Πάνω από 4.000.000 νέους εκλογείς θέλει να εντάξει στους εκλογικούς καταλόγους η κυβέρνηση της Ν.Δ. με τη συνεργασία του ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Αυτό προκύπτει από επίσημη παραδοχή της ελληνικής κυβέρνησης προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την οποία φέρνει στο φως η «Αυγή» της Κυριακής.
Πρόκειται για μία δίκη σχετικά με το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων Ελλήνων, η οποία πραγματοποιήθηκε σε χρόνο πολιτικά ουδέτερο καθώς ξεκίνησε το 2007 και ολοκληρώθηκε το 2012.
Οι προσφεύγοντες Νίκος Σιταρόπουλος και Χρήστος Γιακουμόπουλος ήταν Έλληνες υπήκοοι που ζούσαν μόνιμα στο Στρασβούργο, καθώς αμφότεροι εργάζονται στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 2007, ενόψει των εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου 2007, οι προσφεύγοντες εξέφρασαν με επιστολή τους προς τον Έλληνα πρεσβευτή στη Γαλλία την επιθυμία να ψηφίσουν στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 από τον τόπο κατοικίας τους, το Στρασβούργο.
Η απάντηση ήταν αρνητική και στις 20 Σεπτεμβρίου οι Ν. Σιταρόπουλος και Χρ. Γιακουμόπουλος κατέθεσαν προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος του εκλέγειν.
Ξεπερνούν τα 4 εκατ. οι έχοντες δυνατότητα ψήφου
Στο πλαίσιο αυτής της δίκης η ελληνική κυβέρνηση παραδέχεται στο υπόμνημά της ότι ουσιαστικά οι πολίτες που διαμένουν στο εξωτερικό και θα δικαιούνται ψήφου είναι 3.700.000!
Και αυτά πριν από την κρίση και την «έξοδο» από τη χώρα πάνω από 500.000 πολιτών με δικαίωμα ψήφου…
Επομένως είναι βάσιμες οι εκτιμήσεις πως η Ν.Δ. (με τη σύμπραξη του ΚΙΝ.ΑΛΛ.) σχεδιάζει να δώσει δικαίωμα ψήφου σε πάνω από 4.000.000 άτομα.
Συγκεκριμένα στην απόφαση που εξέδωσε στις 15 Μαρτίου 2012 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την υπόθεση «Σιταρόπουλος και Γιακουμόπουλος κατά Ελλάδας» (Αρ. προσφυγής 42202/07) και αφορά το δικαίωμα ψήφου των απόδημων εκλογέων, καταγράφονται οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης ως εξής:
«Η κυβέρνηση ομοίως επανέλαβε (…) την ανάγκη πολιτικής συναίνεσης δεδομένου του μεγάλου αριθμού Ελλήνων που διαμένουν στο εξωτερικό (περίπου 3.700.000 συγκριτικά με έναν πληθυσμό 11.000.000 ατόμων που διαμένουν στην Ελλάδα.)
»Για παράδειγμα, περίπου 1.850.000 Έλληνες πολίτες διαμένουν στις ΗΠΑ και περίπου 558.000 στην Αυστραλία».
Νόμιμες οι προϋποθέσεις για την ψήφο
Υπογραμμίζεται ότι το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην επίμαχη απόφασή του αποδέχθηκε ότι το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων μπορεί να τελεί υπό προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
«Το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η εσωτερική νομοθεσία που θέτει το δικαίωμα του εκλέγειν υπό την προϋπόθεση ενός κατώτατου ορίου ηλικίας ή τον τόπο κατοικίας είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου» αναφέρει.
Επιπροσθέτως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποδέχεται και τους περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου των αποδήμων επί τη βάσει του κριτηρίου της κατοικίας: «τα θεσμικά όργανα της Σύμβασης έχουν δεχθεί στο παρελθόν ότι [οι περιορισμοί αυτοί] μπορεί να αιτιολογούνται από διάφορους παράγοντες» αναφέρει και συνεχίζει απαριθμώντας τους περιορισμούς:
«Πρώτον, το τεκμήριο ότι οι πολίτες που δεν κατοικούν εντός της επικράτειας δεν επηρεάζονται τόσο άμεσα ή διαρκώς από τα καθημερινά προβλήματα της χώρας τους και έχουν λιγότερη πληροφόρηση γι’ αυτά.
Δεύτερον, το γεγονός ότι οι πολίτες που δεν κατοικούν εντός της επικράτειας έχουν μικρότερη επιρροή στην επιλογή των υποψηφίων ή τη διαμόρφωση των εκλογικών τους προγραμμάτων.
Τρίτον, τη στενή σχέση μεταξύ του δικαιώματος ψήφου στις βουλευτικές εκλογές και του να επηρεάζεται κάποιος άμεσα από τις αποφάσεις των πολιτικών οργάνων που εκλέγονται με αυτόν τον τρόπο και, τέταρτον, την εύλογη έγνοια του νομοθέτη να περιορίσει την επιρροή των πολιτών που ζουν στο εξωτερικό στις εκλογές επί ζητημάτων τα οποία, ενώ είναι κατά γενική ομολογία θεμελιώδη, αφορούν κατά κύριο λόγο άτομα που ζουν εντός της χώρας».
Την ίδια άποψη διατηρεί το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σε άλλες υποθέσεις, καθώς ξεκαθαρίζεται πως «το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει την άποψη ότι η απαίτηση να πληρούται η προϋπόθεση της κατοικίας ή της διάρκειας διαμονής για την κτήση ή άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, αυθαίρετο περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγειν και επομένως δεν είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου».
Η νομολογία του Δικαστηρίου βασίζεται σε αποφάσεις της Επιτροπής και σε προσφυγές οι οποίες είχαν υποβληθεί κατά του Λιχτενστάιν, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.