Ο πρωθυπουργός μιλώντας ξεκάθαρα στην Έλλη Στάη επισήμανε για άλλη μια φορά ότι το Μακεδονικό παρέμεινε άλυτο πρόβλημα εξαιτίας της αδράνειας που αποτέλεσε πολιτική επιλογή για κάποιες κυβερνήσεις, εδώ και 27 χρόνια.
Μάλιστα, υπενθύμισε ότι όταν ξεκίνησαν οι συζητήσεις για το Μακεδονικό ζήτημα, τον Ιανουάριο του 2017, τότε ο κ. Μητσοτάκης είχε βγει, ένα χρόνο πριν, και είχε συμβουλεύσει την κυβέρνησή να ακολουθήσει την εθνική γραμμή, η οποία είχε χαραχθεί το 2007 από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, λίγο πριν το Βουκουρέστι.
Όταν είδε ότι ακριβώς αυτή τη γραμμή ακολουθεί η κυβέρνηση, συνεχώς προσπαθούσε να κάνει πιο ευέλικτη τη στάση του, να ανεβάζει τον πήχη και να μεταλλάσσεται από αυτές τις θέσεις του.
Κανείς δεν περίμενε, ότι ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, που έχει συνδέσει και το όνομά του και το όνομα της οικογένειάς του με την επιδίωξη λύσης στο Μακεδονικό, θα είχε αυτή την αντιφατική συμπεριφορά, με μοναδικό γνώμονα την εσωκομματική σταθερότητα και το πρόσκαιρο μικροκομματικό όφελος.
Ο κ. Μητσοτάκης προσπαθούσε συνεχώς, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, να βρει τρόπο και λόγο διαφοροποίησης, των οποίων ήταν απόλυτος γνώστης, διότι και ο υπουργός Εξωτερικών ενημέρωνε και ο πρωθυπουργός συνάντησε δυο φορές τους πολιτικούς αρχηγούς για αυτό το θέμα.
Έβαλε, λοιπόν, τον πήχη στην αρχή στο να είναι η κυβέρνηση στο πνεύμα του Βουκουρεστίου, μετά έβαλε τον πήχη στο να είναι erga omnes, όταν είδε ότι πήγαινε για erga omnes έβαλε τον πήχη να γίνει συνταγματική αλλαγή, όταν είδε ότι πήγαινε για συνταγματική αλλαγή έβαλε τον πήχη να τα κάνουν πρώτα όλα εκείνοι και μετά να κυρώσει η κυβέρνηση, όταν είδε ότι δεν έχει αφήσει καμία λεπτομέρεια η κυβέρνηση ανακάλυψε μέσα από μια πρωτοφανή λαθροχειρία ότι υπάρχει ζήτημα εθνότητας.
Τι έκανε; Μετέτρεψε τον όρο «ιθαγένεια» σε όρο «εθνότητα». Δεν υπάρχει ζήτημα εθνότητας.
Είναι σε όλους γνωστό ότι οι πολίτες σήμερα αυτής της χώρας, της πΓΔΜ, έρχονται στο εσωτερικό της χώρας μας με ταξιδιωτικά έγγραφα, στα οποία αναγράφεται ο όρος «Μακεδόνες», και η κυβέρνηση μέσα από τη Συμφωνία πέτυχε να αναγράφεται «Πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας» δίπλα σε αυτόν τον όρο.
Άρα, λοιπόν, δεν υπάρχει ούτε ζήτημα εθνότητας, ούτε ζήτημα γλώσσας, διότι αυτό έχει λυθεί από το 1977.
Το μόνο που υπάρχει είναι η διαρκής προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να διαφοροποιηθεί μέσα σε αυτή την επιθυμία του να βρίσκει διαρκώς αιτίες, προκειμένου να κερδοσκοπήσει πολιτικά.
Αλλά αυτό ας το κάνει κανείς σε άλλα θέματα, και όχι στα εθνικά.
Η κυβέρνηση κατόρθωσε αυτό που 27 χρόνια κανείς δεν είχε καταφέρει, να αλλάξουν το Σύνταγμά τους και όλες οι χώρες να τους αναγνωρίζουν όχι ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά να τους αναγνωρίζουν με τη νέα τους ονομασία, ως «Βόρεια Μακεδονία».
Μετά από όλα αυτά, με την αλλαγή του Συντάγματος, όπου βγάζουν όλες τις αλυτρωτικές υπόνοιες από το Σύνταγμά τους, ο κ. Μητσοτάκης τι μικροπολιτικές σκοπιμότητες έχει; Μήπως δεν θέλει να διασπάσει το κόμμα του ο κύριος Σαμαράς ή σκέφτεται μήπως χάσει κάποιους ακροδεξιούς ψηφοφόρους ή κάποιους μη ακροδεξιούς ψηφοφόρους.
Φαίνεται πως τα κομματικά συμφέροντα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκονται ψηλότερα και χωρίς καμία στοιχειώδη σοβαρότητα αφήνει έρμαιο τη χώρα να ξεφτιλιστεί διεθνώς.