Την παραίτησή της από την Κεντρική Επιτροπή του Κινήματος Αλλαγής ανακοίνωσε η Τάνια Καραγιάννη, συνδικαλίστρια και πρώην μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ.
Η κ. Καραγιάννη ασκεί σκληρή κριτική στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛΛ, καταλογίζοντας στρατηγική ταύτισης με τη ΝΔ.
Αφήνει αιχμές για συμπεριφορές «βοναπαρτισμού» των στελεχών της Χαριλάου Τρικούπη και στηλιτεύει την αντίθετη πορεία του κόμματος με την κατεύθυνση των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών για πανευρωπαϊκό προοδευτικό μέτωπο.
Ολόκληρη η επιστολή:
Όταν το Κίνημα Αλλαγής, ξεκινώντας τη λειτουργία του, πριν από περίπου ένα χρόνο, διακήρυττε τη στρατηγική των «ίσων αποστάσεων», πιθανόν να έπραττε σωστά, υπό την έννοια ότι κάθε νέα πολιτική συλλογικότητα χρειάζεται -αλλά και δικαιούται- μια «περίοδο χάριτος» έως ότου βρει το βηματισμό της.
Όπως, όμως, συμβαίνει με όλα τα πράγματα, έτσι και κάθε τέτοια περίοδος έχει και ημερομηνία λήξης.
Και μάλιστα μια ημερομηνία λήξης, η οποία πρώτον καθορίζεται εξωγενώς -και όχι από ίδιες ανάγκες- και δεύτερον ορθώς υπάρχει, διότι διαφορετικά θα ελλόχευε ο κίνδυνος εισόδου στη γραφικότητα της αέναης κίνησης ενός εκκρεμούς.
Η «περίοδος χάριτος», λοιπόν, για το Κίνημα Αλλαγής δείχνει να αγγίζει πλέον τα χρονικά όριά της.
Όχι επειδή αυτά προβλέπονται από κάπου, αλλά επειδή αυτό επιβάλλει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο πολιτικά περιβάλλον τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.
Οι «210.000» των μελών και φίλων του Κινήματος Αλλαγής που ανταποκρίθηκαν τον Νοέμβριο του 2017 στο κάλεσμα και έδωσαν το παρόν στη διαδικασία για την εκλογή προέδρου, προσδοκούσαν τη δημιουργία ενός νέου, ενιαίου πολιτικό φορέα που θα δημιουργούσε διακριτή πολιτική ταυτότητα και θα έδειχνε ότι είχε την ικανότητα να παράγει πολιτικές θέσεις με προοδευτικό πρόσημο και στόχο την επίλυση των «καυτών ζητημάτων της κοινωνίας και των πολιτών».
Στην πορεία από τότε ως σήμερα, το πλήθος των ανθρώπων που συμμετείχαν τότε, πιθανόν, να έχει μεταβληθεί. Το αίτημα, ωστόσο (ή καλύτερα η απαίτησή τους) εξακολουθεί να υφίσταται.
Το γεγονός αυτό, από μόνο του, φέρνει το Κίνημα Αλλαγής αντιμέτωπο με την ανάγκη να αποσαφηνίσει τις προθέσεις του ως προς τον δρόμο που προτίθεται να ακολουθήσει και τις πολιτικές που πρόκειται να υποστηρίξει.
Διότι όσο εκείνο -ως συλλογικότητα- δεν το κάνει τόσο στο ίδιο σταυροδρόμι, μοιραία, θα καταφθάνουν κάποια από τα στελέχη του, κάποια από τα μέλη του και κάποιοι ακόμη περισσότεροι από τους ψηφοφόρους του.
Ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών, στις οποίες αποτυπώνεται η διαρκώς αυξανόμενη τάση του δικομματισμού και η αντίστοιχη συμπίεση -μεταξύ άλλων- του Κινήματος Αλλαγής.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη συνιστώσα του Κινήματος Αλλαγής (αν όχι ολόκληρο) δείχνει να μην μπορεί να αποδεχτεί τα δεδομένα, όπως αυτά διαμορφώνονται τους τελευταίους μήνες. Δείχνει να μην μπορεί καν να ξεχωρίσει το ευκταίο από το εφικτό.
Η Χαριλάου Τρικούπη συμπεριφέρεται με τρόπο σχεδόν βοναπαρτικό τόσο απέναντι στις υπόλοιπες συνιστώσες του Κινήματος Αλλαγής όσο και απέναντι σε επιμέρους στελέχη της, που κάθε μέρα όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν την όλο και μεγαλύτερη εσωστρέφεια, στην οποία βυθίζεται.
Εν τω μεταξύ, μέσα σε αυτό το περιβάλλον κι ενώ το Κίνημα Αλλαγής επιμένει να διακηρύττει τη στρατηγική των «ίσων αποστάσεων», στην πράξη έχει ήδη μετακινηθεί αισθητά προς τη μια κατεύθυνση, γεγονός που προκύπτει και από το αίτημα για εκλογές το καλοκαίρι του 2018 και από τη στάση που κράτησε στα ζητήματα της Συμφωνίας των Πρεσπών και της σχέσης Κράτους – Εκκλησίας.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το Κίνημα Αλλαγής επέλεξε -σχήμα οξύμωρο για προοδευτική δύναμη- να ταυτιστεί με τις πολιτικές επιλογές της συντηρητικής παράταξης και της ΝΔ.
Σε μία, μάλιστα, τουλάχιστον περίπτωση η ταύτιση έγινε με τρόπο ακατανόητο για τον κοινό μέσο προοδευτικό πολίτη, ο οποίος είδε να διαδραματίζεται μία διαδικασία στο εσωτερικό του Κινήματος Αλλαγής που πόρρω απέχει από οποιαδήποτε έννοια δημοκρατικής διαδικασίας (σ.σ. Όλοι θυμόμαστε ακόμα εκείνο το 5-1 στο πολιτικό συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής που έμελλε να αποτελέσει και τη θρυαλλίδα των εξελίξεων, οδηγώντας στο οριστικό «διαζύγιο» με το Ποτάμι).
Ταυτόχρονα, είναι δύσκολο για τον απλό προοδευτικό πολίτη να κατανοήσει από ποια ακριβώς πλευρά ασκεί κριτική το Κίνημα Αλλαγής στη σημερινή Κυβέρνηση, ιδίως όταν η κριτική αυτή αφορά τα θέματα της διαχείρισης του Μνημονίου.
Είναι φανερό ότι η κριτική ασκείται άλλοτε από τα «δεξιά» επειδή «ο ΣΥΡΙΖΑ άργησε να συνέλθει από τις αυταπάτες» και άλλοτε από τα «αριστερά» επειδή «είναι δίγλωσσος και ασυνεπής, αφού άλλα διακήρυττε προεκλογικά και άλλα εφαρμόζει μετεκλογικά».
Μόνο που το δεύτερο επιχείρημα έχει λογική όταν διατυπώνεται από τις αποκαλούμενες ως αντι-μνημονιακές δυνάμεις.
Από εκείνες δηλαδή τις δυνάμεις που δικαιούνται -τρόπον τινά- να ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «απεμπόλησε τον αντι-μνημονιακό του χαρακτήρα και εφάρμοσε μνημόνια».
Χάνει, ωστόσο, εντελώς, την αξία του όταν προέρχεται από εκείνους που στην πράξη εισήγαγαν το Μνημόνιο στην ελληνική πραγματικότητα, με το επιχείρημα ότι «ήταν μονόδρομος απέναντι στον κίνδυνο της χρεωκοπίας» και ουδέποτε έως σήμερα αμφισβήτησαν την ορθότητα αυτής τους της απόφασης (αν και κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε, δεδομένου ότι με όχημα τα μνημόνια υλοποιήθηκε μεταξύ άλλων η βιαιότερη αναδιανομή εισοδήματος που έχει γίνει ποτέ στη χώρα προς όφελος των λίγων και η μεγαλύτερη απορρύθμιση του εργασιακού τοπίου).
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι η στρατηγική των «ίσων αποστάσεων» είναι απλώς ένας προσχηματικός διακηρυκτικός λόγος.
Πολύ απλά διότι μία τέτοια στρατηγική προϋποθέτει ότι έχεις τη δυνατότητα να παράγεις αυτόνομα πολιτική και να αυτοκαθορίζεσαι.
Αντ’ αυτού, στην πράξη το Κίνημα Αλλαγής, υπό το φόβο της ταύτισης σε οποιοδήποτε θέμα με τον αποκαλούμενο «στρατηγικό» του αντίπαλο, έχει φτάσει σήμερα στο σημείο αφενός να ετεροκαθορίζεται και αφετέρου να ταυτίζεται -όλο και συχνότερα- με τον «παραδοσιακό» του αντίπαλο, τη Ν.Δ.
Την Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος είπε ότι πρέπει να τελειώνουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο γι αυτά που κάνει, αλλά και γι αυτά που πιστεύει!
Άραγε το Κίνημα Αλλαγής ταυτίζεται και σε αυτό με τον κύριο Μητσοτάκη; Διότι διαφορετικά τι ακριβώς εννοεί όταν μιλάει για «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ;
Όπως είναι λογικό, η πρακτική αυτή κάνει πολλούς να αναρωτιούνται αν τα πράγματα οδηγούνται αναπόδραστα προς την κατεύθυνση της κυβερνητικής συνεργασίας με τη ΝΔ, επιλογή που πέραν των υπολοίπων δείχνει ότι το Κίνημα Αλλαγής δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι η (κατά το πρόσφατο παρελθόν) κυβερνητική συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με τη Δεξιά ήταν εκείνη που του έδωσε το οριστικό χτύπημα και οδήγησε τον παραδοσιακό του ψηφοφόρο να του στρέψει την πλάτη.
Για την επιλογή, όμως, αυτή (δηλαδή της συνεργασίας με τη ΝΔ) δεν ευθύνεται κανένας ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν ευθύνεται κανένας άλλος, εκτός από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.
Το ότι αργά ή γρήγορα θα καταλαμβανόταν ο πολιτικός χώρος που ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε από το ΠΑΣΟΚ, από τον κοντινότερο ιδεολογικοπολιτικά «διεκδικητή» ήταν μαθηματικά βέβαιο.
Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι η πολιτική -όπως και η φύση- απεχθάνεται τα κενά.
Πέραν όμως από το τι συμβαίνει στο εσωτερικό της χώρας, απορίας άξια είναι και η στάση του Κινήματος Αλλαγής στο εξωτερικό και ιδίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, οι οποίοι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση επιδιώκουν τη συγκρότηση ενός προοδευτικού μετώπου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με τη συμμετοχή των δυνάμεων των Σοσιαλιστών, της Αριστεράς και των Πρασίνων ως εξόχως αναγκαία συνθήκη για την αναχαίτιση της ανόδου των ακροδεξιών και των λαϊκίστικων αντιευρωπαϊκών δυνάμεων.
Οι ίδιοι έχουν καταστήσει σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί από ελληνικής πλευράς να απουσιάζει από μία τέτοια σύνθεση.
Κι όμως το Κίνημα Αλλαγής ακόμα και απέναντι σε αυτόν το στόχο δείχνει να μην μπορεί να ξεπεράσει τη διάθεση ρεβανσισμού απέναντι στον πολιτικό φορέα που -κατά κάποιους- «υφάρπαξε» τους ψηφοφόρους του. Για μια ακόμα φορά η επιδίωξη μικροπολιτικού οφέλους φαίνεται να επικρατεί της κοινής λογικής!
Προσωπικά, παρέμεινα στον χώρο τα «πέτρινα» -για πολλούς από εμάς- χρόνια του Μνημονίου, αναγνωρίζοντας μεν την ιστορία του ΠΑΣΟΚ και την προσφορά του στον τόπο και τη Δημοκρατία, διατηρώντας δε τις διαφωνίες μου για τις πολιτικές επιλογές εκείνης της περιόδου (τις οποίες και εξέφραζα πάντα στα πλαίσια της λειτουργίας της ΠΑΣΚ Δημοσίου Τομέα, συνδικαλιστικής παράταξης που μπορεί να μην έχει οργανωτική σχέση με το ΠΑΣΟΚ, αυτονοήτως -όμως- έχει πολιτική).
Το 2017, αποφάσισα να ενταχθώ στο Κίνημα Αλλαγής, εκτιμώντας ότι υπήρχε ακόμα πολιτικός χρόνος, περιθώρια και διάθεση για αναστοχασμό, ειλικρινή αυτοκριτική και επαναπροσδιορισμό των κεντρικών πολιτικών επιλογών του πολιτικού φορέα προς μία προοδευτικότερη κατεύθυνση.
Τα χρονικά περιθώρια, όμως, έχουν στενέψει ασφυκτικά και η διάθεση δεν έχει διαφανεί. Οι κινήσεις που γίνονται σε πολιτικό επίπεδο εκ μέρους του Κινήματος Αλλαγής, αλλά και σε οργανωτικό επίπεδο με αφορμή τόσο τις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, τις ευρωεκλογές και τις βουλευτικές εκλογές όσο και τα ουσιαστικότατα ζητήματα της (μη) εκλογής των εσωκομματικών οργάνων, δείχνουν κατά τη γνώμη μου ότι οι «έχοντες μία πολιτική προσέγγιση που αποκλίνει λιγότερο ή περισσότερο από την κεντρική γραμμή» καλό θα ήταν να αποχωρήσουμε όσο ακόμα μπορούμε να κρατάμε το κεφάλι μας ψηλά και να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη.
Με αυτές τις σκέψεις σας υποβάλλω την παραίτησή μου από την Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του Κινήματος Αλλαγής και σας εύχομαι καλή συνέχεια και καλή τύχη.