Με μια μακροσκελή επιστολή του στον Αλέξη Τσίπρα, ο αριστερός δημοσιογράφος, εκδότης και διανοούμενος Γιώργος Καραμπελιάς εξηγεί στον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ γιατί το κόμμα του αδυνατεί μέχρι τώρα να εκφράσει την ευρεία κοινωνική δημοκρατική πλειοψηφία και του επισημαίνει ότι η κυριότερη αιτία για το “ταβάνι” του ΣΥΡΙΖΑ είναι το έλλειμμα πατριωτισμού που εκφράζεται από μερίδα στελεχών και κάποιες τάσεις του κόμματος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας Άρδην – Ρήξη ενώ πολλές από τις επισημάνσεις του Γιώργου Καραμπελιά διατυπώθηκαν πρόσφατα και στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ από τα στελέχη της σοσιαλιστικής πατριωτικής αριστεράς, είτε ως Σοσιαλιστική Τάση, είτε μεμονομένα.
Διαβάστε ολόκληρη την ανοιχτή επιστολή:
Η χώρα βρίσκεται σε μια κομβική στιγμή ολοκλήρωσης των σχεδιασμών του μνημονίου, δηλαδή της μετατροπής της Ελλάδας σε Μπανανία, σε μια δυαδική κοινωνία, όπου τα δύο τρίτα ή τρία τέταρτα του πληθυσμού θα υποστούν μια βίαιη συρρίκνωση των εισοδημάτων τους, αλλά προπαντός θα μεταβληθούν σε φτηνούς απασχολήσιμους.
Οι υπηρέτες της τρόικας και του Σόιμπλε έχουν δίκιο όταν ισχυρίζονται πως το μνημόνιο τελειώνει. Τελειώνει, διότι ακριβώς ολοκληρώνει το έργο του.
Είναι λάθος η αντίληψη πως το μνημόνιο και η ύφεση θα συνεχίζονται εσαεί. Η ελληνική οικονομία βγαίνει φέτος από την ύφεση στηριγμένη στην τουριστικοποίηση των πάντων και προπαντός των ακτών, στη μείωση των μισθών, στη διάλυση του κοινωνικού κράτους.
Από τη δεκαετία του 1980 οι «εμπειρογνώμονες» του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΔΝΤ, επαναλαμβάνουν πως η Ελλάδα όπως διαμορφώθηκε μετά τη μεταπολίτευση, αποτελούσε μία εξαίρεση στην πολιτική της απορρύθμισης του κράτους και της ελαστικοποίησης της εργασίας που ξεκίνησε με τη Θάτσερ στην Αγγλία.
Αυτή λοιπόν η ελληνική εξαίρεση έλαβε τέλος με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Μέσα σε πέντε χρόνια μειώθηκαν κατά διακόσιες χιλιάδες οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, και έπεται συνέχεια, κατέρρευσαν τα μεροκάματα και η κοινωνική ασφάλιση, οι συντάξεις, το εκπαιδευτικό σύστημα, η υγεία. Οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται, οι δημόσιες επιχειρήσεις ιδιωτικοποιούνται και κομματιάζονται, το ελληνικό πολιτικό σύστημα μεταβάλλεται σε σύστημα μειωμένης κυριαρχίας αποικιακού χαρακτήρα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και πολλούς άλλους ακόμα, που δεν μπορούμε εδώ να απαριθμήσουμε, ο ελληνικός λαός θα ήταν διατεθειμένος και εδώ και χρόνια αναζητά μία πολιτική απάντηση που θα θέσει ένα φραγμό στην καταστροφή, θα ανορθώσει δικαιώματα, θα αποκαταστήσει στοιχειωδώς την ανεξαρτησία της χώρας.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το κόμμα σας, ο ΣΥΡΙΖΑ, απέκτησε μία προτεραιότητα έναντι των άλλων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων και μεταβλήθηκε στη μόνη άμεση δυνατότητα κυβερνητικής απάντησης στη μνημονιακή λαίλαπα.
Και όμως, όπως φάνηκε και από τις πρόσφατες εκλογές, αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να πείσει ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού και να αποκτήσει χαρακτηριστικά πλειοψηφικού ρεύματος.
Γιατί άραγε;
Μήπως η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν στρέφεται ενάντια στη μνημονιακή πολιτική;
Προφανώς, όχι. Τα κόμματα που υποστηρίζουν το μνημόνιο και την κυβέρνηση συγκέντρωσαν στις πρόσφατες εκλογές κάτι περισσότερο από ενάμισι εκατομμύριο ψήφους, δηλαδή μόλις το 20% του εκλογικού σώματος (αν συνυπολογίσουμε το τεράστιο ποσοστό της αποχής).
Εν τούτοις, και το κόμμα σας, ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκέντρωσε ακόμα μικρότερο αριθμό ψήφων, παρ’ ότι ανεδείχθη πρώτο κόμμα στης ευρωεκλογές και μάλλον καταποντίστηκε στις περισσότερες αυτοδιοικητικές αναμετρήσεις.
Το ερώτημα που θέτουν όλοι οι Έλληνες πολίτες είναι πώς και γιατί συνέβη κάτι τέτοιο.
Πώς και γιατί τη στιγμή που οι άθλιοι υπάλληλοι της τρόικας και του Σόιμπλε κομματιάζουν και ιδιωτικοποιούν τη σημαντικότερη επιχείρηση της χώρας, τη ΔΕΗ, ενώ βγάζουν στο σφυρί το Ελληνικό, τα λιμάνια και τις ακτές της χώρας, δεν συγκροτείται ένα πλειοψηφικό ρεύμα.
Οι απαντήσεις είναι πολλές, και γνωρίζουμε αρκετές από αυτές. Η έλλειψη παραγωγικής βάσης της χώρας και η κυριαρχία ενός παρασιτικού μοντέλου, έχουν κάνει τους Έλληνες να φοβούνται πως η αντίσταση στους δανειστές μπορεί να οδηγήσει στα χειρότερα. Και έτσι, περνούν διαδοχικά από την ανίσχυρη αγανάκτηση στην κατάθλιψη ή/και στα δυο μαζί.
Κατά δεύτερο λόγο, διότι η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων έχει κάνει τις κοινωνίες πιο δύσπιστες και συντηρητικές.
Τρίτον, διότι οι γεωπολιτικές πραγματικότητες της περιοχής, από την πρώην Γιουγκοσλαβία έως την Ουκρανία και τη Συρία, καθώς και τα υπαρκτά εθνικά προβλήματα στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη, τους κάνει να είναι φοβισμένοι και επιφυλακτικοί.
Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, διότι τα συχνά αντιφατικά μηνύματα που εκπέμπει το κόμμα σας, ως συνέπεια της ταχύτατης ανάπτυξής του, δεν προσφέρουν τα αναγκαία εχέγγυα εμπιστοσύνης. Και αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στο επίπεδο των τοπικών εκλογών, διότι το κόμμα σας δεν διαθέτει εκείνο το κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό αναγνωρισμένο από τους πολίτες, το οποίο να μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για τη συγκρότηση ενός λαϊκού μετώπου στη βάση των κοινωνιών.
Όλα αυτά αποτελούν συνέπεια του μεγάλου πολιτικού κενού που άφησαν τα δύο κυρίαρχα κόμματα της μεταπολίτευσης μετά τη μνημονιακή τους υποστροφή.
Δεν θα ήταν αρκετά όμως, για να εξηγήσουν αυτό τον μεγάλο δισταγμό των Ελλήνων πολιτών, αλλά και του εκλογικού σώματος.
Θα πρέπει να ψάξουμε πιο πέρα για να ανιχνεύσουμε τις αιτίες αυτής της παράδοξης ισορροπίας του πολιτικού συστήματος και της αφωνίας της ελληνικής κοινωνίας. Για ποιο λόγο, άραγε, ακόμα και εμείς, που εδώ και χρόνια παλεύουμε, για να μπει ένας φραγμός στην αποικιοποίηση και καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας δεν συντασσόμαστε μαζί σας;
Παρά τις διαφωνίες και επιφυλάξεις μας, θα είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ένα τέτοιο βήμα, με μια βασική προϋπόθεση. Την αναγνώριση από μέρους σας ενός θεμελιώδους γεγονότος, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει απλώς μια οικονομική κρίση έστω και τεραστίων διαστάσεων, αλλά κυριολεκτικώς κρίση υπάρξεως, δεδομένου ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια βαθύτατη παρακμή.
Και για να απαντηθεί αυτό το ζήτημα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια βαθύτατη κριτική στις αξίες της ίδιας της μεταπολίτευσης, κατ’ εξοχήν των είκοσι τελευταίων χρόνων.
Μια κριτική στις αξίες που οδήγησαν στη διάλυση του κοινωνικού ιστού και την ατομικοποίηση της κοινωνίας, τις αξίες της παγκοσμιοποίησης, του εθνομηδενισμού, της απεμπόλησης των εθνικών μας δικαίων, της καταστροφής της εκπαίδευσης, προπαντός της δημογραφικής μας κατάρρευσης.
Θα έπρεπε να αμφισβητηθούν οι αξίες της ψευδοπολυπολιτισμικής κοινωνίας, να προβληθεί η σημασία της ταυτότητας, θα έπρεπε δηλαδή να διατυπωθεί ένα νέο πρόταγμα στην ελληνική κοινωνία, που να θέτει ως κύριο στόχο τη δημιουργική υπέρβαση της μεταπολίτευσης, προς την κατεύθυνση μιας επιστροφής του ελληνισμού.
Μιας «επιστροφής» που δεν θα έχει παρελθοντολογικά χαρακτηριστικά και παράλληλα θα αρνείται τον εισαγόμενο εκσυγχρονισμό, προτάσσοντας ως νέα «μεγάλη ιδέα» τον εκσυγχρονισμό της παράδοσής μας.
Δηλαδή, την ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, τον συνδυασμό και τη μετεξέλιξη της παράδοσης με βάση τα σύγχρονα δεδομένα, την απόρριψη τους παρασιτισμού.
Και όμως, αντ’ αυτών, το κόμμα σας συνεχίζει να επικαλείται το «βάθεμα» της μεταπολίτευσης, ή μια «μεταπολίτευση του λαού», λες και δεν μας έφτασε όση ζήσαμε, αρνούμενο να κατανοήσει πως η απαραίτητη προϋπόθεση για να υπερβούμε την κρίση είναι ακριβώς η ριζική κριτική της μεταπολίτευσης και των αξιών της.
Πώς λοιπόν, ενώ θέλουμε να βάλουμε φραγμό στο ξεπούλημα της ΔΕΗ, να σας εμπιστευτούμε, όταν δεν βάζετε ως πρώτη εθνική προτεραιότητα το δημογραφικό ζήτημα, και το θεωρείτε ζήτημα που ανήκει στην «ιδεολογική φαρέτρα της συντήρησης», και δεν βλέπετε ότι η γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδας, εκτός από όλες τις άλλες αρνητικές συνέπειες και τον σταδιακό θάνατο ενός πολιτισμού, οδηγεί και στον συντηρητισμό.
Πώς είναι δυνατόν να μη θεωρείτε ως κεντρικό ζήτημα της ελληνικής κοινωνίας την παράνομη μετανάστευση, που οδηγεί και στην επέκταση της μαύρης εργασίας, αλλά κυρίως στην ίδια την αλλοίωση της σύνθεσης του πληθυσμού σε μια συνοριακή περιοχή του πλανήτη, με δεδομένες τις ορέξεις και τους στόχους της νεοθωμανικής Τουρκίας, που τροφοδοτεί διαρκώς το φαινόμενο;
Και αντίθετα, να συντάσσεστε με τις ομάδες που στο ίδιο το εσωτερικό του κόμματός σας μιλούν για ανοικτά σύνορα ή, στην καλύτερη περίπτωση, υποβαθμίζουν και υποτιμούν το ζήτημα, γινόμενοι οι κύριοι τροφοδότες της Χ.Α. και του ρατσισμού.
Πώς να αγνοήσουμε την υποτίμηση της νεοθωμανικής απειλής που, από την Κύπρο ως τη Θράκη, και από τα Σκόπια ως την Αλβανία, θέλει να δημιουργήσει συνθήκες εκ νέου υπαγωγής στην τουρκική σφαίρα επιρροής;
Γεγονός που επιβεβαιώθηκε περίτρανα με τη σκανδαλώδη απομάκρυνση μιας Ρομά συμπατριώτισσάς μας που διεκδικούσε την ελληνικότητά της, από το ευρωψηφοδέλτιο του κόμματός σας;
Και πολλά άλλα ακόμα, που αφορούν στην εκπαίδευση και την κατεύθυνσή της, στην ανώτατη παιδεία και τις αξίες που ενσταλάσσει στις νέες γενιές, κ.λπ., κλ.π.
Πώς λοιπόν, μετά από όλα αυτά, εμείς και εκατοντάδες χιλιάδες και αν όχι εκατομμύρια Έλληνες, που θέλουμε να διώξουμε τους τροϊκανούς και τους λακέδες τους, που θέλουμε να βάλουμε φραγμό στην εκποίηση της χώρας μας, να σας δώσουμε τη συναίνεσή μας όταν φοβούμαστε τα χειρότερα στους τομείς που προαναφέραμε;
Γι’ αυτούς τους λόγους, το κόμμα σας δεν μπορεί να αποκτήσει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτούς τους λόγους παρατηρείται πολυδιάσπαση και γι’ αυτούς τους λόγους είστε υποχρεωμένοι, επειδή δεν μπορείτε να στηριχτείτε στον λαό και μόνο, να κάνετε συμβιβασμούς, ελιγμούς, και να συναλλάσσεσθε με «ανακτορικούς» και πρεσβείες.
Για όλους αυτούς τους λόγους, εμείς τουλάχιστον δεν μπορούμε να σας δώσουμε λευκή επιταγή, αλλά αντίθετα, θεωρούμε ως προϋπόθεση τη δημιουργία ενός πολιτικού πόλου που θα συνδυάζει την κοινωνική διάσταση με τον πατριωτισμό και θα θέτει ως πρωταρχικό του στόχο την ανακοπή της παρακμής και την αναγέννηση της Ελλάδας, με τους εργαζόμενους στην πρωτοπορία.
Πιστεύουμε πως ένας τέτοιος πόλος, που θα θέτει στη δημόσια σφαίρα αυτά τα ζητήματα, μπορεί να επηρεάσει θετικά και τη συζήτηση και τον προσανατολισμό της κοινωνίας στο σύνολό της, επομένως και του ίδιου του κόμματός σας. Όλα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις και υπεκφυγές όσων δεν έχουν κατανοήσει το βάθος της κρίσης και, επομένως, την ανάγκη μιας κυριολεκτικής επανάστασης.