Το 1943 οι Αμερικανοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια στρατιωτική βάση στο Ιντσιρλίκ της Τουρκίας.
Η βάση λειτουργεί αδιαλείπτως από τη δεκαετία του 1950.
Σήμερα είναι το πιο προωθημένο σημείο εκτός Ευρώπης που οι Αμερικανοί έχουν αποθηκεύσει πυρηνικές βόμβες.
Τον τελευταίο καιρό ακούγεται ότι οι ΗΠΑ αναζητούν άλλες βάσεις στην ευρύτερη περιοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο φέρεται ότι θα αναβαθμισθεί ο ρόλος Ελλάδος-Κύπρου για την ασφάλεια της Δύσεως.
Μετά 74 χρόνια αμερικανικής παρουσίας στο Ιντσιρλίκ, κατά πόσον όλα αυτά δεν είναι απλώς ελληνικοί ευσεβείς πόθοι;
Η απάντηση κρύβεται σε μία παρατήρηση του καθηγητή Ευάνθη Χατζηβασιλείου:
«Υπάρχει στον κόσμο η ζώνη της ειρήνης και η ζώνη του πολέμου. Εμείς είμαστε στη ζώνη της ειρήνης αλλά στα ακρότατα όριά της. Βόρεια, ανατολικά και νότια είναι η ζώνη του πολέμου. Η ζώνη της ειρήνης έχει μεταφερθεί».
Η Τουρκία επί δεκαετίες υπήρξε το προπύργιο της Δύσεως στην ευρύτερη περιοχή.
Ήταν το τελευταίο ασφαλές καταφύγιο της ζώνης της ειρήνης δίπλα στη ζώνη του πολέμου.
Η τουρκική θέση στο σύστημα δεν επηρεάσθηκε ούτε όταν άρχισε η διάλυση των ισχυρών κρατών της περιοχής που αποτελούσαν παραδοσιακούς εχθρούς του Ισραήλ.
Από τις τρεις χώρες (Ιράκ, Συρία και Ιράν) που διεκδικούσαν αυτόν τον ρόλο, μόνον το Ιράν έχει απομείνει ισχυρό.
Μετά το 2010, όμως, οι στρατηγικές επιλογές της Τουρκίας μετέβαλαν προς το δυσμενέστερο τη θέση της.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στις θρησκευτικές αντιλήψεις Ερντογάν και στον νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό του.
Όταν άρχισε το κίνημα της Αραβικής Άνοιξης, η Τουρκία, με τη στήριξη του Κατάρ, προσπάθησε να τοποθετήσει στην περιοχή φίλα προσκείμενες ισλαμικές αδελφότητες.
Το πρώτο μεγάλο βήμα ήταν η Αίγυπτος.
Το 2012 οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι πήραν την εξουσία εκλέγοντας τον Μόρσι πρόεδρο της χώρας.
Η ισλαμική αδελφότητα Χαμάς στην Παλαιστίνη ήταν συμπληρωματική.
Το μεγάλο παιχνίδι του Ερντογάν έλαβε χώρα στη Συρία.
Η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ θα έφερνε στην εξουσία ένα ισλαμικό κίνημα και θα ολοκλήρωνε την αλυσίδα των ισλαμικών αδελφοτήτων στην περιοχή.
Για διαφόρους λόγους το όλο εγχείρημα έπεσε στο κενό.
Την ίδια περίοδο βγήκε στη δημοσιότητα και η αντιπαλότητα Τουρκίας-Ισραήλ λόγω του επεισοδίου με το «Μαβί Μαρμαρά».
Επρόκειτο απλώς για το ορατό τμήμα του παγόβουνου.
Είναι υπεραπλούστευση να αποδοθούν όλα στον έμφυτο αντισημιτισμό του Ερντογάν.
Όπως έχει αποδείξει στις σχέσεις του με τη Ρωσία, ο Ερντογάν είναι ρεαλιστής και διατεθειμένος να «καταπιεί» πολλά, εάν πιστεύει ότι αυτό θα είναι προς το συμφέρον του.
Η ρίζα των κακών σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ είναι η επιλογή του Τελ Αβίβ να στηρίξει τη δημιουργία κουρδικού κράτους στην περιοχή.
Όλα αυτά όμως μετέφεραν τα όρια της ζώνης του πολέμου.
Η Τουρκία για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει περάσει στην επικράτεια αυτής της ζώνης.
Επίσης, κυρίως λόγω Ερντογάν, δεν εγγυάται ως χώρα τον προσανατολισμό της προς τη Δύση.
Κατ’ αντιστοιχίαν, Ελλάδα και Κύπρος πλέον είναι τα ακραία όρια της ζώνης της ειρήνης.
Αυτός είναι και ο λόγος που έχουν βάση οι απόψεις περί πιθανής αναβαθμίσεως του ρόλου μας.
Η αλλαγή των δεδομένων από μόνη της δεν αρκεί.
Ούτε η αναβάθμιση του περιφερειακού ρόλου μπορεί να είναι ισχυρή εάν οφείλεται απλώς στη γεωγραφικό μας θέση.
Ένας από τους στόχους της εξωτερικής μας πολιτικής πρέπει να είναι η ανάδειξη του άξονα Ελλάδος-Κύπρου ως κύριου παράγοντα πολιτικής σταθερότητας και βάσεως συμμαχιών στο ευρύτερο ασταθές περιβάλλον της ανατολικής Μεσογείου.
Στην περίπτωση της Κύπρου, αυτό σημαίνει ότι τα ζωτικά συμφέροντα της Δύσεως περνούν μέσα από τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παράλληλα, η πρόκληση είναι να μπορέσουμε να εμφανίσουμε την άποψή μας ως την πλέον συμφέρουσα για τα δυτικά συμφέροντα.