέγεται στις κεντρικές τράπεζες που πρόκειται να προχωρήσουν σε άνοδο των επιτοκίων καθώς ορθώς συνυπολογίζει ότι κάθε αύξηση επιτοκίου θα επηρεάσει ανάλογα το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους.
Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος θα ήταν οι αρνητικές συνέπειες στη βιωσιμότητα του χρέους ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Ισχυρή προστασία έναντι πιθανών μελλοντικών κραδασμών θα δώσει η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά χρεόγραφα, στόχος που απαιτεί την ταυτόχρονη ικανοποίηση διαφόρων παραμέτρων.
Σχετικά με τις συνέπειες σε κοινωνικό επίπεδο, ήδη οι σημαντικές ανατιμήσεις σε βασικά είδη και κυρίως στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αλλά και στη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Δυστυχώς η αντιμετώπιση της ΕΕ σε αυτό το θέμα θύμισε τις κακές στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος της, τόσο με το έλλειμμα πρόνοιας για τη διαφοροποίηση των προμηθευτών όσο και με την εμμονή σε δήθεν κανόνες ανταγωνισμού, που ουσιαστικά περιορίζουν την ουσιαστική παρέμβαση στο κόστος ενέργειας (κυρίως στα νομικά πρόσωπα) κανόνες που η ίδια είχε καταργήσει για την απευθείας ενίσχυση επιχειρήσεων στην αρχή της πανδημίας.
Κριτική παράλληλα ασκείται για την ταχύτητα της ΕΕ να προχωρήσει στην απαιτούμενη και αναγκαία κλιματική ουδετερότητα χωρίς όμως την λήψη των απαραίτητων μέτρων και την υλοποίηση των επενδύσεων που θα εξασφάλιζαν μια πορεία ομαλής μετάβασης και μετριασμού του κόστους.
Αυτό που προτείνεται είναι η αλλαγή στάσης της ΕΕ σχετικά με την ενίσχυση νοικοκυριών και επιχειρήσεων για το ενεργειακό κόστος και η κοινή προμήθεια ενεργειακών πόρων με ταυτόχρονη διαφοροποίηση μίγματος και προμηθευτών.
Όσον αφορά την Ελλάδα, είναι απαραίτητος ένας συνολικός ενεργειακός σχεδιασμός που αφενός θα ικανοποιεί τους στόχους της «πράσινης» μετάβασης και αφετέρου θα δημιουργεί συνθήκες win-win για κράτος -ιδιωτικό τομέα- καταναλωτές.
Μέτρα όπως η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδίου, η οριστικοποίηση των δασικών χαρτών, η θεσμοθέτηση των offshore αιολικών και της αποθήκευσης ενέργειας, η προώθηση των ενεργειακών κοινοτήτων, οι διασυνδέσεις νησιών -ηπειρωτικής χώρας- όμορες χώρες, η επέκταση του δικτύου φυσικού αερίου και η προετοιμασία μετάβασης σε πιο φιλικές μορφές ενέργειας (π.χ. υδρογόνο) η υλοποίηση προγραμμάτων για το energy efficiency δημόσιων κτιρίων και ευάλωτων νοικοκυριών αποτελούν παρεμβάσεις που σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα μπορούν να δημιουργήσουν έναν αξιόπιστο και σταθερό ενεργειακό χάρτη.
Στο επίπεδο των άμεσων παρεμβάσεων για τη μείωση των συνεπειών σε κοινωνικό επίπεδο είναι η προσωρινή μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, η απορρόφηση μέρους των ανατιμήσεων από δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις και η άνοδος των μισθών (που σημειωτέον το 2021 στο σύνολο των χωρών της ΕΕ μόνο η Ελλάδα και η Εσθονία δεν προχώρησαν σε αύξηση του κατώτατου μισθού).
Το τρίτο στοιχείο αβεβαιότητας αφορά την εξέλιξη της πανδημίας.
Η επικράτηση της μετάλλαξης Όμικρον και η συνύπαρξη της με τα στελέχη Άλφα και Δέλτα δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, με τραγικές συνέπειες.
Δυστυχώς στην Ελλάδα τα ποσοστά εμβολιασμού παραμένουν χαμηλά αποκαλύπτοντας ένα βασικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, που λίγοι θέλουν να πουν με το όνομα τους, τον ανορθολογισμό και την έλλειψη παιδείας.
Η ψηφοθηρική εκμετάλλευση αυτής της κατηγορίας πολιτών που αρέσκονται σε συνωμοσιολογικές και ακραίες προσεγγίσεις με διάφορες αφορμές στο πρόσφατο παρελθόν είναι μια ευθύνη που βαραίνει αρκετούς.
Ασφαλώς χρειάζεται η τεχνική εκπαίδευση, το reskilling και το upskilling, η αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών προκειμένου ως χώρα να ανταπεξέλθουμε στον παγκόσμιο ανταγωνισμό του καταμερισμού εργασίας.
Πρώτα από όλα όμως χρειαζόμαστε παιδεία που θα δημιουργεί πολίτες. Πολίτες με επίγνωση, με ενσυναίσθηση, με σεβασμό στους κανόνες και τους νόμους, με κοινωνική συνείδηση. Χωρίς τέτοιους πολίτες δεν μπορούμε να πάμε μακριά.
Την ίδια στιγμή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ειδικοί επιστήμονες προειδοποιούν ότι στον αιώνα που διανύουμε θα έχουμε νέες εκδηλώσεις πανδημιών και ουσιαστικά καλούν τις χώρες να προχωρήσουν στην ουσιαστική και σταθερή ενίσχυση των συστημάτων υγείας.
Είναι επομένως παράδοξο αυτή η σύσταση να μην βρίσκει ευήκοα ώτα στην σημερινή κυβέρνηση και να προκρίνει, μέσω του προϋπολογισμού, την προσωρινή βελτίωση του υγειονομικού συστήματος εφόσον και εάν χρειαστεί.
Η ενδυνάμωση του κράτους πρόνοιας συνολικά δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται πλέον ως παράγοντας δημοσιονομικού κόστους αλλά ως απαραίτητο συστατικό παραγωγής μακροπρόθεσμης αξίας, εργαλείο μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων και πυλώνας των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας.
Ένα τέταρτο στοιχείο, που αποτελεί κυρίως πρόκληση για τη χώρα είναι η εκμετάλλευση των ευρωπαϊκών πόρων, πρωτόγνωρων σε ύψος, που θα εισρεύσουν τα επόμενα χρόνια.
Πρέπει να σημειωθεί η διαχρονική αδυναμία της δημόσιας διοίκησης στην απορρόφηση του συνόλου των κονδυλίων.
Ταυτόχρονα ως αρνητική κρίνεται η αποτελεσματικότητα που επιδείξαμε τα τελευταία 40 έτη ως προς τη δημιουργία μιας οικονομίας πιο ανοιχτής, πιο εξωστρεφούς και πιο ανθεκτικής, ειδικά σε συνθήκες κρίσης, λόγω γραφειοκρατίας, διαφθοράς, ανεπαρκούς συντονισμού και ατελούς κατανομής των πόρων.
Εφόσον αναγνωρίζουμε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία, θα πρέπει να έχουμε ως ποιοτικό στόχο αφενός την επίλυση των παραπάνω δομικών αδυναμιών σε όλα τα επίπεδα διοίκησης και αφετέρου τη σταδιακή αναδιάρθρωση και μετεξέλιξη του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας μας.
Η ελληνική οικονομία έχει συγκεκριμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα, σημαντικούς και ισχυρούς κλάδους και ένα υψηλής στάθμης ανθρώπινο δυναμικό που αποτελούν βασικούς και απαραίτητους παράγοντες στον επιδιωκόμενο μετασχηματισμό.
Η παρατηρούμενη μεταρρυθμιστική κόπωση, ενδεχομένως να δικαιολογείται εν μέρει λόγω της αντιμετώπισης των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας.
Ωστόσο το πολιτικό σύστημα οφείλει να ξαναπιάσει το νήμα ούτως ώστε να κλείσουν οι διαχρονικές ιστορικές εκκρεμότητες σε πεδία όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, η δημόσια διοίκηση, το ασφαλιστικό σύστημα κ.ά.
Αδιαμφισβήτητα το πρόσημο των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων είναι βασικό στοιχείο της αντιπαράθεσης και ταυτόχρονα καθήκον των κομμάτων να επικοινωνήσουν με τους πολίτες το μείγμα των πολιτικών που εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες τους.
Στο πλαίσιο αυτό η ασκούμενη δημοσιονομική-φορολογική πολιτική οφείλει να εξυπηρετεί τον αναπτυξιακό μετασχηματισμό λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις κοινωνικές ανάγκες.
Η κινητοποίηση της επενδυτικής δραστηριότητας και της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων, η μείωση της επιβάρυνσης στην εργασία και στην παραγωγή, η χρήση «έξυπνων» εργαλείων για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η μετατόπιση των φοροαπαλλαγών στην κατεύθυνση της «πράσινης» και ψηφιακής μετάβασης συντελούν στην επίτευξη του στόχου της παραγωγικής αναδιάρθρωσης.
Σε παγκόσμιο επίπεδο αποδείχθηκε ότι η «λογική» των trickle down economics απέτυχε όσον αφορά τους στόχους των επενδύσεων, της απασχόλησης, της ανάπτυξης, της μείωσης των ανισοτήτων.
Η επιμονή που επιδεικνύεται σε αυτήν την πολιτική σε εγχώριο επίπεδο είναι αντικείμενο κριτικής και ταυτόχρονα ευκαιρία κατάθεσης εναλλακτικών προτάσεων.
Η Ελλάδα έχει μπροστά της ευκαιρίες αλλά και εμπόδια.
Η προσπάθεια που κατεβλήθη αλλά και τα αποτελέσματα που καταγράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια κρίνονται ως εντυπωσιακά.
Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί κοινό κτήμα καθώς χάθηκε μέσα στην πολιτική αντιπαράθεση και την επικοινωνιακή διαχείριση. Ωστόσο, και αυτό είναι σημαντικό, αναγνωρίσθηκε διεθνώς.
Τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τους επενδυτικούς κύκλους.
Σήμερα καλούμαστε να συνεχίσουμε χωρίς καθυστερήσεις και αμφιταλαντεύσεις.
Αρκεί να ενσωματώσουμε τα διδάγματα των πολλαπλών κρίσεων των τελευταίων ετών και με ειλικρίνεια να αντιμετωπίσουμε τις αδυναμίες μας.
Το αν θα το πετύχουμε είναι το στοίχημα για το 2022 και τα επόμενα χρόνια.