Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλ
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Το DNA μίλησε: Οι Έλληνες της Πελοποννήσου δεν είναι Σλάβοι

Το DNA μίλησε: Οι Έλληνες της Πελοποννήσου δεν είναι Σλάβοι
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Διαβάστε σχετικά για DNA, Έλληνες, Επιστήμη, Έρευνα, Καταγωγή των Ελλήνων, Πελοπόννησος, Σλάβοι,

Το ποσοστό της σλαβικής καταγωγής των σύγχρονων Πελοποννήσιων κυμαίνεται από 0,2% έως 14,4%, σύμφωνα με μια νέα γενετική έρευνα επιστημόνων από την Ελλάδα και τη διασπορά.

Η μελέτη καταρρίπτει με γενετικά δεδομένα τη θεωρία του 1830 του Γερμανού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ ότι, μετά από τις σλαβικές επιδρομές κατά τον Μεσαίωνα, ο ντόπιος ελληνικός πληθυσμός ουσιαστικά εξαφανίσθηκε και αντικαταστάθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. σχεδόν πλήρως από σλαβικές φυλές, οι οποίες τελικά αφομοιώθηκαν υπό την επιρροή και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή γενετικής Γιώργο Σταματογιαννόπουλο του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ευρωπαϊκό περιοδικό ανθρώπινης γενετικής “European Journal of Human Genetics”, ανέλυσαν δείγματα DNA από 241 ανθρώπους από όλη την Πελοπόννησο, οι περισσότεροι ηλικίας 70 έως 90 ετών (ο γηραιότερος 107 ετών), των οποίων οι παππούδες είχαν γεννηθεί μεταξύ 1860-1880.

Σύμφωνα με την ανάλυση του γενετικού υλικού, υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στους πελοποννησιακούς και στους σημερινούς σλαβικούς πληθυσμούς, με ένα μικρό μόνο βαθμό εισροής γονιδίων από τους δεύτερους στους πρώτους.

Αντίθετα, οι Πελοποννήσιοι φαίνεται πως έχουν σημαντικά μεγαλύτερη κοινή γενετική κληρονομιά με τους Γάλλους (39 έως 42%), τους Ισπανούς (53% έως 62%) και τους Ιταλούς (85% έως 96%), από ό,τι με τους Σλάβους (λιγότερο από 15%).

Συνεπώς, σύμφωνα με τους ερευνητές, «οι Πελοποννήσιοι είναι γενετικά πολύ πιο διαφορετικοί από τους σλάβικούς πληθυσμούς και πολύ πιο όμοιοι με τους πληθυσμούς της Νότιας Ευρώπης».

Υπήρξε μεν σλαβική μετανάστευση στην Πελοπόννησο, αλλά οι αριθμοί των Σλάβων μεταναστών ήσαν μικροί σε σχέση με των γηγενών, για να αφήσουν κάποιο καθοριστικό γενετικό αποτύπωμα.

Μεταξύ άλλων, η νέα μελέτη επιβεβαιώνει γενετικά ότι οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες διαφέρουν από τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους, αλλά και μεταξύ τους, ενώ καταρρίπτει οποιονδήποτε ισχυρισμό ότι έχουν σλαβική καταγωγή.

Στη Βαθιά Μάνη και στη Νότια Τσακωνιά η σλαβική γενετική καταγωγή δεν ξεπερνά το 1%, ενώ η ιταλική συγγένεια κυμαίνεται μεταξύ 14% έως 25%.

Υπάρχουν εξάλλου γενετικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους κατοίκους της βόρειας και της νότιας Πελοποννήσου.

Κορίνθιοι και Αργείοι εμφανίζουν την μεγαλύτερη γενετική συγγένεια.

Επίσης, οι Πελοποννήσιοι εν γένει είναι γενετικά πολύ κοντά στους Σικελούς και τους Ιταλούς.

Λογικό εάν αναλογιστεί κανείς ότι η Σικελία είχε αποικιστεί κατά την αρχαιότητα σε μεγάλο βαθμό από Πελοποννήσιους, ενώ η “φυλετική” συγγένεια Ελλήνων και Ιταλών είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια, η ίδια η Ρώμη θεωρείται αποικία της αρκαδικής πόλης Παλλάντιο.

Από το Παλλάντιο ξεκίνησαν με αρχηγό τους τον Εύανδρο οι Αρκάδες, περαιώθηκαν στην ιταλική χερσόνησο και οίκησαν για πρώτη φορά τον Παλατίνο Λόφο, την καρδιά της Ρώμης.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αντωνίνος Πίος ανακήρυξε το Παλλάντιο ανεξάρτητη επικράτεια και της παραχώρησε προνόμια ελεύθερης πόλης. Αυτός επίσης είναι ο λόγος που ακόμα και σήμερα Ιταλοί ταξιδιώτες έρχονται γεμάτοι δέος και νοσταλγία και προσκυνούν την πανάρχαια κοιτίδα τους.

Οι αρχαίες μας παραδόσεις, μύθοι και γενεαλογίες εξηγούν πλήρως αυτά που σήμερα βρίσκει η επιστήμη με τη γενετική.

Προηγούμενες εποχές όμως υπήρχε η τάση να αμφισβητούνται οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και να θεωρούνται “αναξιόπιστοι” από διάφορους ψευδοεπιστήμονες της Ευρώπης που η μόνη τους έγνοια ήταν να αποδείξουν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων.

Στην έρευνα συμμετείχαν επίσης οι Πέτρος Δρινέας και Φώτης Τσέτσος (Πανεπιστήμιο Πέρντιου ΗΠΑ-Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών), Περιστέρα Πάσχου (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης-Τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής), Γιάννης Σταματογιαννόπουλος και Νικολέτα Ψαθά (Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον), Αθανάσιος Θεοδοσιάδης (Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Επιστημών Altius-Σιάτλ), Ευαγγελία Γιαννάκη και Νίκος Ζώγας (Νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης-Αιματολογικό Τμήμα).

Σχετικά άρθρα