«Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του 2015 τα προβλήματά της ήταν αρκετά μεγάλα για να απειλήσουν την επιβίωση του ευρωσυστήματος. Ένα χρόνο αφότου ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε ως πρωθυπουργός, η κυβέρνηση φαίνεται δεσμευμένη να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις που απαιτούνται από τους πιστωτές ως αντάλλαγμα για περαιτέρω βοήθεια.
Καμία πλευρά δεν θα πρέπει να επιτρέψει το σημείο τριβής που απομένει –η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού- να θέσει και πάλι σε κίνδυνο το ευρώ», γράφει το Bloomberg View σε σημερινό του άρθρο με τίτλο «Μην αφήσετε τις ελληνικές συντάξεις να απειλήσουν το ευρώ».
Όπως σημειώνει το editorial του Bloomberg, η ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμη στη μονάδα εντατικής θεραπείας και το ποσοστό της ανεργίας είναι επίμονα υψηλό, αλλά η κατάσταση βελτιώνεται. Η οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί μόλις κατά 0,7% φέτος, και το 2017 μπορεί να καταγράψει ανάπτυξη 1,9%. Η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας έχει αναβαθμιστεί.
Αλλά η εγχώρια πολιτική κατάσταση παραμένει εύθραυστη. Μετά από τις αποχωρήσεις, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Προκειμένου να αποφευχθεί μια επανάληψη του προηγούμενου «δράματος», απαιτείται μια διπλή επιτυχία –όχι απλώς μια σταθερή δέσμευση από την πλευρά της Ελλάδας, αλλά επίσης και μια μεγαλύτερη ευελιξία από τους Ευρωπαίους εταίρους της. Και η πραγματική δοκιμασία θα έλθει όταν ο Τσίπρας θα προσπαθήσει να πείσει την βουλή να εγκρίνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος.
Αν αυτό δεν αντιμετωπιστεί με προσοχή, μια νέα πολιτική κρίση δεν είναι απλώς δυνατή, αλλά και πιθανή. Είναι αναγκαίο να διατηρηθεί η πίεση στην Ελλάδα για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, και η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και οι ιδιωτικοποιήσεις είναι αναμφισβήτητα αναγκαίες. Αλλά η ΕΕ μπορεί να βελτιώσει τις πιθανότητες επιτυχίας με το να είναι λίγο πιο πρόθυμη να «λυγίσει» σε σχέση με πριν.
Στις ιδιωτικοποιήσεις για παράδειγμα, η πώληση των αεροδρομίων, των λιμανιών και άλλων assets που έχει συμφωνηθεί μέχρι τώρα, θα φέρει έσοδα της τάξης των 1,5 δισ. ευρώ φέτος. Μια απροθυμία να επιδοθεί σε αυτό που η κυβέρνηση εξακολουθεί να αποκαλεί «ξεπούλημα», ίσως σημαίνει ότι θα χαθεί ο επίσημος στόχος του προϋπολογισμού. Σίγουρα, οι πιστωτές πρέπει να απαιτήσουν πρόοδο, και προσπάθειες καλή τη πίστει για την διατήρηση των προηγούμενων υποσχέσεων. Αλλά η κατεύθυνση και η αντοχή των μεταρρυθμίσεων έχει σημασία περισσότερο από ό,τι η ταχύτητα. Το να επιμείνει σε αλλαγές που είναι πιο γρήγορες από αυτές που μπορεί να προσφέρει η κυβέρνηση ή σε πωλήσεις που υποτιμούν κατάφωρα τα εν λόγω assets, δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό.
Στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, η Ελλάδα και οι πιστωτές της διαφωνούν στο που θα βρεθεί εξοικονόμηση. Θα πρέπει να προέλθει από υψηλότερες εισφορές, όπως προτιμά η κυβέρνηση, ή κυρίως από μείωση των πληρωμών στους συνταξιούχους, όπως θα ήθελαν οι πιστωτές;
Είναι αλήθεια ότι το ιστορικό της Ελλάδας στη συλλογή φόρων δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Έτσι, όσο το σύστημα πιέζεται προς την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών, οι πιστωτές θα πρέπει να το σεβαστούν. Θα πρέπει να είναι η Ελλάδα αυτή που θα πει πώς θα κατανεμηθεί το κόστος μεταξύ των φορολογούμενων και των συνταξιούχων.
Τέλος, οι πιστωτές έχουν συμφωνήσει να συζητήσουν για μια νέα ελάφρυνση χρέους –επιτέλους. Όλοι γνωρίζουν ότι τα οικονομικά της Ελλάδας δεν μπορούν να διορθωθούν χωρίς ελάφρυνση χρέους, επομένως αυτή η συζήτηση έχει καθυστερήσει. Οι λεπτομέρειες της διαγραφής ή άλλων παραχωρήσεων δεν χρειάζεται να αποφασιστούν τώρα, αλλά οι συνομιλίες πρέπει να ξεκινήσουν. Αυτό θα έδινε στους Έλληνες ψηφοφόρους έναν ακόμη λόγο για να αντέξουν το επόμενο στάδιο λιτότητας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με μεγάλο και παράλογο κόστος, ανάγκασε τον Τσίπρα να παραδοθεί πέρυσι. Εάν δεν θέλει να επαναλάβει αυτό το επεισόδιο, θα πρέπει να δείξει μεγαλοψυχία στη νίκη, καταλήγει το άρθρο.