Νέα συμφωνία με τους ευρωπαίους δανειστές, η οποία θα περιλαμβάνει ελάφρυνση χρέους και μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για το 2018, ζητά ο Γιάννης Στουρνάρας με άρθρο-παρέμβαση στους Financial Times.
«Οι ευρωπαίοι εταίροι μας δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει τη δέσμευσή τους να παρέχουν περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Συμφώνησαν σε αυτό τον Νοέμβριο του 2012 και θα έπρεπε να είχε συμβεί το 2014 όταν η Ελλάδα πέτυχε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,5 δισ το 2013. Ποτέ δεν συνέβη. Η απόφαση καθυστέρησε λόγω του εγχώριου εκλογικού κύκλου των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών. Το ίδιο συνέβη και στις 24 Μαΐου του τρέχοντος έτους, όταν το Eurogroup ανέβαλε και πάλι τη σχετική απόφαση για το 2018 , παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε ρητά την ανάγκη να διατηρηθούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της ελληνικής κυβέρνησης σε διαχειρίσιμα επίπεδα και ο λόγος του χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε μια πτωτική τάση» σημειώνει ο διοικητής της ΤτΕ.
Είναι πλέον καιρός να βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ των μεταρρυθμίσεων και ανακούφιση χρέους. Από το 2010, η Ελλάδα έχει υποστεί μια μνημειώδη δημοσιονομική προσαρμογή , σε μια κλίμακα που καμία άλλη χώρα δεν έχει βιώσει από τη Μεγάλη Ύφεση. Παρά τις καθυστερήσεις υπήρξαν αρκετές επιτυχίες διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και της αγοράς προϊόντων» προσθέτει.
Όπως σημειώνει ο κ. Στουρνάρας, «τώρα η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα συμφωνία με τους εταίρους και τους δανειστές της, προκειμένου να προχωρήσουμε μπροστά . Δεν είναι ρεαλιστικό, ούτε κοινωνικά εφικτό, να απαιτήσουμε η Ελλάδα να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ από το 2018 και εξής. Αυτό θα πρέπει να μειωθεί στο 2 τοις εκατό, επιτρέποντας ένα πιο ισορροπημένο μείγμα οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στη μείωση της φορολογίας, την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων και τη συμβολή σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης».
«Επιπλέον, η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδα και οι τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν την πιο σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα: το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs). Αυτό είναι κυρίως το αποτέλεσμα μιας επταετούς ύφεσης που έχει μειώσει το ΑΕΠ κατά περισσότερο από 25 τοις εκατό. Οι ελληνικές τράπεζες , μετά από διαδοχικές (και επιτυχημένες) ανακεφαλαιοποιήσεις εν μέσω δύσκολων συνθηκών, έχουν τώρα αρκετά κεφάλαια, προβλέψεις και εξασφαλίσεις και έτσι είναι σε θέση να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι πρόσφατες ευνοϊκές τροποποιήσεις της νομοθεσίας , καθώς και οι πιο ευνοϊκές συνθήκες στην ελληνική οικονομία μετά τo Eurogroup του Μαϊου κάνουν αυτές τις πρωτοβουλίες ευκολότερες», αναφέρει.
«Μειωμένοι τελικοί δημοσιονομικοί στόχοι και η ελάφρυνση του χρέους είναι τα κίνητρα που θα κρατήσουν την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία σε κίνηση . Οι μεταρρυθμίσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ανάπτυξη της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, η ενισχυμένη είσπραξη των φόρων και η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι οι ενέργειες στις οποίες οι έλληνες πολιτικοί θα πρέπει να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα και σε πνεύμα εθνικής ενότητας, προκειμένου να επιτευχθεί υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη» καταλήγει στο άρθρο του ο Γ. Στουρνάρας