«Όσο παραμένει στο τραπέζι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το θέμα της τουρκικής προκλητικότητας και των παραβιάσεων, όσο ζητείται από την Τουρκία να επιδείξει συνεργασία για την αποφυγή των μονομερών προκλητικών ενεργειών με διάρκεια και αξιοπιστία και για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών και όσο το Συμβούλιο ζητάει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να ετοιμάσουν μία συνολική εκτίμηση για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, αυτό δείχνει ότι το θέμα δεν είναι ελληνοτουρκικό. Είναι θέμα ευρωτουρκικό», τόνισε ο ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, κατά την ομιλία του στη Βουλή, στο πλαίσιο της συζήτησης για την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2021.
Πρόσθεσε επίσης ότι είναι πολύ σημαντικό να βαδίζει η Ευρώπη έστω και με αργά και λιτά βήματα προς τα εμπρός, παρά να κλείσει το θέμα και να πει ότι είναι διμερές και πρέπει να το λύσει η Ελλάδα με την Τουρκία.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο κ. Βαρβιτσιώτης τόνισε ότι οι κυρώσεις είναι το μέσο, για να ασκηθεί πίεση στην Τουρκία, ώστε να σταματήσει την προκλητική συμπεριφορά, να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να συζητήσει με την Ελλάδα τη χάραξη των θαλασσίων ζωνών με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο.
Μάλιστα, όπως σχολίασε, είναι η πρώτη φορά που αυτό γράφεται και περιγράφεται με τέτοιο τρόπο στα συμπεράσματα του χθεσινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Και υπογράμμισε ότι «δεν περιμένουμε σε κάθε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να λύνονται όλα τα ελληνοτουρκικά ζητήματα.
»Αυτό, όμως, που σίγουρα έχει γίνει κοινός τόπος είναι η σαφής καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας, η σαφής και σταθερή συμπαράσταση απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, και βέβαια η διεύρυνση των κυρώσεων, έτσι όπως αυτές είχαν αποφασιστεί από το 2019».
Περαιτέρω, ο αναπληρωτής υπουργός αναφέρθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης, για το οποίο κατέληξαν τελικά σε συμφωνία οι Ευρωπαίοι ηγέτες χθες.
Το χαρακτήρισε ως τεράστιο βήμα για τη θωράκιση της ευρωπαϊκής οικονομίας απέναντι στην ύφεση και ως το πρώτο βήμα για την αμοιβαιοποίηση του χρέους.
Σημείωσε επίσης ότι η χώρα μας προσβλέπει να αξιοποιήσει αυτά τα 72 δισ., για την ανάκαμψη και τον μετασχηματισμό της οικονομίας και ότι, γι’ αυτό, έχει ήδη καταρτίσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, το οποίο κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τελεί υπό έγκριση.
Ο κ. Βαρβιτσιώτης, αφού τόνισε δύο ακόμη μεγάλες επιτυχίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την από κοινού προμήθεια των εμβολίων για τον κορωνοϊό, ως συνολική απάντηση στην πανδημία, αλλά και τη συμφωνία για τη μείωση των εκπομπών αερίων στο 55% ως το 2030 για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, επισήμανε τις προκλήσεις που καλείται η Ένωση να αντιμετωπίσει την επόμενη χρονιά.
Όπως δήλωσε, πρωταρχική στρατηγική αποτελεί η στρατηγική της ασφάλειας, για την προστασία της εδαφικής κυριαρχίας, τον αποτελεσματικό έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και την κατάρτιση μίας κοινής πολιτικής για την μετανάστευση και το άσυλο.
Δεύτερο σημαντικό άξονα αποτελεί η οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης μέσα από την Πράσινη Ανάπτυξη και τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό, σε σχέση με τα οποία ο κ. Βαρβιτσιώτης δήλωσε ότι «η χώρα μας πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας».
Ακόμη, σχολίασε την ανάγκη «να συζητήσουμε για το ποια είναι η Ευρώπη και πώς προβάλλεται η ισχύς της στις γεωπολιτικές εξελίξεις.
»Μέσα από τον Διάλογο για το Μέλλον της Ευρώπης, οφείλουμε να θέσουμε το θέμα ότι δεν μπορεί η Ευρώπη να κοιτάζει το σύστημα ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή μέσα από το πρίσμα διμερών οικονομικών συμφερόντων.
»Η Ευρώπη πρέπει να έχει ρόλο, θέση και συνέπεια στις θέσεις τις οποίες λαμβάνει.
»Γιατί η δική μας πολιτική, που θέλει την Ελλάδα να μεγαλώνει, να ισχυροποιείται και να δημιουργεί προοπτικές, είναι μία Ελλάδα που βρίσκεται μέσα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Καταληκτικά, ο κ. Βαρβιτσιώτης, κάνοντας έναν απολογισμό, σημείωσε ότι το 2020 ήταν μια δύσκολη χρονιά, που η χώρα διαχειρίστηκε μια πολυεπίπεδη κρίση (υγειονομική, οικονομική και εθνική), ωστόσο δεν αφήνει την Ελλάδα σε δυσμενέστερη θέση, ιδίως σε σχέση με την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που ακολουθήθηκε.
Όπως επεσήμανε, «καταφέραμε να σφυρηλατήσουμε πολύ περισσότερες συμμαχίες, να προβάλουμε τη συναντίληψη ως μέσο αποτροπής και να αναπτύξουμε και να εμβαθύνουμε ισχυρές παραδοσιακές σχέσεις με συμμάχους, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε επίσης στη στρατηγική συνεργασία με Αίγυπτο, Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία, αλλά και στην πρόοδο που σημειώθηκε στην πολιτική της Διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια, ολοκληρώνοντας μία Εθνική Στρατηγική, που υιοθετήθηκε το 2003 ως Ευρωπαϊκή Στρατηγική με τη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης.