Έντονο διάβημα διαμαρτυρίας πραγματοποίησε η Ελληνική Πρεσβεία στα Τίρανα, ζητώντας άμεσα εξηγήσεις από το γραφείο του Αλβανού προέδρου, Ιλίρ Μέτα, σχετικά με έκθεση φωτογραφιών και χαρτών με αντικείμενο τη «γενοκτονία των Τσάμηδων» και την «κατοχή αλβανικών εδαφών από την Ελλάδα», όπως αναφέρουν διπλωματικές πηγές.
Οι εν λόγω φωτογραφίες, οι οποίες έχουν αναρτηθεί στην εξωτερική περίφραξη του αλβανικού Προεδρικού Μεγάρου, συνοδεύονται από κατηγορίες εναντίον της χώρας μας σχετικά με τη «γενοκτονία των τσάμηδων», καθώς και από χάρτες που εμφανίζουν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας ως «κατεχόμενα αλβανικά εδάφη».
Οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι ο Aλβανός Πρόεδρος, Ιλίρ Μέτα, ξεναγήθηκε στην εν λόγω έκθεση από τους διοργανωτές.
Οι δοσίλογοι-ναζιστές Τσάμηδες
Οι Τσάμηδες ή Τσιάμηδες αποτελούν υποομάδα των Αλβανών οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Ηπείρου, σε μία περιοχή που είναι γνωστή ως Τσαμουριά.
Είχαν τη δικιά τους ιδιαίτερα πολιτιστική ταυτότητα, μείγμα αλβανικών και ελληνικών επιρροών, καθώς και δικών τους στοιχείων.
Μιλούσαν τη δικιά τους διάλεκτο, τα τοσκικά. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μουσουλμάνοι και μερικοί ορθόδοξοι χριστιανοί.
Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες εξαιρέθηκαν.
Στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις του Άξονα, κάτι που προκάλεσε την βίαιη εκδίωξη τους από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ υπό την υποστήριξη των Βρετανών και Αμερικάνων στρατιωτικών συνδέσμων, στην Αλβανία.
Μετά την ιταλική κατοχή της Αλβανίας το 1939, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν ως όργανο προπαγάνδας από τους Ιταλούς για να δικαιολογήσουν την εισβολή στην Ελλάδα, ενώ με την έναρξη της ιταλικής επίθεσης, το ελληνικό κράτος εξόρισε ηγετικές μορφές Τσάμηδων, κάτι που φανέρωσε την αρνητική οπτική του στην μειονότητα.
Αρκετοί Τσάμηδες πρόσφυγες με επικεφαλής του Αζίζ Τσάμι και Μουχαρέμ Ντέμι κατατάχθηκαν εθελοντικά στον ιταλικό στρατό, ενώ οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας υποδέχτηκαν τα ιταλικά στρατεύματα και τις αλβανικές δυνάμεις που τα συνόδευαν ως απελευθερωτές.
Εκείνο το διάστημα τμήματα Τσάμηδων πυρπόλησαν και λεηλάτησαν οικισμούς όπως την Παραμυθιά, τους Φιλιάτες, τη Σαγιάδα, ενώ προέβησαν και σε δολοφονίες ντόπιων λόγω προηγούμενων αντιδικιών.
Ω αποτέλεσμα ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού αναγκάστηκε να καταφύγει προς τα εδάφη που βρίσκονταν εκτός ιταλικού ελέγχου.
Όμως όταν έγινε ανακατάληψη των εδαφών από τον Ελληνικό στρατό, σχεδόν όλος ο αντρικός πληθυσμός εξορίστηκε ενώ υπήρξε ανοχή στις τυφλές πράξεις βίας του ελληνικού πληθυσμού που υπήρξε προηγουμένως θύμα της δράσης των Τσάμηδων.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-1944), η πλειοψηφία συντάχθηκε με τις δυνάμεις του άξονα με αλυτρωτικούς σκοπούς, για τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας».
Ως απόρροια των ακροτήτων που διαπράχθηκαν από Τσάμηδες εκείνο το διάστημα (1941-1944) σε συνεργασία με τις κατοχικές Αρχές, ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός είτε μεταναστεύει, είτε αντιστέκεται με τη δημιουργία μικρών αντιστασιακών ομάδων, ή εντάσσεται στο ΕΑΜ και στον ΕΔΕΣ.
To 1942 πραγματοποιούνται ορισμένες δολοφονίες από Τσάμηδες μεταξύ αυτών εκτελείται ο διορισμένος από την Κατοχική κυβέρνηση Νομάρχης Θεσπρωτίας στην Ηγουμενίτσα, ενώ δημιουργούνται τα «Εθνικά Αλβανικά Συμβούλια Τοπικής Αυτοδιοίκησης» όπου ανέλαβαν τις κρατικές αρμοδιότητες.
Το 1943, οι Τσάμηδες συνεργάζονται σε επιχειρήσεις με τον ιταλικό στρατό Κατοχής, συγκροτώντας πολιτοφυλακή με Ιταλικές στολές με περιβραχιόνιο με την επισήμανση «Τσάμης» στα πρότυπα της Βλάχικης Λεγεώνας.
Το 1943 η περιοχή των Τσάμηδων περνάει σε Γερμανική Κατοχή και περίπου 300 πολίτες δολοφονούνται από την πολιτοφυλακή των Τσάμηδων.
Το διάστημα 29 Ιουλίου-31 Αυγούστου 1943, κοινό Γερμανικά-Τσάμικα τμήματα εξαπέλυσαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα βουνά της περιοχής, σε επιχείρηση γνωστή με την επωνυμία «Αύγουστος».
Κατά τη διάρκειά της 600 Έλληνες και 50 Αλβανοί πολίτες έχασαν τη ζωή τους και 70 χωριά καταστράφηκαν.
Στις 27 Σεπτεμβρίου ομάδες αποτελούμενες από κοινού από Ναζί και Τσάμηδες εξαπέλυσαν επίθεσης πυρπόλησης και καταστροφής χωριών στην βόρεια της Παραμυθιάς: Ελευθεροχώρι, Σέλιανη, Άγιος Νικόλαος, Σεμελίκα, σκοτώνοντας 50 Έλληνες χωρικούς.
Στη συγκεκριμένη επιχείρηση η Τσάμικη ομάδα, 150 ατόμων, πήρε τα εύσημα από τον Γερμανό διοικητή για την «αποτελεσματικότητα» της.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1943 πραγματοποιείται, με μεθοδεύσεις των Τσάμηδων ηγετών, Μαζάρ και Νούρι Ντίνο, η εκτέλεση 49 προκρίτων της Παραμυθιάς.
Στα εκτελεστικά αποσπάσματα συμμετείχαν και Τσάμηδες ένοπλοι.
Η ένοπλη δοσιλογική δράση ομάδων Τσάμηδων επεκτάθηκε και στην Αλβανία, όπου το Τάγμα «Νούρι Ντίνο», δύναμης 1,000 ατόμων, εντάχθηκε στη Βέρμαχτ και συμμετείχε στην επιχείρηση «Χόριντο», με αποτέλεσμα το θάνατο 500 Αλβανών υπηκόων στην περιοχή της Κονισπόλης.
Η ποιότητα της από κοινού βίας με τις δυνάμεις της Βέρμαχτ χαρακτηρίζεται και ως εθνοκάθαρση.
Προς το τέλος του πολέμου Γερμανοί και Τσάμηδες από κοινού προσπάθησαν να επανακαταλάβουν την Παραμυθιά όμως χωρίς επιτυχία.
Ο ΕΔΕΣ και για δεύτερη φορά προέτρεψε τους εκπρόσωπους των Τσάμηδων να εγκαταλείψουν τη φιλοναζιστική στάση τους και να παραδώσουν τα όπλα.
Η έκκληση αυτή συνοδεύτηκε και από εγγυήσεις των Συμμάχων αλλά ακόμη και τότε επέμεναν να μείνουν στο πλευρό τους Βέρμαχτ και απάντησαν αρνητικά.
Μάλιστα, η ηγεσία των Τσάμηδων οργανώθηκε στρατιωτικά και στρατολόγησε ολόκληρο τον αντρικό πληθυσμό της, από 16 μέχρι 60 ετών, για πόλεμο εναντίον του προελαύνοντα ΕΔΕΣ.
Στις αρχές Αυγούστου 1944 η ένοπλη αντίσταση των Τσάμηδων εξουδετερώθηκε, ενώ στις 17-18 Αυγούστου ένοπλα τμήματα Ναζί-Τσάμηδων ηττήθηκαν από τους μαχητές του ΕΔΕΣ στη Μάχη της Μενίνας.
Η μάχη αυτή ήταν η σημαντικότερη που δόθηκε από τις αντιστασιακές δυνάμεις κατά των Γερμανών στην Ήπειρο.
Εκεί οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ νίκησαν τους Γερμανούς και τα τμήματα Τσάμηδων που τους υποστήριζαν.
Ανάμεσα στις απώλειες καταμετρούνται και 86 νεκροί και αρκετοί αιχμάλωτοι ανάμεσα στους οποίους και 9 Τσάμηδες.
Οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ τελούσαν υπό των εντολών του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής με το στόχο την παραπλάνηση των Γερμανών ότι επίκειται Συμμαχική απόβαση στην Ήπειρο, ενώ ο Κρις Μόνταγκιου Γουντχάους σε μεταγενέστερο υπηρεσιακό σημείωμα του 1945, αναφέρει ότι ο Ζέρβας ως ηγέτης του ΕΔΕΣ έπραξε κατόπιν ενθάρρυνσης της Συμμαχικής Αποστολής.
Επακόλουθα, οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ προέβησαν σε συλλογική βία έναντι του πληθυσμού της μειονότητας.
Μετά την μάχη η κοινότητα των Τσάμηδων ξεκίνησε να περνάει τα σύνορα και κατέφευγε μαζικά στην Αλβανία.
Οι Τσάμηδες που πολέμησαν στους Φιλιάτες κατά του ΕΔΕΣ, φυλακίστηκαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν την επόμενη ημέρα.
Παρ’ όλα αυτά οι ηγέτες τους Μαζάρ και Νούρι Ντίνο κατάφεραν να διαφύγουν στην Αλβανία, μαζί με σημαντικό τμήμα του Τσάμικου πληθυσμού μαζί με τον γερμανικό στρατό και με μέσα της Βέρμαχτ.
Την βία εναντίον των Τσάμηδων την αποδέχτηκαν ή έμμεσα υποστήριξαν οι Βρετανοί και Αμερικάνοι σύνδεσμοι.
Οι εκφάνσεις βίας δεν είχαν συγκατάθεση της ηγεσίας ΕΔΕΣ ούτε της βρετανικής αποστολής, όμως ήταν αδύνατον να αποτραπούν απόλυτα, καθώς άμαχοι πολίτες και χαμηλόβαθμοι αντιστασιακοί ήταν εξοργισμένοι από τη δωσίλογη ένοπλη δράση ομάδων Τσάμηδων και απαιτούσαν δικαιοσύνη.
Άτομα που ανήκαν στον ΕΛΑΣ είχαν επίσης εμπλοκή σε αντεκδικήσεις που κατέληξαν σε θανάτους Τσάμηδων.
Χαρακτηριστικά ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ, Θανάσης Γιοχαλάς, συνέλαβε και εκτέλεσε 40 Μουσουλμάνους στην Πάργα.
Τα γυναικόπαιδα διασώθηκαν από τμήματα του ΕΔΕΣ τα οποία τελικά συνέλαβαν και εκτέλεσαν τον Γιοχαλά.
Σε σύγκριση πάντως με τα αιματηρά επεισόδια με θύματα (εθνοτικά) Γερμανούς και άλλους πρόσφυγες που καταγράφηκαν κατά την προέλαση του Κόκκινου Στρατού τους τελευταίους μήνες των συγκρούσεων στο Ανατολικό Μέτωπο, τα βίαια επεισόδια εναντίον αμάχων Μουσουλμάνων σε περιοχές της Θεσπρωτίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένα και αυτό επειδή τελικά ο Ζέρβας μπόρεσε να επιβάλει την αναγκαία πειθαρχία για την περιφρούρηση του συγκεντρωμένου σε διάφορα ασφαλή σημεία άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Μετά το τέλος του πολέμου, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων διέφυγε στην Αλβανία, λόγω του φόβου αντιποίνων με αιτία την δοσιλογικής δραστηριότητας του.
Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία και μικρότερος αριθμός στην Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας τους παραχώρησε σπίτια με σκοπό να διασπάσει τη συμπαγή παρουσία σε περιοχές που διαβιούσαν ελληνικοί πληθυσμοί (Βόρεια Ήπειρος).
Παράλληλα, περίπου 8.000 Έλληνες που ζούσαν στην Αλβανία, υπό καθεστώς πιέσεων, διέφυγαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο (1945-1946).
Στην Ελλάδα, από τους περίπου 20.000 Τσάμηδες που υπήρχαν προπολεμικά στην Θεσπρωτία, σύμφωνα με την απογραφή του 1951 είχαν παραμείνει μόνο 127.