Ο σεισμός στο ρήγμα της Φυλής στην Πάρνηθα, το βράδυ της Παρασκευής 7/7, ανησύχησε και ευλόγως πολλούς κατοίκους της Αθήνας.
Ακόμη και αν ήταν μόλις 2,9 ρίχτερ έφερε στη μνήμη δυσάρεστες εικόνες αλλά κυρίως μνήμες από τον σεισμό του 1999.
Ξύπνησε η Πάρνηθα ή κάποιο άλλο ρήγμα της Αττικής γνωστό ή άγνωστο; Θα επαναληφθεί ένας δυνατός σεισμός στην Αθήνα;
Εύλογα ερωτήματα, αλλά παράλληλα ακραίως λανθασμένα καθώς το μόνο σίγουρο είναι ότι οι ισχυροί σεισμοί στον τόπο μας θα συνεχίζονται για πολλά ακόμη χρόνια ή αν θέλετε για πάντα.
Αυτό όμως που οφείλουμε να ξέρουμε και να βάλουμε καλά στο μυαλό μας είναι ότι ο σεισμός δεν σκοτώνει.
Αυτό που σκοτώνει είναι η τρωτότητα το κατά πόσο δηλαδή τα κτίρια μας αντέχουν σε έναν μεγάλο ή μεσαίου μεγέθους σεισμό.
Πρόσφατα ο κορυφαίος σεισμολόγος Γεράσιμος Παπαδόπουλος μίλησε στο iEidiseis για την Αττική λέγοντας ότι «εδώ είναι μια μεγαλούπολη η οποία έχει αυξημένη τρωτότητα και είναι εκτεθειμένη στον σεισμικό κίνδυνο».
Συγκεκριμένα, είχε πει στην συνέντευξη που είχε δώσει στο iEidiseis:
«Τα μεγάλα ρήγματα που μέχρι τώρα γνωρίζουμε είναι περιμετρικά της Αττικής.
»Πρόκειται για το μεγάλο ρήγμα που φεύγει από τον ανατολικό Κορινθιακό, περνάει από τη Θήβα και φτάνει μέχρι τον Ωρωπό, που έχει δώσει μεγάλους σεισμούς στο παρελθόν.
»Η μεγάλη σεισμική πηγή στις Αλκυονίδες, που βρίσκεται στον ανατολικό Κορινθιακό, απείλησε και έβλαψε γειτονιές της Αττικής το 1981, ενώ και μικρότερα ρήγματα, όπως της Φυλής το 1999, δημιουργούν μεγάλα προβλήματα.
»Άρα έχουμε και σχετικά μακρινές σεισμικές πηγές αλλά και μέσα στην Αττική που σημαίνει ότι τα μάτια μας πρέπει να είναι ανοιχτά.
»Και ξέρετε είναι μάλλον μια εύκολη λύση το να λέμε ότι είναι μια περιοχή χαμηλής σεισμικότητας καθώς δεν ξέρουμε πλήρως τα ρήγματα και ταυτόχρονα είναι πολύ μεγάλη η τρωτότητα κάτι που είδαμε το 1999 όταν από τον σεισμό της Πάρνηθας με μέγεθος 5.9 ρίχτερ είχαμε 143 θύματα, που όπως φαίνεται και από το σχετικό πίνακα ήταν ένας από τους πιο πολύνεκρους σεισμούς μετά από αυτόν στα Επτάνησα τον Αύγουστο του 1953».
Και συνέχισε ο κ. Παπαδόπουλος: «Συνεπώς η χώρα θα πρέπει να είναι πάντα προσανατολισμένη στο να λαμβάνει μέτρα.
»Δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τους σεισμούς, διότι μπορεί να έχουμε ένα καλό αντισεισμικό κανονισμό, και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι κατασκευές έχουν βελτιωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, από την άλλη μεριά όμως βλέπουμε ότι οι πόλεις μεγαλώνουν, επεκτείνονται συχνά σε ακατάλληλα εδάφη, κοντά σε ρήγματα, και συνεπώς μεγαλώνει η τρωτότητα.
»Με άλλα λόγια, τα χαρακτηριστικά του δομημένου περιβάλλοντος αυξάνουν την ενδεχόμενη καταστροφικότητα που μπορεί να έχουν οι σεισμοί και πρέπει να είμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση.
»Κατά συνέπεια σε μακροχρόνια βάση οι σεισμοί υπήρξαν, θα υπάρξουν στο μέλλον και όσα έχουμε καταφέρει με την αντισεισμική πολιτική δεν θα πρέπει να μας κάνουν να επαναπαυόμαστε, αλλά να βλέπουμε τους κινδύνους και να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε από πλευράς αντισεισμικών κατασκευών και προστασίας των μεγάλων έργων».
Μάλιστα κατέληξε υπογραμμίζοντας: «Ενα μεγάλο μέρος του δομικού ιστού της χώρας είναι χτισμένο με τους αντισεισμικούς κανονισμούς που ξεκίνησαν να ισχύουν από το 1960 και σταδιακά βελτιώθηκαν.
»Υπολογίστε σε αυτό και τη φυσική γήρανση των κτιρίων, αλλά και το περίπου 40% των κτισμάτων τα οποία είναι χτισμένα πριν το 1959 χωρίς, δηλαδή, αντισεισμικό κανονισμό και θα καταλάβετε γιατί επιμένω και σας λέω ότι δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τους σεισμούς».