Tο σταθερό διαχρονικά ενδιαφέρον της Ελλάδας για την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων που εστιάζεται, ως στρατηγικός στόχος, στην προώθηση της ευρωπαϊκής και ευρω-ατλαντικής προοπτικής τους ώστε να δημιουργηθεί μία ζώνη σταθερότητας και προόδου σε όλη την περιοχή, ανέδειξε ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Αμανατίδης στην ομιλία του στην Σύνοδο Κορυφής της Διαδικασίας Συνεργασίας ΝΑ Ευρώπης (SEECP SUMMIT) που διεξάγεται από τη Δευτέρα μαζί με την Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών, στο Μπρντό της Σλοβενίας.
Η Διαδικασία Συνεργασίας ΝΑ Ευρώπης, ως σχήμα περιφερειακής συνεργασίας, γεννήθηκε με πρωτοβουλία της Ελλάδας και της Βουλγαρίας το 1996 και αποτελείται αποκλειστικά από χώρες ΝΑ Ευρώπης.
Σε αυτήν συμμετέχουν εκτός από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, η Αλβανία, η ΠΓΔΜ, η Σερβία, η Ρουμανία, η Τουρκία, η Βοσνία Ερζεγοβίνη, η Κροατία, η Μολδαβία, το Μαυροβούνιο και η Σλοβενία. Η τελευταία έχει την προεδρία από τον Ιούλιο του 2017.
Ο Γ. Αμανατίδης στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής εξήγησε τους τέσσερις άξονες της ελληνικής πολιτικής για τα Δυτικά Βαλκάνια, αφενός τη στήριξη της ευρωπαϊκής και ευρω-ατλαντικής προοπτικής τους υπό την προϋπόθεση της τήρησης των κριτηρίων που έχουν τεθεί από τους δύο Οργανισμούς, και την οικοδόμηση διμερών σχέσεων και πολυμερών πρωτοβουλιών συνεργασίας, βάσει στρατηγικών δράσεων και αφετέρου την προώθηση μεγάλων δικτύων στους τομείς ενέργειας και μεταφορών και την συμβολή στην οικονομική τους ανάπτυξη.
Ειδικότερα επισήμανε ότι η ελληνική προσέγγιση στηρίζεται πάνω στις βασικές αρχές που πρέπει να πληρούν, ως προϋποθέσεις σύμφωνα με την Πολιτική Διεύρυνσης της Ε.Ε. και την Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, οι χώρες που επιθυμούν να ενταχθούν στην ΕΕ, όπως είναι το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, η καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος, οι θεμελιώδεις ελευθερίες, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και οι σχέσεις καλής γειτονίας, καθώς και η επίλυση του ονοματολογικού αναφορικά με την πΓΔΜ.
Παράλληλα ο κ. Αμανατίδης αποσαφήνισε ότι η Ελλάδα, ως το παλαιότερο Κ-Μ της Ε.Ε. στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αποτελεί δύναμη σταθερότητας, συνεργασίας και ανάπτυξης στην περιοχή. Αναφέρθηκε στη σημαντική ελληνική επενδυτική και επιχειρηματική δραστηριότητα, με χιλιάδες θέσεις εργασίας, σε αρκετές βαλκανικές χώρες, που μαζί με τις εκατοντάδες χιλιάδες γειτόνων μας οι οποίοι διαβιούν στη χώρα μας, ή την επισκέπτονται για διακοπές, θεμελιώνουν ένα είδος «όσμωσης» με τους Βαλκάνιους γείτονες και ένα σημαντικό κεφάλαιο που η Ελλάδα επιθυμεί να αξιοποιήσει.
Σε ό,τι αφορά την παρούσα σύνοδο, ο υφυπουργός Εξωτερικών επανέλαβε τη στήριξη της χώρας μας στις πρωτοβουλίες της σλοβενικής Προεδρίας στο πλαίσιο της Διαβαλκανικής Συνεργασίας και εστίασε στη σημασία της ενίσχυσης της ασφάλειας και της σταθερότητας στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, της διασυνδεσιμότητας σε όλες τις μορφές της (ψηφιακή, μεταφορών χερσαίων και θαλάσσιων) αλλά και στην κινητικότητα των νέων των Βαλκανίων.
Τη Δευτέρα ο Γ. Αμανατίδης κατά την ομιλία του στη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών ης Διαβαλκανικής Συνεργασίας ΝΑ Ευρώπης εστίασε στην ιδιαίτερη σημασία αυτού του “γηγενούς” περιφερειακού σχήματος, στο οποίο συμμετέχουν όλα τα κράτη της περιοχής, ως ένα σημαντικό πολιτικό φόρουμ για την περιφερειακή συνεργασία στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, προς την Ευρωπαϊκή και Ευρω-ατλαντική της πορεία.
Ανέδειξε τη σπουδαιότητα, ως «ορόσημου», της Ατζέντας της Θεσσαλονίκης του 2003, καθώς βάσει αυτής, όπως είπε, η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων απέκτησε ξεκάθαρη Ευρωπαϊκή προοπτική εντός του πλαισίου των ενταξιακών διαδικασιών αλλά και των Συμφωνιών Σταθεροποίησης και Σύνδεσης και η οποία παρέχει μέχρι σήμερα το βασικό πλαίσιο σχέσεων ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων, στοχεύοντας στη σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.
Η Ευρωπαϊκή πολιτική διεύρυνσης για τα Δυτικά Βαλκάνια, είπε ο κ. Αμανατίδης, βασίζεται στην αρχή της δίκαιης και αυστηρής αιρεσιμότητας, με ειδική έμφαση στις σχέσεις καλής γειτονίας.
Τόνισε δε ότι Ελλάδα συνεχίζει να δραστηριοποιείται στην προώθηση των απαιτούμενων από την ΕΕ μεταρρυθμίσεων στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, με την προσφορά τεχνογνωσίας αναφορικά με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Τέλος ο υφυπουργός Εξωτερικών εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή και Ευρω-ατλαντική προοπτική μπορεί να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ασφαλείας στην περιοχή, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενες χώρες θα εργασθούν σοβαρά για την προετοιμασία τους και θα ξεκινήσουν έναν ειλικρινή και γενναίο διάλογο, ο οποίος θα στοχεύει στην πλήρη εξομάλυνση των διμερών σχέσεων.