Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να υιοθετήσει στη περίπτωση της Ελλάδας την ίδια ισορροπημένη στάση που κράτησε στα δημοσιονομικά άλλων κρατών-μελών και να μην εμμείνει στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 τονίζει η εφημερίδα Financial Times (FT) σε κύριο άρθρο της.
Η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί για δύο διαδοχικά τρίμηνα αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα αντέξει μια αέναη δημοσιονομική προσαρμογή, αναφέρει.
Η προσεκτική δημοσιονομική προσαρμογή που θα καθιστούσε το ελληνικό χρέος φερέγγυο είναι διαφορετική από την βάναυση επιμονή στην επίτευξη υψηλών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια, τονίζει.
Το ΔΝΤ τάσσεται, ορθά, εναντίον των στόχων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα καθώς μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να καταπνίξει την εκκολαπτόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και να μεταθέσει για αργότερα τη μείωση του χρέους, επισημαίνει.
Το άρθρο επισημαίνει ότι η Κομισιόν αναγνώρισε σχετικά πρόσφατα στη περίπτωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ότι δεν έχει «οικονομικό ή πολιτικό νόημα να προσπαθήσει να τους επιβάλει ένα αντιπαραγωγικό δημοσιονομικό σφίξιμο. Οπότε, το να συνεχίζει να επιμένει στη λιτότητα στην Ελλάδα φαίνεται αυθαίρετο και άδικο«.
Επίσης, παρατηρεί ότι αρκετές κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και ειδικότερα της Γερμανίας, τάσσονται υπέρ της παραμονής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης εξαιτίας της αξιοπιστίας που φέρνει η παρουσία του.
«Αν το Ταμείο δεν κάνει πίσω (στη μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα), όπως θα όφειλε, το Βερολίνο θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στη συμμετοχή του ΔΝΤ και στη διατήρηση του στόχου του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας,» προσθέτουν η FT.
Ειδικά για την Γερμανία, το κύριο άρθρο της έγκυρης βρετανικής εφημερίδας αναφέρει ότι θα πρέπει να είναι προσεκτική γιατί τυχόν απομάκρυνση του Ταμείου από το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας θα ήταν ένα βήμα προς τα πίσω.
Αναλυτικά το άρθρο των FT
«Έχουν περάσει πάνω από έξι χρόνια από τότε που η Ελλάδα, κλυδωνιζόμενη από ένα μεγάλο φορτίο δημόσιου χρέους, αναγκάστηκε να στραφεί στους εταίρους της στην ευρωζώνη και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για μια διάσωση.
Ως το τέλος του έτους, αν οι δανειστές δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία, το ΔΝΤ μπορεί να αποφασίσει τελικά να αποχωρήσει από το πρόγραμμα διάσωσης και να αφήσει την Ευρώπη να βάλει η ίδια τάξη στα προβλήματά της.
Το σημείο τριβής αφορά το αν η Ελλάδα, η οποία έχει ήδη προχωρήσει σε τεράστια δημοσιονομική σύσφιξη από τότε που ξεκίνησε η διάσωση, θα πρέπει να επιτύχει και να διατηρήσει ένα ακόμα πολύ φιλόδοξο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2018 και έπειτα.
Το ΔΝΤ τάσσεται, ορθά, ενάντια στην πρόταση αυτή. Μια τέτοια πολιτική θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να καταπνίξει μια εκκολαπτόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και να μεταθέσει για αργότερα τη μείωση του βάρους του χρέους.
Το Ταμείο έχει επίσης δίκιο ότι η Ελλάδα χρειάζεται πιθανότατα περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, είτε με διαγραφή της ονομαστικής αξίας είτε με μείωση της καθαρής παρούσας αξίας μέσω αλλαγών στις ωριμάνσεις και τα επιτόκια, για να καταφέρει να βγει από τη σημερινή δύσκολη θέση.
Συνολικά, το Ταμείο έχει διαδραματίσει θετικό ρόλο ως ένας από τους δανειστές της Ελλάδας. Θα ήταν κρίμα να αποχωρήσει. Αλλά αν οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης επιμείνουν στην εφαρμογή μη παραγωγικών πολιτικών που θα επιδεινώσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα με τη βιωσιμότητα του χρέους και που είναι αντίθετες με την προσέγγισή τους στη δημοσιονομική πολιτική σε άλλες χώρες της Ε.Ε., το ΔΝΤ θα έχει δίκιο να φύγει.
Το Eurogroup προβλέπει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Ένας τέτοιος στόχος μπορεί να είναι εφικτός για ένα έτος, εφόσον υπάρχει αρκετή υποκείμενη δυναμική στην οικονομία. Αλλά το να συνεχίσει να τον επιτυγχάνει «για το μεσοπρόθεσμο διάστημα», όπως προβλέπει το σχέδιο, είναι σίγουρα δονκιχωτικό για μια οικονομία με χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και εύθραυστη επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Μια προσεκτική, καλά ζυγισμένη προσαρμογή για να επιστρέψει η κυβέρνηση στη βιωσιμότητα, είναι ένα ζήτημα. Αλλά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό η βάναυση επιμονή στην επίτευξη πλεονασμάτων για πολλά χρόνια.
Η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί για δύο διαδοχικά τρίμηνα: δεν πρόκειται για μια τόσο σημαντική ώθηση, ώστε να είναι κανείς βέβαιος ότι θα αντέξει μια αέναη δημοσιονομική περιστολή.
Η κατάσταση είναι αρκετά αλλόκοτη για την ευρωζώνη για δύο λόγους:
Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρχίζει να κινείται σταδιακά προς τη θέση ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει την ανάπτυξη, ειδικά στις χώρες που έχουν το δημοσιονομικό περιθώριο. Ακόμα και για ελλειμματικές χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, η Επιτροπή αναγνώρισε σοφά ότι δεν έχει οικονομικό ή πολιτικό νόημα να προσπαθήσει να τους επιβάλει ένα αντιπαραγωγικό δημοσιονομικό σφίξιμο. Οπότε, το να συνεχίζει να επιμένει στη λιτότητα στην Ελλάδα φαίνεται αυθαίρετο και άδικο.
Δεύτερον, παρά την αλλεργία τους απέναντι στη δημοσιονομική χαλαρότητα, αρκετές κυβερνήσεις της ευρωζώνης, ειδικά η Γερμανία, τάσσονται με θέρμη υπέρ της παραμονής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης εξαιτίας της αξιοπιστίας που φέρνει η παρουσία του. Αν το Ταμείο δεν κάνει πίσω, όπως θα όφειλε, το Βερολίνο θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στη συμμετοχή του ΔΝΤ και στη διατήρηση του στόχου του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας.
Η Γερμανία, η οποία δεν έχει επιδείξει την ανάλογη δέσμευση στη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής για τη στήριξη της ανάπτυξης, πρέπει να διαλέξει με μεγάλη προσοχή. Η απομάκρυνση του ΔΝΤ από τη διάσωση της Ελλάδας, δεδομένου ότι οι δανειστές του επίσημου τομέα θα συνεχίσουν να εμπλέκονται στη χώρα για δεκαετίες, θα ήταν ένα βήμα προς τα πίσω, τόσο όσον αφορά στις άμεσες επιλογές μέτρων, όσο και στην ποιότητα της λήψης αποφάσεων μακροπρόθεσμα.
Η Ε.Ε. έχει ορθά υιοθετήσει μια πιο ισορροπημένη στάση τελευταία στα δημοσιονομικά ελλείμματα κρατών-μελών. Η αλλαγή αυτή πρέπει να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα».