Μολονότι είναι καλά τεκμηριωμένο ότι η νόσος COVID-19 εκδηλώνεται κυρίως ως λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι πρέπει να θεωρηθεί ως συστηματική νόσος που περιλαμβάνει πολλαπλά συστήματα, όπως το καρδιαγγειακό, αναπνευστικό, γαστρεντερικό, νευρολογικό, αιματοποιητικό και ανοσοποιητικό σύστημα, αναφέρουν οι ειδικοί επιστήμονες.
Οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με συννοσηρότητες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου από COVID-19, αλλά και οι νεαροί ασθενείς χωρίς σοβαρές υποκείμενες παθήσεις μπορεί επίσης να παρουσιάσουν δυνητικά θανατηφόρες επιπλοκές όπως η κεραυνοβόλος μυοκαρδίτιδα και η διάχυτη ενδαγγειακή πήξη.
Η Θεραπευτική Κλινική και το Εργαστήριο Αιματολογίας του Αρεταίειου Νοσοκομείου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) σε συνεργασία με το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Τενόν των Παρισίων και το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης πραγματοποίησε ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τα αιματολογικά ευρήματα των ασθενών με COVID-19.
Στην εργασία που έγινε αποδεκτή για δημοσίευση στο διεθνές περιοδικό American Journal of Hematology, συμμετέχουν: ο καθηγητής Ιατρικής και πρύτανης του ΕΚΠΑ Θάνος Δημόπουλος, οι καθηγητές της Σορβόννης Γρηγόρης Γεροτζιάφας και Ισμαήλ Ελαλαμύ, ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Ευάγγελος Τέρπος, οι αν. καθηγητές του ΕΚΠΑ Ευστάθιος Καστρίτης, Μαριάννα Πολίτου και Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, ο ακαδημαϊκός υπότροφος του ΕΚΠΑ Θεόδωρος Σεργεντάνης και ο επιστημονικός συνεργάτης της Θεραπευτικής Κλινικής του ΕΚΠΑ Ιωάννης Ντάνασης-Σταθόπουλος.
Στο άρθρο περιγράφεται ότι η λοίμωξη COVID-19 έχει σημαντική επίδραση στο αιμοποιητικό σύστημα και την αιμόσταση.
Η λεμφοπενία (χαμηλός αριθμός λεμφοκυττάρων) είναι κύριο εργαστηριακό εύρημα της λοίμωξης COVID-19 και έχει αρνητική προγνωστική αξία, καθώς έχει συσχετιστεί με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης συνδρόμου οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας (ARDS).
Χαμηλότερες τιμές του λόγου λεμφοκυττάρων/λευκών αιμοσφαιρίων και προοδευτική αύξηση της θρομβοκυττάρωσης (αυξημένη τιμή αιμοπεταλίων) έχουν συσχετιστεί με χειρότερη επιβίωση των ασθενών.
Eπιπλέον, ασθενείς με μυοκαρδιακή βλάβη εμφανίζουν χαμηλότερες τιμές λεμφοκυττάρων και αιμοπεταλίων συγκριτικά με τους υπόλοιπους.
Κατά τη διάρκεια της πορείας της νόσου, η διαχρονική αξιολόγηση της δυναμικής του αριθμού των λεμφοκυττάρων και της αύξησης των φλεγμονωδών δεικτών, συμπεριλαμβανομένων των LDH, CRP, IL-6 και φερριτίνης μπορεί να συμβάλει στον εντοπισμό περιπτώσεων με δυσμενή πρόγνωση, που απαιτούν πρωιμότερα εξειδικευμένη αντιμετώπιση.
Υψηλές τιμές προκαλιτονίνης ορού (ειδικού δείκτη λοιμώξεων) αποτελούν επίσης αρνητικό προγνωστικό παράγοντα και συχνά σχετίζονται με δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις.
Επιπρόσθετα, η υπερπηκτικότητα του αίματος είναι συχνή κατάσταση στους νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19.
Αυξημένα επίπεδα D-διμερών (D-dimers) αναφέρονται σταθερά σχεδόν σε όλες τις δημοσιευμένες σειρές ασθενών, ενώ η σταδιακή αύξηση τους σχετίζεται με την επιδείνωση της νόσου.
Άλλες διαταραχές της πήξης, όπως η παράταση του χρόνου προθρομβίνης και του ενεργοποιημένου χρόνου μερικής θρομβοπλαστίνης, τα προϊόντα αποικοδόμησης του ινώδους, και η σοβαρή θρομβοπενία μπορεί να σχετίζονται με απειλητική για τη ζωή διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη.
Στη δημοσίευση αναλύονται και οι θεραπευτικές προφυλάξεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην αντιμετώπιση των ασθενών με COVID-19, ώστε να μην εμφανίσουν διάχυτη ενδαγγειακή πήξη ή θρομβώσεις, καθώς και η θεραπεία των ασθενών που θα εμφανίσουν τις επιπλοκές αυτές.
Συμπερασματικά, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι απαιτείται στενή παρακολούθηση των αιματολογικών παραμέτρων των ασθενών με COVID-19 και συνεχής επαγρύπνηση, ώστε να προληφθούν επικίνδυνες επιπλοκές και να βελτιωθεί η τελική έκβαση των ασθενών.