Με τους αρχαιολόγους να βρίσκονται ένα βήμα πριν αποκαλύψουν το μυστικό του τάφου της Αμφίπολης έχει ιδιαίτερη σημασία να θυμηθούμε πώς ανακαλύφθηκε ο Λέοντας της Αμφίπολης που κοσμούσε το ταφικό μνημείο στον τύμβο Καστά.
Ο Λέων της Αμφίπολης είναι ένα πολύ σημαντικό επιτάφιο μνημείο του 4ου αιώνα π.Χ.
Έχει ύψος 5,30μ. και εικονίζεται καθιστό στα πίσω πόδια.
Τα πρώτα ευρήματα τα ανακάλυψε 7η μεραρχίας του ελληνικού στρατού το 1912.
Όμως απίστευτες λεπτομέρειες για την ανακάλυψή του, περιέχει από την μια το έργο του Oscar Broneer, καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, το οποίο, με τίτλο «The lion monument at Amphipolis», εκδόθηκε το 1941 και δεν μεταφράστηκε ποτέ στα ελληνικά, ούτε εκδόθηκε ποτέ από ελληνικό, εκδοτικό οίκο κι από την άλλη το άρθρο του καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Γεωργίου Μπακαλάκη, το οποίο, με τίτλο «Ο Λέων της Αμφιπόλεως», δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου του 1960 του περιοδικού «ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΗ» και τα δημοσιεύει το Χρονόμετρο της Καβάλας.
Η ανακάλυψη
Για πρώτη φορά στους βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913 Έλληνες στρατιώτες βρήκαν κομμάτια από τη βάση του μεγάλου μνημείου κι ενημέρωσαν αμέσως την Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία έστειλε επί τόπου τους αρχαιολόγους Γ. Οικονόμου και Α. Ορλάνδο, τους οποίους, όμως, πρόλαβε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, προτού προχωρήσουν στην έρευνα κι αποκάλυψη του μνημείου.
Το καλοκαίρι του 1916 αξιωματικοί βρετανικού, εκστρατευτικού σώματος, σ’ ένα διάλειμμα των μαχών που διεξάγονταν στην περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα, ανάμεσα στους συμμάχους και στα βουλγαρικά στρατεύματα, βρήκαν και θραύσματα του ίδιου του λιονταριού και θέλησαν να τα μεταφέρουν στην ακτή, (προφανώς για να τα μεταφέρουν στην πατρίδα τους), αλλά, λόγω του όγκου και του βάρους τους, κύρια όμως λόγω του ότι εμποδίστηκαν από το βουλγαρικό πυροβολικό, που «σφυροκοπούσε» την ακτή, όπου βρίσκονταν αγγλικά πλοία, δεν τα κατάφεραν.
Τα θραύσματα του μνημείου παρέμειναν εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες μέχρις ότου, το έτος 1930, τα μέλη της γαλλικής, αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, P. Collart και P. Devampez, προσκληθέντα από τον κ. Τσάτσο, υπάλληλο της αμερικανικής εταιρίας Monks Ulen, η οποία είχε ήδη αναλάβει την εκτέλεση αποστραγγιστικών έργων στην περιοχή του Στρυμόνα, προσήλθαν στον τόπο όπου βρίσκονταν τα θραύσματα και τα μελέτησαν για πρώτη φορά, χρονολόγησαν αυτά στην εποχή του πελοποννησιακού πολέμου, τα δε αποτελέσματα της έρευνάς τους δημοσίευσαν στο αρχαιολογικό περιοδικό Bulletin de Correspondance Hellenique.
Η αναστήλωση του Λέοντα της Αμφίπολης
Το σχέδιο της επανένωσης των θραυσμάτων και της ανακατασκευής του λιονταριού σε καινούργια βάση συνέλαβαν και υλοποίησαν οι μηχανικοί της εταιρίας Monks-Ulen, R. W. Gausman and W. J. Judge, οι οποίοι προκάλεσαν το ενδιαφέρον του τότε πρεσβευτή των Η.Π.Α. στην Ελλάδα, κ. Lincoln Mac Veagh, ο οποίος ζήτησε συνάντηση με αρχαιολόγους της γαλλικής, αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και συγκεκριμένα με τον μετέπειτα διευθυντή της, Pierre Roussel και με τους Michel Feyel, Paul Lemerle, Henri Ducoux, οι οποίοι επισκέφθηκαν και πάλι το μνημείο, εξέτασαν όλα τα υφιστάμενα θραύσματα, έκαναν λεπτομερή σχέδια αυτών και πρότειναν σχεδιαστικά την ανακατασκευή του λιονταριού, με τρόπο που δεν απείχε καθόλου από την τελική, μεταγενέστερη ανακατασκευή του!
Όσον αφορά, όμως τη βάση του μνημείου, η πρόταση αναστήλωσής της αποδεικνύεται ολότελα εσφαλμένη.
Μέχρι το 1936, αποκλειστικά τα μέλη της γαλλικής αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών ασχολούνταν με το μνημείο, από το 1936 όμως και μετά, με τη μεσολάβηση του κ. Lincoln Mac Veagh, συνεργάστηκε η πιο πάνω Σχολή με την αμερικανική Σχολή αρχαιολογικών μελετών Αθηνών και ανέθεσαν τις περαιτέρω ενέργειες, από μεν την Γαλλική σχολή στον κ. Jaques Roger, από δε την Αμερικανική Σχολή στον κ. Oscar Broneer, καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, οι οποίοι και μοιράστηκαν, τελικά, τα δικαιώματα της μελέτης και δημοσίευσης των ευρημάτων.
Από τις 8 μέχρι τις 17 Ιουνίου του 1936, 20 εργάτες εργάστηκαν στην ανασκαφή του χώρου όπου είχαν βρεθεί τα υπόλοιπα κομμάτια του λιονταριού και της βάσης του, ήλθαν στο φως κι άλλα κομμάτια και η ίδια η βάση του μνημείου και όλα ήταν έτοιμα για την συναρμολόγησή του, την οποία ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο εξαίρετος γλύπτης κ. Ανδρέας Παναγιωτάκης, καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών και γλύπτης του εθνικού, αρχαιολογικού μουσείου.
Αυτός, από το φθινόπωρο του 1937 και μετά, αφού κατασκεύασε γύψινο αντίγραφο του αγάλματος, σε μέγεθος ίδιο με το αρχαίο, προχώρησε στην ανακατασκευή του μνημείου, έχοντας, δυστυχώς, στη διάθεσή του, μόνο ένδεκα κομμάτια από το αρχαίο γλυπτό, από τα οποία μόνο τα εννέα (9) ήταν συνεχόμενα, ενώ όσα κομμάτια έλειπαν, (όπως ήταν το κομμάτι του κεφαλιού, αμέσως πάνω από τα μάτια), συμπληρώθηκαν με άσπρο τσιμέντο.
Το ίδιο το γλυπτό του ανακατασκευασμένου λιονταριού έφθασε σε ύψος τα 5,37 μέτρα, αλλά από τους αναστηλωτές ξέφυγαν κάποιες λεπτομέρειες, που ήταν, όμως, σημαντικές!
Έτσι, δεν είδαν ότι έλειπε μια στενή λωρίδα του λαιμού, με την πλούσια χαίτη του αγριμιού και γι’ αυτό, το κεφάλι με τον λαιμό απέκτησαν κοντόχοντρη δομή.
Αγνόησαν, επίσης, το γεγονός ότι τα μάτια του λιονταριού ήταν ένθετα (πρόσθετα), πιθανόν κατασκευασμένα από πέτρα διαφορετικού χρώματος ή από μέταλλο και στη θέση των βολβών τοποθέτησαν άσπρο τσιμέντο.
Εκείνο, όμως, που είναι σημαντικό κι ενδιαφέρει ιδιαίτερα όσους παρακολουθούν τις συζητήσεις που γίνονται αυτό τον καιρό, σχετικά με το αν το λιοντάρι της Αμφίπολης αποτελούσε το επιτύμβιο σήμα του τύμβου που ανασκάπτεται στο λόφο «Καστά» της Μεσολακιάς, είναι το γεγονός ότι όλοι ανεξαίρετα οι εξαίρετοι επιστήμονες, (αρχαιολόγοι, μηχανικοί κλπ.), που ασχολήθηκαν με την ανεύρεση των θραυσμάτων του μνημείου και την αναστήλωσή τους, συμφωνούν στο ότι το βάθρο, πάνω στο οποίο είχε τοποθετηθεί κατά την αρχαιότητα το λιοντάρι, είναι το ίδιο με αυτό που βρέθηκε στις ανασκαφές, σύρριζα με την επιφάνεια του εδάφους, στη θέση όπου είναι και σήμερα τοποθετημένο το γλυπτό και το οποίο βάθρο αποτελείται από δύο διαφορετικά τμήματα, 1) ένα πώρινο τετράπλευρο, μπροστινό μέρος, που αποτελείται από περίπου πενήντα δόμους και 2) ένα άλλο τμήμα, που μοιάζει με αναλημματικό τοίχο σε σχήμα Π, ανάμεσα στα οποία (δύο τμήματα) υπάρχει κενό, το οποίο ερμηνεύθηκε από το γεγονός ότι το έδαφος, στο συγκεκριμένο σημείο, ανηφορίζει απότομα προς νότο, με συνέπεια, τα δύο τμήματα να μη χρειάζονταν ενιαίο και συμπαγές θεμέλιο.
Αν, λοιπόν, το λιοντάρι αποτελούσε το σήμα του τύμβου του λόφου «Καστά, πώς εξηγείται το ότι βρέθηκε εκεί όπου βρισκόταν και το αρχαίο βάθρο του και στο ίδιο ακριβώς σημείο αναστηλώθηκε και στέκεται μέχρι σήμερα;
Το σύγχρονο βάθρο, όμως, πάνω στο οποίο στήθηκε το ανακατασκευασμένο λιοντάρι, κατασκευάστηκε όχι από υλικό του αρχαίου βάθρου, (αφού τέτοιο δεν βρέθηκε στις ανασκαφές του 1931-1934), αλλά από άλλο αρχαίο υλικό και συγκεκριμένα από δόμους, γείσα και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη που προήλθαν από οικοδομήματα της Αμφίπολης, του 2ου π.Χ. αιώνα και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή ενός μεσαιωνικού φράγματος, το οποίο βρισκόταν στον Στρυμόνα, λίγο πιο κάτω από εκεί που βρέθηκαν τα θραύσματα του λιονταριού και το οποίο αναγκάστηκαν να χαλάσουν οι μηχανικοί της εταιρίας Monks-Ulen, στη διάρκεια των αποστραγγιστικών έργων που εκτέλεσαν.