Την εκτίμηση ότι «θα υπάρξει πολιτικός συμβιβασμός μεταξύ όλων των πλευρών που θα οδηγήσει στην ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης ώστε να περάσουμε πλέον στην τελική ευθεία για την υλοποίηση του προγράμματος για τη λήξη της επιτροπείας», εξέφρασε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Ο Δ.Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Alpha 989, υπογράμμισε ότι «έχει γίνει απολύτως σαφές από την πλευρά της κυβέρνησης ότι δεν συζητά νομοθέτηση επιπλέον μέτρων για μετά τη λήξη του προγράμματος» και τόνισε ότι η εκτίμηση του είναι ότι «θα βρεθεί μέσω των τεχνικών συζητήσεων αλλά και των πολιτικών πρωτοβουλιών που θα λάβει η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα, μια λύση που δεν θα περιλαμβάνει νομοθέτηση πρόσθετων μέτρων για μετά το 2018».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι για να μπορέσει να κλείσει η αξιολόγηση, «θα πρέπει να κατανοήσουν όλες οι πλευρές ότι η Ελλάδα έχει κάνει υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, ότι έχει τηρήσει με απόλυτη συνέπεια τα συμφωνηθέντα και αυτή τη στιγμή είναι καθήκον των δανειστών της να τηρήσουν κι εκείνοι όσα έχουν συμφωνηθεί».
Σημείωσε δε, ότι «δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ούτε χρόνος ούτε πολιτικό κεφάλαιο στην Ευρώπη πια για καθυστερήσεις, κωλυσιεργίες, σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του ελληνικού προγράμματος». Ο ίδιος, πρόσθεσε ότι «ευελπιστούμε πως πάρα πολύ σύντομα θα υπάρξει ένα σημείο ισορροπίας και ένας προωθητικός συμβιβασμός ώστε να περάσουμε στην επόμενη φάση».
Αν πρόκειται για μια διαφορά 15 ημερών δεν υπάρχει καν πολιτικό ζήτημα, τόνισε κληθείς να σχολιάσει εκτίμηση που έκανε ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών ότι «η αξιολόγηση θα κλείσει το νέο έτος».
Ειδικότερα, ο Δ.Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι «το χρονοδιάγραμμα είναι συγκεκριμένο, εμείς θέλουμε ει δυνατόν να κλείσουμε τη διαδικασία της αξιολόγησης πριν το τέλος του έτους αλλά από κει και πέρα αν χρειαστούν κάποιες περαιτέρω συζητήσεις για να ολοκληρωθεί μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και δανειστών, το αν θα καθυστερήσει μια ή δυο εβδομάδες δεν νομίζω ότι είναι ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί ιδιαιτέρως».
Ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε πως το βασικό είναι να υπάρξει εποικοδομητική στάση απ’ όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές ώστε να λυθεί ο «γόρδιος δεσμός» της διαφωνίας μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας.
Όπως επισήμανε, το ΔΝΤ από τη μια πολύ σωστά επιμένει, τουλάχιστον δημοσίως σε πρωτογενή πλεονάσματα για 1,5% μετά το τέλος του προγράμματος, άρα για ελάφρυνση αισθητή του ελληνικού χρέους, από την άλλη μεριά φαίνεται ότι κάνει πίσω σε σχέση με αυτό και λέει ότι αν δεν το αποδέχονται οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να επιτευχθεί πλεόνασμα 3,5%.
«Εδώ υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση», παρατήρησε, και τόνισε πως «το ΔΝΤ θα ήταν προτιμότερο να πιέζει στην κατεύθυνση της μείωσης των πλεονασμάτων και όχι να πιέζει προς την ελληνική πλευρά για λήψη νέων μέτρων».
Σχολίασε δε, ότι η Γερμανία μέχρι στιγμής έχει μια στάση που θέλει «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», εξηγώντας ότι αρνείται συζήτηση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και από την άλλη θέτει ως προϋπόθεση την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Για το εάν έχει υποχωρήσει η κυβέρνηση στο ποσοστό των απολύσεων, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος το διέψευσε κατηγορηματικά, σημειώνοντας ότι «δεν είναι αληθές ότι υπάρχει υποχώρηση σε ό,τι αφορά στο ποσοστό των απολύσεων». Είπε ότι το μόνο που συζητείται είναι μια τροποποίηση των ρυθμίσεων που αφορούν την υπουργική έγκριση στις ομαδικές απολύσεις, μια πιθανή υποκατάσταση της υπουργικής έγκρισης από την έγκριση μιας ανεξάρτητης επιτροπής.
“H Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση σε ό,τι αφορά την ισχύ του ευρωπαϊκού μοντέλου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις”
«Επιμένουμε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση σε ό,τι αφορά την ισχύ του ευρωπαϊκού μοντέλου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις», τόνισε. Σημείωσε δε ότι «αυτό βρίσκει ανοικτά αυτιά σε ολόκληρη την Ευρώπη και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων και των κρατών και των θεσμών ακούει με πολλή μεγάλη προσοχή τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς και θα τολμούσα να πω ότι τα υποστηρίζει κιόλας».
Προαναγγέλλοντας κυβερνητικές πρωτοβουλίες, επισήμανε ότι την επόμενη εβδομάδα στο περιθώριο της Συνόδου θα υπάρξει δυνατότητα για συναντήσεις του πρωθυπουργού με Ευρωπαίους ηγέτες, αλλά από εκεί και πέρα θα υπάρξουν και πολλές πρωτοβουλίες τις επόμενες μέρες και για τηλεφωνικές επαφές όπου θα αναπτυχθούν οι θέσεις της ελληνικής πλευράς, όχι μόνο από τον πρωθυπουργό, αλλά και από τον υπουργό Οικονομικών και από όλους τους εμπλεκόμενους στη διαπραγμάτευση εκ μέρους της κυβέρνησης.
Μεταξύ άλλων, ερωτηθείς σχετικά με την «προκλητική στάση εκ μέρους της γείτονος», ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι προκαλούν τον προβληματισμό όχι μόνο της Ελλάδας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης οι αυξανόμενης επιθετικότητας δηλώσεις, και πως «εκ μέρους και της ΕΕ και της ελληνικής πλευράς έχει γίνει απολύτως σαφές και σε όλους τους τόνους έχει δηλωθεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχθούμε ούτε καν τη ρητορική αμφισβήτηση των όσων αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται η σχέση της Ελλάδας με τη γείτονα».
Τα θεμέλια αυτά, πρόσθεσε, «είναι οι συμβάσεις, η Συνθήκη της Λωζάνης, το διεθνές δίκαιο, για τα οποία πρέπει όλοι να είμαστε σε εγρήγορση ώστε να υπερασπιζόμαστε σε περίπτωση που υπάρχει η οποιαδήποτε αμφισβήτηση τους».