Κεντρικό πρόσωπο με δύο παρεμβάσεις του στο συνέδριο του Ινστιτούτου για τη Νέα Οικονομική Σκέψη, ήταν την Μεγάλη Πέμπτη στο Παρίσι, ο Υπουργός Οικονομικών, κ. Γιάνης Βαρουφάκης.
Ενώπιον κορυφαίων εκπροσώπων της σύγχρονης οικονομικής σκέψης, ο κ. Βαρουφάκης, με την πρώτη του ομιλία, ανέπτυξε τις απόψεις του για τον ανασχεδιασμό της Ευρωζώνης, υποστηρίζοντας πως οι υπάρχοντες θεσμοί της πρέπει να ανακατευθυνθούν προς μια αναπτυξιακή λογική σύγκλισης των οικονομιών που την απαρτίζουν και προς την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Στη δεύτερη παρέμβασή του, είχε την ευκαιρία να αναλύσει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της, απαντώντας σε ερωτήματα του νομπελίστα οικονομολόγου Τζοζεφ Στίγκλιτς, κάνοντας εκτενή αναφορά στις διαφορές πολιτικής της νέας κυβέρνησης με τις κυβερνήσεις των μνημονίων.
Διαβάστε τι είπε ο Γιάνης Βαρουφάκης απαντώντας στα ερωτήματα του Στίγκλιτς:
Οι «μεταρρυθμίσεις» στην Ελλάδα κατέληξαν να είναι μια «βρώμικη λέξη» και η επιτυχία τους συγκρίνεται μόνο με την επιτυχία επαναφοράς της δημοκρατίας στο Ιράκ, επισήμανε ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης σε δημόσιο διάλογο με τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίνγκλιτς εκτός ημερήσιας διάταξης, στο συνέδριο του Ινστιτούτου για τη Νέα Οικονομική Σκέψη (New Economic Thinking) που ξεκίνησε τις εργασίες του, την Μεγάλη Πέμπτη, στο Παρίσι στο κτήριο του ΟΟΣΑ.
Όταν οι Έλληνες μικροσυνταξιούχοι ακούνε τη λέξη «μεταρρύθμιση» αμέσως φοβούνται ότι οι συντάξεις τους θα περικοπούν. Οι μικρές επιχειρήσεις φοβούνται ότι θα αυξηθεί ο ΦΠΑ. Πρέπει να δώσουμε στη μεταρρύθμιση πάλι το καλό της όνομα, υπογράμμισε ο υπουργός. «Η Ελλάδα πρέπει να καταστεί και πάλι μία μεταρρυθμίσιμη κοινωνία»,
«Είμαστε εξαιρετικά πρόθυμοι να καθίσουμε στο τραπέζι με τους εταίρους της και να συμφωνήσουμε επί των μεταρρυθμίσεων»- τόνισε ο υπουργός- «ενώ παράλληλα, χρειαζόμαστε ένα δημοσιονομικό πλαίσιο που να ανταποκρίνεται λογικά στις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας.»
«Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3-4,5% για το προβλέψιμο μέλλον σε μια περίοδο όπου η χώρα δεν διαθέτει εν λειτουργία πιστωτικό σύστημα ενώ διέρχεται βαθειά ύφεση», ανέφερε ο υπουργός.
«Η ελληνική κυβέρνηση δεν προτίθεται να υπογράψει ο,τιδήποτε απλά και μόνο για να πάρει την επόμενη δόση του δανείου», είπε ο κ. Βαρουφάκης, «αλλά για να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις χρειάζεται να συμφωνήσει σε:
– κατάλληλο επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος,
– επενδυτικό πρόγραμμα που θα ελκύει επενδυτές με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράσπεζας και
– την έναρξη μιας σοβαρής συζήτησης για το χρέος και τις δυνατότητες αναδιάρθρωσής του».
Πάνω απ’ όλα όμως, υπογράμμισε ο υπουργός, «απαιτείται η αναγκαία ανάσα χρόνου» λίγων μηνών για να «διαπραγματευτούμε με τους εταίρους και πιστωτές μας ένα νέο μακρόπνοο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα διορθώνει τις αποτυχίες του παρελθόντος».
Πρωταρχικός στόχος του νέου προγράμματος είναι η «αναδιάρθρωση της κοινωνικής οικονομίας που έχει πληγεί βαρύτατα από την κρίση».
Ως παράδειγμα της αποτυχίας των μέτρων που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια να αλλάξουν τη δομή της οικονομίας, ο υπουργός ανέφερε τη «στασιμότητα των εξαγωγών παρά τη δραστική μείωση τιμών και κόστους παραγωγής».
Στον τομέα πάταξης της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και το κυνήγι του εύκολου κέρδους, ο κ. Βαρουφάκης ανέφερε πως «ο στόχος των ελεγκτικών μηχανισμών που επιβλήθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αντί για τα πλουσιότερα».
«Εμείς πρέπει να ξαναδώσουμε στις μεταρρυθμίσεις το καλό τους όνομα με την καταπολέμηση των κατεστημένων συμφερόντων που στήριζαν τις προηγούμενες κυβερνήσεις, δηλαδή πατάσσοντας τις χειρότερες μορφές κερδοσκοπίας, διαφθοράς, φοροδιαφυγής κλπ ξεκινώντας από την κορυφή της πυραμίδας και κατεβαίνοντας προς τα κάτω».
«Η ελληνική κυβέρνηση θα προτιμούσε να προχωρήσει με συγκεκριμένες επείγουσες μεταρρυθμίσεις πριν συμφωνήσει σε άλλες,» είπε ο υπουργός, «αλλά η διαδικασία της διαπραγμάτευσης που ζητήθηκε από τους θεσμούς της ευρωζώνης υπαγορεύει ότι πρώτα πρέπει να προσυμφωνηθεί το συνολικό πακέτο».
Ανέφερε το παράδειγμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών που αντιστοιχούν στο 35-40% του συνόλου των δανείων. «Η κυβέρνηση,» είπε ο υπουργός, «θα ήθελε να αξιοποιήσει το υπόλοιπο του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) για να δημιουργήσει μία “bad bank” για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια για να απελευθερωθούν τραπεζικοί πόροι και έτσι να ξεκινήσει η ροή των πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα».
«Είμαστε πρόθυμοι να ξεκινήσουμε να το εφαρμόζουμε αυτό από χθες. Αλλά όλα είναι σε αναμονή μέχρι να τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς».
«Θέλουμε να προχωρήσουμε με τα φρούτα που κρέμονται στα χαμηλότερα κλαδιά και στη συνέχεια να προχωρήσουμε με τα φρούτα που κρέμονται πιο ψηλά», είπε χαρακτηριστικά, χρησιμοποιώντας γνωστή αγγλική αλληγορία.
Ακόμη τόνισε ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να αποφύγει να επιστρέψει σε πρωτογενή ελλείμματα και ότι επανεκκινεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων αλλά με την μορφή αξιοποίησης και όχι εκποίησης της δημόσιας περιουσίας.
«Επανεκκινούμε τη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων ως πρόγραμμα κάνοντας ορθολογική χρήση των υφιστάμενων δημόσιων περιουσιακών στοιχείων» δήλωσε ο ΥΠΟΙΚ. «Αυτό που λέμε είναι ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει το δικαίωμα να ξεπουλά τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία σε μερικά ψίχουλα χωρίς αναπτυξιακή προοπτική».
Ακόμη πρόσθεσε ότι «θέλουμε κοινοπραξίες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα… αλλά θέλουμε πρώτα να εξασφαλίσουμε ότι υπάρχει μία ελάχιστη δέσμευση όσον αφορά τις επενδύσεις που θα κάνουν οι πλειοδότες … δεύτερον, θέλουμε να διατηρήσουμε ένα μερίδιο για το κράτος ώστε να έχουμε μία ροή εσόδων με την οποία θα χρηματοδοτήσουμε τα ασφαλιστικά ταμεία και, τρίτον, απαιτούμε ανθρώπινες εργασιακές σχέσεις».
Απαντώντας σε ερώτημα του Στίγκλιτς αν οι αλλαγές στην Ευρώπη αποτελούν ηθική υποχρέωση Ευρώπη για να αποφευχθεί μια «τρίτη μεγάλη καταστροφή της ηπείρου σε έναν αιώνα», ο ΥΠΟΙΚ τόνισε:
«Το πρόβλημα είναι πως θα ανακατευθύνουμε τους υπάρχοντες θεσμούς της Ευρωζώνης όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας στην κατεύθυνση της υπέρβασης (αντί για την συντήρηση) της κρίσης».