Δεν είμαστε διατεθειμένοι, ενόψει της οριστικοποίησης της Συμφωνίας των Πρεσπών και πριν από την κύρωσή της, να αποδεχθούμε αυθαίρετες ερμηνείες της, διότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα: Αυτό υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, κατά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Σλοβενίας Μπόρουτ Πάχορ.
Με αφορμή προχθεσινές δηλώσεις αξιωματούχων της γείτονος, όπως είπε, ο κ. Παυλόπουλος διεμήνυσε ξεκάθαρα προς την ηγεσία της ΠΓΔΜ ότι «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» και πρόσθεσε ότι «είμαστε εδώ, αλλά δεν πρόκειται να κάνουμε εκπτώσεις σε τέτοια ζητήματα».
Κατέστησε, επίσης, σαφές ότι «αν και όταν έλθει η ώρα της κύρωσης αυτής, δεν πρόκειται κατ’ ουδένα τρόπο να δεχθούμε αυθαίρετες -και πολύ περισσότερο αλυτρωτικές- ερμηνείες της Συνθήκης των Πρεσπών, από την πλευρά της ΠΓΔΜ».
Ο κ. Παυλόπουλος υπενθύμισε, επίσης, ότι έχουμε αποδείξει εμπράκτως ότι επιθυμούμε την ένταξη της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, αλλά τόνισε ότι αυτό προϋποθέτει την επίλυση του ζητήματος του ονόματος, και υπογράμμισε τις αλλαγές που συμφωνήθηκαν, να γίνουν στην έννομη τάξη και ιδίως στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.
Μάλιστα, τόνισε ότι «μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η Συνταγματική Αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Όπως σημείωσε, «μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων».
Η αδιέξοδη λιτότητα τροφοδοτεί τα λαϊκιστικά μορφώματα
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Έλληνας Πρόεδρος υπογράμμισε ότι οι δύο χώρες μας και οι δύο λαοί εργάζονται, από κοινού και με συνέπεια, για την αντιμετώπιση όλων εκείνων των μορφωμάτων λαϊκισμού -που αγγίζουν τα όρια του φασισμού και του νεοναζισμού- τα οποία επιβουλεύονται, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Όπως τόνισε, ενόψει και της κρίσιμης πρόκλησης των προσεχών ευρωεκλογών, οφείλουμε να αλλάξουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση τις πολιτικές εκείνες, που «δίνουν τροφή» στη γέννηση και στη γιγάντωση των μορφωμάτων αυτών.
«Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για οικονομικές πολιτικές ανώφελης και αδιέξοδης λιτότητας, οι οποίες διευρύνουν ραγδαίως τις κοινωνικές ανισότητες και πλήττουν ευθέως τον πυλώνα της κοινωνικής δικαιοσύνης και, επέκεινα, του κοινωνικού κράτους δικαίου» παρατήρησε ο κ. Παυλόπουλος.
Ακολούθως, σχολίασε τις τελευταίες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση εν όψει και των ευρωεκλογών, και επισήμανε την συμπόρευση Ελλάδος και Σλοβενίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και την αταλάντευτη προσήλωση των δυο χωρών στο ιδεώδες της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στην βάση της ομοσπονδιακής της οργάνωσης, υπό όρους αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Ελληνο-τουρκικά, Κυπριακό
Για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις επανέλαβε ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας, και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ωστόσο αυτό προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του ευρωπαϊκού κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα»- και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου.
«Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 -οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες- πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές.
»Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
»Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982.
»Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου» επισήμανε ο κ. Παυλόπουλος.
Παράλληλα, ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε και στο Κυπριακό, υπογραμμίζοντας την ανάγκη το συντομότερο δυνατό για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, και επισήμανε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων.
«Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ήδη έχουν εφαρμοσθεί έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
»Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης», πρόσθεσε ο Πρόεδρος.
Αναφερόμενος στον Σλοβένο ομόλογό του κ. Μπόρουτ Πάχορ έκανε λόγο για μια ξεχωριστή προσωπικότητα εγνωσμένου ευρωπαϊκού κύρους, και πρόσθεσε ότι οι διμερείς μας σχέσεις είναι διαχρονικώς εξαιρετικές, διότι εδράζονται στις παραδοσιακές φιλικές σχέσεις των λαών μας, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί πάνω στην στέρεη βάση κοινών αρχών και αξιών, που απορρέουν αφενός από την ιστορία των λαών μας και, αφετέρου, από το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
«Έχουμε εμπράκτως αποδείξει τον σεβασμό μας στο Διεθνές και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό τους, ιδίως στα πεδία εκείνα που αφορούν την εμπέδωση της Ειρήνης, τον σεβασμό των ιδεωδών της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και την υπεράσπιση, δίχως καμία έκπτωση, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
»Την κοινή μας αυτή στάση τεκμηριώνει, και μάλιστα αμαχήτως, η πορεία των χωρών μας τόσο στο πλαίσιο της μεγάλης μας ευρωπαϊκής οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ» σημείωσε.
Περιγράφοντας την σημερινή κρίσιμη διεθνή συγκυρία, επισήμανε την ανάγκη ενίσχυσης της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας καθώς και στην εφαρμογή της αρχής της Αλληλεγγύης, κατ’ εξοχήν στο πεδίο του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, που αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Οι δύο χώρες μας έχουν αποδείξει, και πάλι εμπράκτως, τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό αυτών των περί Αλληλεγγύης διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου.
»Αξιώνουμε δε και από κάθε άλλο εταίρο μας την ίδια συμπεριφορά, υπενθυμίζοντας ότι το αντίθετο συνιστά ωμή παραβίαση αυτού τούτου του αξιακού κώδικα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» πρόσθεσε.