Οι σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, υπάρχει η δυνατότητα να αναβαθμιστούν σε ένα νέο επίπεδο και η Ελλάδα να καταστεί μια γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, δήλωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σε αποκλειστική του συνέντευξη στο ρωσικό πρακτορείο ΤΑΣΣ, ενόψει της επίσκεψής του στη Μόσχα και της συνάντησής του στις 8 Απριλίου με τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Μπορούμε να έχουμε μια ουσιαστική συνεργασία, η οποία θα δώσει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να εξάγει στη Ρωσική Ομοσπονδία αγροτικά προϊόντα» είπε ο Α.Τσίπρας, σημειώνοντας ότι «τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις αυτές υπέστησαν πλήγμα λόγω του ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις στη χώρα μου δεν έκαναν, ό,τι θα μπορούσαν για να αποφύγουν αυτήν την χωρίς νόημα, κατά την άποψή μου, πολιτική των κυρώσεων λόγω της έντασης στην Ουκρανία. Το αποτέλεσμα ήταν το εμπάργκο και στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, πράγμα, που προκάλεσε σημαντική ζημιά στην ελληνική οικονομία».
Κατά την περιγραφή του πρωθυπουργού, τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις με τη Ρωσία βρίσκονταν σε «παγωμένη κατάσταση».
«Δεν γνωρίζω» είπε χαρακτηριστικά «εάν έμοιαζαν με τον χειμώνα στη Σιβηρία, ωστόσο ήταν χειμώνας και τώρα ζούμε την άνοιξη και πρέπει αυτήν την άνοιξη να την υποστηρίξουμε, ώστε να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη των σχέσεών μας».
«Βρισκόμαστε σε γεωπολιτική κατάσταση ιδιαίτερης έντασης, υπάρχουν κοινές προκλήσεις και χρειάζεται να δούμε πώς θα τις αντιμετωπίσουμε» επεσήμανε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας:
«Πρέπει να δούμε, πώς οι λαοί και οι χώρες μας μπορούν πραγματικά να συνεργαστούν σε πολλούς τομείς στην οικονομία, την ενέργεια, το εμπόριο, την αγροτική παραγωγή, να διευκρινίσουμε πού μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και κυρίως, να μελετήσουμε κατά πόσον η συνεργασία μας μπορεί να είναι εποικοδομητική, καθόσον πραγματικά πιστεύω ότι η Ελλάδα, ως χώρα-μέλος της ΕΕ, μπορεί να καταστεί συνδετικός κρίκος, γέφυρα μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας».
Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα έχει σκοπό την επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων, καθώς «θα δώσει τη δυνατότητα να τεθεί μια νέα βάση» γι’ αυτές.
Πρόκειται για τη δυνατότητα να γίνει «η πραγματική τους επανεκκίνηση, να δοθεί νέα ώθηση στις ελληνορωσικές σχέσεις, οι οποίες έχουν πολύ βαθιές ρίζες στην ιστορία και σφυρηλατήθηκαν στον κοινό αγώνα των λαών μας» υπογράμμισε ο Α. Τσίπρας.
Οι σχέσεις Ελλάδας και Ρωσίας, κατά τον πρωθυπουργό, έχουν μεγάλη προοπτική ανάπτυξης, πρωτίστως στους τομείς της ενέργειας και του τουρισμού.
«Νομίζω ότι οι δυνατότητες να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας συνδέονται και με τον τουρισμό, αλλά και με ποικίλες πολιτιστικές δραστηριότητες» εκτίμησε ο πρωθυπουργός, λέγοντας ότι εκτός από τις πολύ σημαντικές συναντήσεις του με τον πρόεδρο Β. Πούτιν, τον πρωθυπουργό Ντ. Μεντβιέντεφ και τον πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλο, «θα έχω τη δυνατότητα να δώσω διάλεξη σε ένα από τα κεντρικά Πανεπιστήμια της Μόσχας», γεγονός, που αναδεικνύει «τη δυνατότητα ανταλλαγών και συνεργασίας σε εκπαιδευτικό επίπεδο μεταξύ ελληνικών και ρωσικών Πανεπιστημίων, η οποία είναι επίσης πολύ σημαντική πλευρά της εδραίωσης των αμοιβαίων σχέσεών μας».
Όπως είπε ο κ.Τσίπρας, Ελλάδα και Ρωσία συνδέονται με κοινές ρίζες, κοινούς αγώνες, κοινή πίστη και πολιτισμό. «Η χώρα σας είναι πλούσια από πολιτιστική άποψη και ο ελληνικός πολιτισμός είναι η κοιτίδα του παγκόσμιου. Νομίζω ότι στους τομείς αυτούς μπορούμε να έχουμε πολύ συγκεκριμένες σχέσεις και να ενισχύσουμε τους δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών» ανέφερε, επισημαίνοντας ότι το Πολιτιστικό έτος Ελλάδας – Ρωσίας, το 2016, αποτελεί μια σπουδαία ευκαιρία για την ανάπτυξη των σχέσεων αυτών.
«Το 2015 εορτάζουμε από κοινού τα 70χρονα της Μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης, της νίκης των λαών επί του ναζισμού» είπε ο Α.Τσίπρας, σημειώνοντας ότι «η επέτειος αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία τόσο για τον ρωσικό, όσο και για τον ελληνικό λαό. Οι λαοί μας σφυρηλάτησαν τις αδελφικές τους σχέσεις, διότι διεξήγαν κοινό αγώνα σε κρίσιμες και σημαντικές ιστορικές στιγμές».
Ελλάδα και Ρωσία πλήρωσαν περισσότερο όλων, με το αίμα τους στον αγώνα κατά του φασισμού και αυτό είναι το κοινό θεμέλιο, όπως και η κοινή πίστη, υπογράμμισε ο πρωθυπουργός στο ρωσικό κρατικό πρακτορείο.
«Σ’ αυτές τις ρίζες πρέπει να δώσουμε έμφαση, να μη μείνουμε μόνο στις καλές προθέσεις. Ας κοιτάξουμε πώς είναι δυνατόν να καταστήσουμε τις σχέσεις των δύο χωρών και λαών μας πιο ουσιαστικές σε επίκαιρα προβλήματα. Διαθέτουμε ένα εξαίρετο παρελθόν κοινού αγώνα και κοινής προόδου προς τα εμπρός, μπορούμε να έχουμε κι ένα υπέροχο μέλλον» υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στο θέμα των κυρώσεων, ο Α. Τσίπρας ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν συμφωνεί με τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και θύμισε το περιστατικό κατά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης, όταν ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ «θεωρούσε σχεδόν ως δεδομένη τη θέση της Ελλάδας υπέρ των κυρώσεων».
«Τού τηλεφώνησα, όπως και στην (σ.σ. εκπρόσωπο της ΕΕ για τις διεθνείς υποθέσεις και την πολιτική άμυνας) Φεντερίκε Μογκερίνι και τους είπα: Να μη θεωρείτε τη θέση της Ελλάδας δεδομένη, η κατάσταση άλλαξε, τώρα υπάρχει νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα και τώρα πρέπει να μας ρωτάτε προτού λάβετε αποφάσεις» σημείωσε ο Α. Τσίπρας και επανέλαβε: «Δεν συμφωνούμε με τις κυρώσεις. Θεωρώ ότι είναι μια οδός, που οδηγεί στο πουθενά. Είμαι υποστηρικτής της άποψης ότι είναι αναγκαίος ο διάλογος, η διπλωματία, χρειάζεται να καθήσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να βρούμε τις λύσεις για τα μεγάλα προβλήματα».
«Ο οικονομικός πόλεμος ως συνέχιση του πραγματικού πολέμου, είναι μια αδιέξοδη πολιτική» υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, λέγοντας ότι τάσσεται υπέρ της διπλωματίας.
«Θεωρώ πολύ σημαντικό επίτευγμα τις συμφωνίες του Μινσκ και εκτιμώ ότι πρέπει να καταβάλλουμε παν το δυνατόν για τη διακοπή της έντασης στην Ουκρανία» τόνισε ο κ. Τσίπρας, αναφέροντας ότι κατά την πρώτη του συμμετοχή σε Σύνοδο Κορυφής στην ΕΕ απευθύνθηκε στους ομολόγους του και τους ρώτησε: «Πείτε μου, πώς φαντάζεστε τη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη; Την φαντάζεστε με τη Ρωσία στην απέναντι πλευρά ή με τη Ρωσία σε διαδικασία διαλόγου και αλληλοκατανόησης;».
«Δεν πήρα απάντηση από πολλούς» είπε ο πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας: «Κατά τη δική μου αντίληψη η απάντηση είναι σαφής: η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη πρέπει να συμπεριλαμβάνει και τη Ρωσία».