Στις απολογίες κατηγορουμένων προχώρησε η δίκη ενώπιον του Τριμελούς εφετείου Κακουργημάτων για την σύμβαση 8002 μεταξύ ΟΤΕ και Siemens που πλέον εισέρχεται στην ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και αρχίζει να μετρά αντίστροφα ο χρόνος για την κρίση της δικαιοσύνης σε μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις διαφθοράς.
Η διαδικασία ξεκίνησε ουσιαστικά τον Μάρτιο του 2017 και αφορά την πλέον εμβληματική από τις δικογραφίες που φέρουν το όνομα του γερμανικού κολοσσού, η οποία αναφέρεται στην σύμβαση ψηφιακοποίησης των κέντρων του ΟΤΕ που υπογράφηκε το 1997.
Η δίκη πλέον μπήκε στην φάση των απολογιών των κατηγορουμένων με πρώτη πρόσκληση από την Έδρα, αυτήν προς την συνήγορο του άλλοτε κορυφαίου στελέχους της ελληνικής Siemens, Μιχάλη Χριστοφοράκου, ο οποίος δεν βρίσκεται στο εδώλιο.
Η υπεράσπιση του κ. Χριστοφοράκου επανέλαβε την θέση του, επικαλούμενη θέμα δεδικασμένου στην παρούσα δίκη, καθώς έχει ήδη καταδικαστεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από την γερμανική δικαιοσύνη.
Ο κ. Χριστοφοράκος έχει καταδικαστεί στην Γερμανία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για «δωροδοκία δημόσιων λειτουργών άλλου κράτους-μέλους της ΕΕ».
Επίσης, κατά την υπεράσπιση του απόντα από την δίκη κ. Χριστοφοράκου, τα περίφημα ημερολόγια της πρώην γραμματέως του, Αικατερίνης Τσακάλου, δεν έχουν ερμηνευθεί σωστά.
Στο δικαστήριο απολογήθηκε, ερχόμενος μάλιστα αυθημερόν στην Αθήνα για να εμφανιστεί στην δίκη, ο πρώην πρόεδρος του ΔΣ της Siemens, Κάρλ Πίρερ (Karl Friedrich Eduard Pierer von Esh) ο οποίος υποστήριξε πως δεν γνώριζε και ούτε θα δεχόταν «μη σύννομες ενέργειες» στην εταιρία.
Ο επί επτά χρόνια κορυφαίος της γερμανικής εταιρίας, ανέφερε στο δικαστήριο ότι δεν θυμάται κανέναν «Γιάννο Παπαντωνίου», όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο που επικαλέστηκε τα «ημερολόγια Τσακάλου».
Σύμφωνα με τον κ. Πίρερ, ο ίδιος συνέβαλε στο να δοθεί εντολή έρευνας στην εταιρία: «Η γερμανική έρευνα απέδειξε πως υπήρχαν δραστηριότητες «μη σύννομες», τις οποίες εγώ δεν ήξερα. Δεν μου είπε κανείς ποτέ τίποτα. Ήξεραν όλοι ότι κάτι τέτοιο εγώ δεν θα το αποδεχόμουν».
Κατά τον κατηγορούμενο: «Από το 1992 που ήμουν στη θέση του προέδρου του ΔΣ Siemens, μέχρι το 1999 που έγινε ποινικό αδίκημα ( σσ η παροχή ωφελημάτων για την επίτευξη συμβάσεων), εγώ δεν ήμουν σύμφωνος με τις παράνομες πληρωμές και προσπαθούσα να το εξαλείψω. Στο δικό μου πεδίο επιρροής δεν επέτρεπα να συμβούν τέτοιες πληρωμές».
Ερωτηθείς ο κατηγορούμενος τι είδους συνάντηση είχε στην Ελλάδα στις 21.1.1997 με τον κ. Γιάννο Παπαντωνίου, όπως αναφέρεται σε ημερολόγιο της κ. Τσακάλου, απάντησε: «Ποιος ήταν ο Παπαντωνίου; Λυπάμαι δεν θυμάμαι. Έχω βρεθεί με πολλούς υπουργούς στη ζωή μου. Θυμάμαι σίγουρα ότι είχα ζητήσει από τον Χριστοφοράκο να πάμε στο Σούνιο».
Στην δική του απολογία ο άλλοτε ανώτερος υπάλληλος της ελληνικής Siemens, Ηλίας Γεωργίου, υποστήριξε πως τα ποσά που φέρεται να διακίνησε με λογαριασμούς του στο εξωτερικό ήταν μόνο για ανάγκες της εταιρίας, όπως κατασκοπεία ανταγωνιστών και φιλοξενία προσώπων που δεν έπρεπε να φαίνονται φιλοξενούμενοι της Siemens.
Ο κ. Γεωργίου, δεύτερος κατηγορούμενος που στάθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, τόνισε πως ο ίδιος δεν εμπλέκεται σε δωροδοκίες. Μάλιστα απαντώντας σε ερωτήσεις, είπε πως «δεν αποκλείει τίποτα» και δήλωσε πως ο ίδιος δεν δωροδόκησε κανέναν.
Για την υπόθεση της «8002» λογοδοτούν 62 κατηγορούμενοι, αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες που σε ορισμένες περιπτώσεις επισύρουν ποινές ισόβιας κάθειρξης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ογκώδους δικογραφίας, τα ποσά που αποτέλεσαν «ωφέλιμες πληρωμές» – εκτιμάται ότι αγγίζουν τα 70 εκ. ευρώ, ποσό που υπολογίζεται -υπό τις αντιρρήσεις της υπεράσπισης- ως ζημιά που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο καθώς τα παράνομα χρήματα μετακυλήθηκαν στο κόστος για την υλοποίηση του έργου.