Η Ελλάδα θα μπορεί να πατήσει ξανά στα πόδια της με τις δικές της δυνάμεις, χωρίς δεκανίκια, χωρίς πιστοληπτικές γραμμές στήριξης», σημείωσε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στην ομιλία του στο πλαίσιο των εγκαινίων των Ποσειδωνίων 2018.
«Η Ελλάδα διαθέτει τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο παγκοσμίως, με το 20% του παγκόσμιου εμπορικού στόλου και το 50% του ευρωπαϊκού, σε όρους χωρητικότητας, να ανήκει σήμερα σε ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες», επισήμανε, στο ξεκίνημα της ομιλίας του.
Τόνισε ότι η δραστηριότητα των ελληνικών ναυτιλιακών εταιριών αποτελεί βαρύνον μέγεθος στο ΑΕΠ της χώρας, προσθέτοντας ότι μόνο για το 2017, το ναυτιλιακό συνάλλαγμα ξεπέρασε τα 9 δισ. ευρώ, σχεδόν 20% πάνω, σε σχέση με το 2016.
«Εργαστήκαμε σκληρά για να έρθει αυτή η εποχή ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία», τόνισε.
«Από μια χώρα διαρκώς ελλειμματική και σχεδόν τελευταία στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης, σήμερα η Ελλάδα είναι από τις πρώτες και είναι μια χώρα πλεονασματική», είπε στη συνέχεια και σημείωσε ότι «με αυτό το τρόπο καταφέραμε να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των εταίρων μας στην ΕΕ αλλά και των αγορών», για να υπογραμμίσει ότι «αυτό είναι και το διαβατήριο για την οριστική έξοδο από τα προγράμματα στήριξης».
Παράλληλα, τόνισε ότι αυτό είναι και «η εγγύηση για τη σταδιακή και αναγκαία ελάφρυνση των φορολογικών βαρών τα επόμενα χρόνια, αφού η δημιουργία των δημοσιονομικών περιθωρίων είναι αυτή που μας δίνει τη δυνατότητα για ασφαλείς και όχι συγκυριακές φορολογικές ελαφρύνσεις».
«Εντός του Ιουνίου, ολοκληρώνουμε τα προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της 4ης και τελευταίας αξιολόγησης, πηγαίνοντας ολοταχώς με ορίζοντα το Eurogroup της 21ης Ιουνίου», είπε, επισημαίνοντας ότι παράλληλα, μέχρι τότε θα έχουν καταλήξει και οι εντατικές διεργασίες γύρω από την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που βρίσκονται σε εξέλιξη όλο αυτό το διάστημα.
Τόνισε πως σε ό,τι αφορά την απομείωση του ελληνικού χρέους «εργαζόμαστε και επιδιώκουμε όχι μια οποιαδήποτε λύση, αλλά μια λύση που θα δώσει όπως προβλέπουν οι αποφάσεις του Eurogroup που πάρθηκαν εδώ και έναν χρόνο, σταθερή και διαρκή πρόσβαση στις αγορές χρήματος. Όχι πρόσκαιρη πρόσβαση».
Σημείωσε ότι «δουλεύουμε σε συνεργασία με τους εταίρους μας για μια λύση ικανή να πείσει μακροπρόθεσμα τις αγορές και να δώσει τον χρόνο στην ελληνική οικονομία για να αναπτυχθεί και να μειώσει μέσω της ανάπτυξης το απόθεμα χρέους που έχει συσσωρευθεί».
Διαβεβαίωσε ότι «υπάρχουν τα τεχνικά μέσα να γίνει αυτό, χωρίς μάλιστα να ζημιωθούν οι λαοί, οι φορολογούμενοι των άλλων χωρών της Ευρώπης». Διαβεβαίωσε επίσης ότι «πάνω σε αυτά τα τεχνικά μέσα εργαζόμαστε εντατικά το τελευταίο διάστημα με τους ευρωπαίους εταίρους μας» και δήλωσε αισιόδοξος ότι «η λύση θα βρεθεί, άλλωστε όλοι την επιδιώκουν».
Τόνισε πως «η αξιοπιστία της δε θα κριθεί από τη ενεργοποίηση ή όχι του προγράμματος του ΔΝΤ, για τον ελάχιστο υπόλοιπο χρόνο που απομένει ως την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος. Αλλά θα κριθεί από την ίδια την ουσία της και εκεί θα δοθεί ώθηση σε ό,τι αφορά τη δυναμική που θα αναπτυχθεί στις ίδιες τις αγορές».
Σημείωσε πως «η Ελλάδα λοιπόν μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης και την οριστική και ουσιαστική συμφωνία για το χρέος, θα είναι σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα μια χώρα που θα μπορεί να πατήσει ξανά στα πόδια της».
«Στις δικές της δυνάμεις, χωρίς δεκανίκια. Χωρίς πιστοληπτικές γραμμές στήριξης», σημείωσε χαρακτηριστικά.
«Η ανάδειξη του Πειραιά, σε κύρια πύλη της Ευρώπης για το διαμετακομιστικό εμπόριο με τις οικονομίες της Ασίας, κεφαλαιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο αυτό το γεωγραφικό πλεονέκτημα», είπε στη συνέχεια.
Διατύπωσε την πρόθεση της κυβέρνησης να συνδράμει περαιτέρω για την καθιέρωσή του σε σύγχρονο, ευρωπαϊκό, ναυτιλιακό κέντρο, που τουλάχιστον σε επίπεδο υπηρεσιών θα μειώνει την απόσταση μεταξύ Λονδίνου και Σιγκαπούρης.
«Μέσω μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, καταφέρνουμε να είμαστε ένας αξιόπιστος συνομιλητής, με κύρος και επιρροή, καθώς επίσης και να λειτουργούμε ως παράγοντας σταθεροποίησης σε μια περιοχή αντικειμενικά δύσκολη», τόνισε.
Είπε πως αυτό εξηγεί τη διαρκή άνοδο του τουρισμού στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, την επέκταση των επενδυτικών σχεδίων σε μεγάλα έργα στους τομείς της ενέργειας, των υποδομών και των διεθνών μεταφορών logistics στη χώρα μας, αλλά και την άνοδο του μεριδίου της ελληνικής ναυτιλίας στον παγκόσμιο όγκο συναλλαγών.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στον στρατηγικό στόχο της αναβίωσης της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας, «με καίρια σημασία για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας».
Πρόσθεσε μεταξύ άλλων ότι στον τομέα του θαλάσσιου και παράκτιου τουρισμού, η κατασκευή νέων υποδομών και ο εκσυγχρονισμός των ήδη υφισταμένων, «θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της κρουαζιέρας και του τουρισμού σκαφών αναψυχής».