Την Τρίτη, κατατέθηκε τελικά στη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής ΠΔΑ και η συζήτησή του στην αρμόδια επιτροπή θα ξεκινήσει την ερχόμενη Πέμπτη, 15 Φεβρουαρίου.
Στο νέο πανεπιστήμιο, που όπως είναι ήδη γνωστό προκύπτει από την συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά και που διαμορφώνεται με «αποκλειστικό γνώμονα ακαδημαϊκά κριτήρια», όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση, θα φοιτούν 24.119 φοιτητές, σε 26 τμήματα.
Ακόμη, το ΠΔΑ «κληρονομεί» από τα απορροφώμενα ΤΕΙ περίπου 60 θεσμοθετημένα ερευνητικά εργαστήρια, ενώ παράλληλα θα λειτουργούν σε αυτό διετή προγράμματα σπουδών, για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ.
«Αποθετηρίου Τίτλων Σπουδών»
Στο νομοσχέδιο, εξάλλου, προβλέπεται (άρθρο 16) η δυνατότητα δημιουργίας ενός «Αποθετηρίου Τίτλων Σπουδών», ενός ηλεκτρονικού συστήματος πιστοποίησης της γνησιότητας, δηλαδή, όλων των ακαδημαϊκών τίτλων για όλα τα ΑΕΙ της χώρας και για τα αντίστοιχα πιστοποιητικά του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ).
Μετεγγραφές – Ενιαίος Αριθμός Εκπαίδευσης
Επίσης, περιλαμβάνεται στις διατάξεις του σχεδίου νόμου (άρθρο 17) η διευκόλυνση των μετεγγραφών αδερφών που σπουδάζουν σε διαφορετικές πόλεις.
Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η διάταξη (άρθρο 18) που αφορά στον «Ενιαίο Αριθμό Εκπαίδευσης». Πιο συγκεκριμένα, καθιερώνεται ενιαίος αριθμός εκπαίδευσης για κάθε πολίτη που έχει εισαχθεί σε οποιαδήποτε βαθμίδα εκπαίδευσης στη χώρα και αντικαθιστά τους ισχύοντες αριθμούς μητρώου που χρησιμοποιούνται στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με αυτό τον τρόπο «καθίσταται εφικτή αφενός η παρακολούθηση της σχολικής διαρροής και ως εκ τούτου διευκολύνεται η εκπόνηση δημόσιων πολιτικών για την αποτροπή της, αφετέρου το οικείο πληροφοριακό σύστημα, όταν διασυνδεθεί με άλλα πληροφοριακά συστήματα (π.χ. με το σύστημα «Εργάνης»), θα μπορεί να αποδίδει ανώνυμα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη δυνατότητα απορρόφησης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας καθώς και τη μαθητική και ακαδημαϊκή διαδρομή τους».
Πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Ακόμη, στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται διατάξεις που αφορούν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αναφορικά με την πρωτοβάθμια, καθιερώνεται σταδιακά η υποχρεωτική φοίτηση των νηπίων ηλικίας τεσσάρων (4) έως πέντε (5) ετών στο νηπιαγωγείο.
Προβλέπεται, μάλιστα, ότι η σταδιακή ένταξη των δήμων, στα όρια των οποίων θα εφαρμοστεί η δίχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, θα υλοποιηθεί με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, μετά από εισήγηση του οικείου περιφερειακού διευθυντή Εκπαίδευσης, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τη γνώμη των οικείων διευθύνσεων εκπαίδευσης.
Όσον αφορά στη δευτεροβάθμια, το νομοσχέδιο ορίζει για τις απολυτήριες εξετάσεις των Γενικών Λυκείων ότι μειώνονται σε τέσσερα τα εξεταζόμενα μαθήματα και είναι τα εξής: Νέα Ελληνικά, Μαθηματικά, Ιστορία, Βιολογία. Για τα υπόλοιπα μαθήματα που εξετάζονταν στις απολυτήριες προβλέπεται δεύτερο ωριαίο υποχρεωτικό διαγώνισμα στο Β΄τετράμηνο.
Ακόμη, παρατείνεται έως το τέλος Μαρτίου κάθε έτους η προθεσμία για τον καθορισμό, με απόφαση του υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του αριθμού των εισακτέων ανά σχολή, τμήμα ή εισαγωγική κατεύθυνση, που ισχύει για τις πανελλαδικές εξετάσεις του ίδιου έτους (άρθρο 33).
Νέοι κλάδοι και ειδικότητες εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
Μεταξύ άλλων, προβλέπονται και νέοι κλάδοι και ειδικότητες εκπαιδευτικού προσωπικού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι/ες προέρχονται από την ενοποίηση των υφιστάμενων κλάδων. «Την ίδρυση των νέων κλάδων υπαγορεύουν νέες εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και λόγοι που ανάγονται στην καλύτερη διαχείριση των υπηρεσιακής φύσης θεμάτων του εκπαιδευτικού προσωπικού», αναφέρει η αιτιολογική έκθεση.
Επιτροπές Ηθικής της Έρευνας
Εξάλλου, στο νομοσχέδιο υπάρχουν διατάξεις που είχαν ήδη ανακοινωθεί, όπως για παράδειγμα, εκείνες που θεσμοθετούν Επιτροπές Ηθικής της Έρευνας σε κάθε ΑΕΙ, ώστε, όπως αναφέρεται, να ασκούν ένα είδος «προληπτικού ελέγχου ηθικής καταλληλότητας», αποτελώντας έτσι, μία «επιπλέον εγγύηση αξιοπιστίας των ερευνητικών προγραμμάτων αλλά και το μέσο για την αποδοχή του ερευνητικού έργου από το κοινωνικό σύνολο».
Ακόμη, υπενθυμίζεται ότι αυξάνεται από 1% σε 5% το ποσοστό εισαγωγής των υποψηφίων των ΕΠΑΛ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μία αύξηση που, όπως αναφέρεται «κρίνεται αναγκαία ενόψει της απορρόφησης του Τ.Ε.Ι. Αθήνας και του Τ.Ε.Ι. Πειραιά, και εν συνεχεία της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής».