Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου που συνάπτονται στον δημόσιο τομέα δεν μπορούν να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου, ακόμα και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη.
Υπό προϋποθέσεις οι συμβασιούχοι που συνάπτουν διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου αποκτούν το δικαίωμα, μετά τη λήξη ή την καταγγελία τους, να λάβουν τη νόμιμη αποζημίωση, ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας τους.
Αυτό προκύπτει από απόφαση 146/2023 που έλαβε ο Άρειος Πάγος, έπειτα από σχετικό αίτημα που είχε υποβληθεί το 2016 από συμβασιούχους εργαζόμενους στον τομέα της Εφορίας Προϊστορικών και Ιστορικών Αρχαιοτήτων όπως αναφέρει η naftemporiki.gr.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνωρίζει ως όριο τη 18η Απριλίου 2001, ημερομηνία που τροποποιήθηκε το σχετικό άρθρο του Συντάγματος (αρ. 103 παρ. 7 και 8). Στην παρέμβασή του περιλαμβάνει επίσης και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Τονίζει δε ότι δεν μπορεί να υπάρξει μονιμοποίηση των συμβασιούχων, ούτε με νόμο, αφού κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται από το ανωτέρω άρθρο του Συντάγματος.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα μπορεί να πραγματοποιηθεί με γραπτό διαγωνισμό ή με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, υπό την εποπτεία του ΑΣΕΠ.
Σε διαφορετική περίπτωση, το Δικαστήριο χαρακτηρίζει καταδικαστέες αυτές τις προσλήψεις που έγιναν χωρίς διαγωνισμούς, γιατί θεωρεί ότι ευνοούν την αναξιοκρατία.
Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό η συγκεκριμένη διαδικασία λειτουργεί σε βάρος άλλων πολιτών, οι οποίοι έχουν τα προσόντα για να προσληφθούν στον δημόσιο τομέα, αλλά στερούνται αυτήν τη δυνατότητα, επειδή υπήρχαν ανανεώσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ερήμην ΑΣΕΠ.
Πότε έχουμε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου
Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας.
Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την εκτέλεση ορισμένου έργου.
Μετά την ολοκλήρωση του έργου η σύμβαση ορισμένου χρόνου παύει να ισχύει αυτοδικαίως.
Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας.
Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της.
Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση λήγει χωρίς να χρειάζεται η καταβολή αποζημίωσης. Δικαιολόγηση σκοπού Όταν όμως υπάρχουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου στις οποίες δεν δικαιολογείται ο σκοπός της διάρκειάς τους, τότε η ευθύνη βαραίνει τον εργοδότη και, στην περίπτωση που καταγγελθούν, τότε θα πρέπει να κρίνονται ως άκυρες.
Στην περίπτωση αυτή, θα θεωρείται ότι καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση εργαζομένου, χωρίς να υπάρχει έγγραφη καταγγελία και να καταβάλλεται η νόμιμη αποζημίωση.
Η καταστρατήγηση τεκμαίρεται από το γεγονός ότι συνάφθηκε σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς όμως να δικαιολογείται αντικειμενικά η ορισμένη διάρκειά της, όπως θα έπρεπε, από τη φύση της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης.
Ανοίγει ο δρόμος για αποζημιώσεις
Σύμφωνα με τον γνωστό εργατολόγο, καθηγητή Αλέξη Μητρόπουλο, η απόφαση του Αρείου Πάγου συνιστά «μια καινούργια νομολογία, που ανοίγει τον δρόμο για να προκύψουν αποζημιώσεις σε εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου».
Αξίζει να επισημανθεί ότι στον δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα υπερβαίνουν τις 60.000 οι συμβασιούχοι αυτής της κατηγορίας.
Χωρίς να σημαίνει ότι όλοι δικαιούνται αποζημιώσεως, θα μπορεί να κριθεί ανά περίπτωση στο μέλλον, με βάση τον χρόνο προϋπηρεσίας, εάν προκύπτει και τέτοιο ενδεχόμενο.