Για τις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία, μίλησε ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας στη συνέντευξη του στην ΕΡΤ, επισημαίνοντας ότι έχουμε μια τελείως διαφορετική κατάσταση μετά το πραξικόπημα και έναν διαφορετικό Ερντογάν και όσο πλησιάζουν οι εκλογές, οι εντάσεις και οι ρητορικές επιθέσεις έγιναν ένα καθημερινό φαινόμενο.
Το πιο κρίσιμο όμως είναι, τόνισε, ότι είχαμε το τελευταίο διάστημα μια ποιοτική διαφοροποίηση της στάσης στο Αιγαίο και στην νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Χαρακτήρισε «απαράδεκτη ενέργεια» τη σύλληψη και κράτηση εδώ και σχεδόν τρεις μήνες χωρίς κατηγορίες, των δύο Ελλήνων στρατιωτικών.
Στο ερώτημα αν του έχει ζητήσει ο Ερντογάν τους 8 ως αντάλλαγμα για τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς, τόνισε:
«Ευθέως όχι, δεν τους έχει ζητήσει και δεν θα μπορούσε να το κάνει».
Σχολίασε ωστόσο ότι με τη δημόσια ρητορική του κάτι τέτοιο αφήνεται να εννοηθεί.
Ερωτηθείς εάν ο ίδιος είχε πει στον Ρ. Τ. Ερντογάν για άμεση επιστροφή των 8 Τούρκων αξιωματικών ή αν είχε πει κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί σαν κάτι παρόμοιο, ο Αλ. Τσίπρας τόνισε:
«Δεν θα μπορούσα να είχα πει κάτι τέτοιο γιατί έχω πλήρη επίγνωση του διαχωρισμού των εξουσιών, σε ένα ευνομούμενο κράτος όπως είναι η Ελλάδα.
»Και δεν θα μπορούσα να υποσχεθώ σε έναν ηγέτη άλλης χώρας για τις αποφάσεις που θα πάρει η δικαστική εξουσία».
«Άρα λέει ψέματα;», ερωτήθηκε ο πρωθυπουργός, για να απαντήσει:
«Ο κ. Ερντογάν δεν ξέρω τι κατάλαβε απ’ αυτό το τηλεφώνημα. Εγώ ξέρω ότι εγώ ποτέ δεν του υποσχέθηκα ότι θα γυρίσουν».
Πρόσθεσε ότι βεβαίως του είπε πως η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν έχει ανοικτή πόρτα στους πραξικοπηματίες και ότι οι πραξικοπηματίες δεν είναι καλοδεχούμενοι στην Ελλάδα και πως εκτιμά ότι οι διαδικασίες που θα ακολουθήσουν θα είναι διαδικασίες όπου η δικαστική εξουσία θα λειτουργήσει με γνώμονα το δίκαιο και θα κρίνει με βάση το αν συμμετείχαν ή δεν συμμετείχαν στο πραξικόπημα.
Ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι αν ο κ. Ερντογάν επέμενε σε αυτή τη θέση «γιατί δεν το έθεσε την επόμενη μέρα (σ.σ. στην επίσκεψη του στην Αθήνα) σ’ εμένα στην κατ’ ιδίαν συζήτηση ούτε στις δηλώσεις;».
Έθεσε επίσης το ερώτημα μήπως το γεγονός ότι το επαναλαμβάνει είναι ένα πρόσχημα προκειμένου να δικαιολογεί μια στάση που δεν δικαιολογείται για μια γειτονική, συμμαχική χώρα, για να δικαιολογεί δηλαδή μια έντονη επιθετική ρητορική που αποσκοπεί σε θέματα εσωτερικής κατανάλωσης.